Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Κοινός τραπεζικός λογαριασμός. Τι ισχύει αν πεθάνει κάποιος από τους δικαιούχους Ζητήματα σχετικά με τις αναλήψεις Ακατάσχετο μέχρι 1250 ευρώ. Τι ισχύει για τους κοινούς λογαριασμούς Παράνομες αναλήψεις από ATM μετά το θάνατο του δικαιούχου του λογαριασμού

Κοινός τραπεζικός λογαριασμός. Τι ισχύει αν πεθάνει κάποιος από τους δικαιούχους

Ποια είναι η τύχη της κατάθεσης σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό σε περίπτωση θανάτου κάποιου από τους δικαιούχους

Άρειος Πάγος
(Τμήμα Α2)
Απόφαση 381/2018

Ερμηνεία της έννοιας και του όρου ότι με τον θάνατο οποιουδήποτε των δικαιούχων κοινού τραπεζικού λογαριασμού, η κατάθεση περιέρχεται αυτοδικαίως στους υπόλοιπους επιζώντες μέχρι του τελευταίου (άρθρο 2 ν. 5638/1932)

Δεν επιτρέπεται διάθεση της κατάθεσης, με πράξη είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου, οι δε κληρονόμοι του αποβιώσαντος καταθέτη κοινού τραπεζικού λογαριασμού, δεν αποκτούν δικαίωμα στην κατάθεση

Απόσπασμα της απόφασης


Δείτε την απόφαση του Αρείου Πάγου 381/2018 στο areiospagos.gr



Κατά το άρθρο 1 παρ.1 και 2 του ν. 5368/1932, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ.α’ του ν.δ. 118/1973: “χρηματική κατάθεσις παρά τραπέζη εις ανοικτόν λογαριασμόν επ’ ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (compte joint account) είναι εν τη εννοία του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνη χρήσιν, εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών, είτε εις είτε τινές, και πάντες κατ’ ιδίαν οι δικαιούχοι (παρ.1). Η χρηματική κατάθεσις, περί ης η προηγουμένη παράγραφος, επιτρέπεται να ενεργήται και εις κοινόν λογαριασμόν επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίησιν (παρ. 2)“.

Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ.1 του ν.δ. 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, 411, 489, 490, 491, και 493 του Α.Κ. προκύπτει ότι, σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως επ’ ονόματι του ιδίου του καταθέτου και τρίτου ή τρίτων προσώπων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτου και του τρίτου αφ’ ενός και του δέκτου της καταθέσεως νομικού προσώπου αφ’ ετέρου ενεργητική εις ολφόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της καταθέσεως (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από ένα εκ των δικαιούχων να γίνεται εξ ιδίου δικαίου και όχι ως αντιπροσώπου των λοιπών, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής καταθέσεως από ένα μόνο δικαιούχο επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεως εις ολόκληρον έναντι του δέκτου της καταθέσεως και ως προς τον μη αναλαβόντα δικαιούχο, ο οποίος αποκτά πλέον εκ του νόμου απαίτηση έναντι του αναλαβόντος ολόκληρο την κατάθεση, για την καταβολή ποσού αναλόγου προς τον αριθμό των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού, εκτός εάν από την μεταξύ των εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα σε ολόκληρο το ποσό της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από τον μη αναλαβόντα.

Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 5638/1932, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ εδ. α’ του ν.δ. 118/1973, ορίζεται αντιστοίχως ότι “επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθεί προσθέτως ο όρος ότι άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων. Εν τη περιπτώσει ταύτη η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς ελευθέρα παντός φόρου κληρονομιάς ή άλλου τέλους. Αντιθέτως, η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου.” και ότι “Διάθεσις της καταθέσεως διά πράξεως εν ζωή είτε αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων…ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως”.

Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη των οποίων αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσοτέρων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τραπέζης στην οποία έχει γίνει η κατάθεση και των περισσοτέρων καταθετών, συνδυαζόμενες και προς τις προδιαληφθείσες τοιαύτες, προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου ενός των καταθετών, δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τραπέζης, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα μεταβαλλόταν το πρόσωπο του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τραπέζης.

Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τραπέζης, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσόν της καταθέσεως οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της καταθέσεως που αναλογεί στο δικαιοπάροχό τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών.

Εάν όμως έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, τότε σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως, εξ ιδίου δικαίου, η κατάθεση και ο λογαριασμός εξ αυτής στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της καταθέσεως που αναλογούσε σ’ εκείνον, όπως θα μπορούσαν να πράξουν, αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια. Και αν όμως δεν έχει τεθεί ο άνω όρος, οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν υπεισέρχονται ως προς την κατάθεση στην έναντι της Τραπέζης θέση του κληρονομηθέντος, και επομένως η ανάληψη του ποσού αυτού από τον επιζώντα καταθέτη, και στην περίπτωση που αυτός είναι συγχρόνως και κληρονόμος του αποθανόντος γίνεται έναντι της Τραπέζης ιδίω ονόματι και όχι με την ιδιότητα του κληρονόμου (Α.Π. 1691/2014, 405/2007, 380/2006).

Κοινός τραπεζικός λογαριασμός. Ζητήματα σχετικά με τις αναλήψεις

Χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι. Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο

Δείτε το πλήρες κείμενο της απόφασης 1128/2017 του Αρείου Πάγου (areiospagos.gr)



Αριθμός 1128/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2 Πολιτικό Τμήμα

Χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι (ΑΠ 1122/2005). Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Και τούτο διότι από τη γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την τελολογική ερμηνεία τους, την τραπεζική πρακτική και την ταχύτητα των συναλλαγών, δεν απαιτείται κοινή εμφάνιση και δήλωση των καταθετών και δικαιούχων, δηλαδή σύμπραξή τους ενώπιον της τράπεζας.

Εξάλλου, χαρακτηριστική είναι η αναφορά του όρου “δικαιούχοι” και όχι “καταθέτες” στη διατύπωση των παραπάνω διατάξεων. Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος μη συμβαλλόμενος αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από το δότη της υπόσχεσης-τράπεζα για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 877/2008, ΑΠ 1031/2003, ΑΠ 855/2002, ΑΠ 1563/2000).

Εξάλλου, εκείνος από τους δικαιούχους που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ’ επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε. Είναι δε αδιάφορο αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους (ΑΠ 529/2015).

Περαιτέρω, η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρεία ή με σύμβαση δανείου ή εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντάς του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού, και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ’ αυτόν. Κατ’ αντιδιαστολή, η εσωτερική σχέση είναι χαριστική όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής (ΑΠ 539/1992).



Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρο ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων (ΑΠ 540/1998). Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη. (ΑΠ 1001/2012).

Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 Ν. 5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. α’ ΝΔ 118/1973, ορίζεται, αντιστοίχως, ότι “επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθή προσθέτως ο όρος, ότι, άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας, μέχρι του τελευταίου τούτων”. Και ότι “διάθεσις της καταθέσεως διά πράξεως, είτε εν ζωή, είτε αιτία θανάτου, δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ της διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων … ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως”.

Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσότερων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση, και των περισσότερων καταθετών, συνδυαζόμενες και με τις προαναφερόμενες, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, δε χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι, διαφορετικά, θα επερχόταν μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς την συγκατάθεση της τράπεζας.

Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν απ’ αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχό τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Εάν, όμως, έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 Ν. 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως (“ιδίω ονόματι” και “εξ ιδίου δικαίου”) η κατάθεση και ο απ’ αυτήν λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνον, όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια (ΑΠ 1782/2007).
Οι ως άνω διατάξεις είναι προφανές ότι καθιερώνουν κανόνες εξαιρετικού δικαίου και για το λόγο αυτό το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως των προϋποθέσεών τους φέρει ο επικαλούμενος την εξαίρεση και ωφελούμενος από αυτήν.
Τραπεζικός λογαριασμός. Ακατάσχετο μέχρι 1250 ευρώ. Τι ισχύει για τους κοινούς λογαριασμούς

Καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό ή τοποθετήσεις σε λογαριασμό πληρωμών στα εγκαταστημένα στη χώρα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και ιδρύματα πληρωμών είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο ίδρυμα.
Η διεύθυνση εισπράξεων της ΑΑΔΕ απαντώντας σε ερώτημα βουλευτή μέσω εγγράφου που κατέθεσε στη Βουλή διευκρινίζει τα εξής:

Σχετικά με την αναφορά του βουλευτή Φθιώτιδας της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. Χρήστου Σταϊκούρα με προσαρτημένη την με ημερομηνία 28-05-2013 αίτηση της συνταξιούχου κας … προς την Υπηρεσία μας, αναφορικά με κατάσχεση εις χείρας τρίτων τραπεζικών της λογαριασμών, στους οποίους είχε δηλώσει ως συν δικαιούχο την αδελφή της-οφειλέτιδα του Δημοσίου, σας γνωρίζουμε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μας τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 9 του ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων), όπως ισχύει και του άρθρου 48 παρ. 1 του ν. 4174/2013, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. έχει την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη των ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο καθώς και τη διακοπή της παραγραφής τους, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης αυτών, λαμβάνοντας όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά, ποινικά και λοιπά μέτρα κατά των οφειλετών, μεταξύ των οποίων και η κατάσχεση εις χείρας τρίτων. Με την ολοκλήρωση της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου επέρχεται αυτοδικαίως αναγκαστική εκχώρηση της κατασχεθείσης χρηματικής απαίτησης στο κατασχόν Δημόσιο, το οποίο πλέον καθίσταται δικαιούχος του συνόλου αυτής. Η κατάσχεση δεν αίρεται πριν την εξόφληση ή τη διαγραφή του χρέους για το οποίο επιβλήθηκε.

Ωστόσο, με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. σε συνδυασμό με την αριθμ. Δ6Α 1054391 ΕΞ 2014/1.4.2014 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, παρέχεται η ευχέρεια στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. μετά από σχετική αίτηση του οφειλέτη να περιορίσει με αιτιολογημένη Απόφασή του το ποσό ή ποσοστό της κατάσχεσης που του επιβλήθηκε υπό προϋποθέσεις που ορίζονται στην ΠΟΛ.1092/3.4.2014 εγκύκλιο της Διοίκησης, αλλά και ανεξάρτητα από τη συνδρομή των προϋποθέσεων δύναται να εξετάζονται και εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν ο οφειλέτης προσκομίζει έγγραφα που αποδεικνύουν την αναγκαιότητα του περιορισμού της κατάσχεσης λόγω ειδικών συνθηκών.

Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ. 94Α/14-08-2015), ισχύει το ακατάσχετο καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα για έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα για κάθε φυσικό πρόσωπο μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίος. Σε περίπτωση που υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, θα πρέπει να γνωστοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ο λογαριασμός αυτός. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, με την οποία γνωστοποιείται από το φυσικό πρόσωπο ο μοναδικός ακατάσχετος τραπεζικός λογαριασμός (σχετ. ΠΟΛ.1222/2015 και ΠΟΛ.1182/2014).

Από την ανωτέρω διάταξη νόμου προκύπτει ότι προστατεύονται ως ακατάσχετες μόνο οι καταθέσεις του ενός και μοναδικού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δηλωθέντος ως ακατάσχετου λογαριασμού και μέχρι του ύψους των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως. ανεξαρτήτως προελεύσεως αυτών (δηλαδή ανεξάρτητα από το εάν αφορούν ποσά μισθοδοσίας, σύνταξης ή περιοδικά καταβαλλόμενου ασφαλιστικού βοηθήματος), προκειμένου κάθε φυσικό πρόσωπο να διασφαλίσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης, ακόμη και αν ο μισθός/σύνταξη του είναι κατώτερος/η αυτού. Ο χαρακτηρισμός ενός λογαριασμού ως μισθοδοτικού ή συνταξιοδοτικού ή πίστωσης ασφαλιστικών βοηθημάτων περιοδικά καταβαλλόμενων έχει σημασία μόνο ως προς την υποχρέωση του φορολογουμένου να δηλώσει αυτόν ως τον μοναδικό ακατάσχετο λογαριασμό, εφόσον υφίσταται τέτοιος. Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται ότι είναι υποχρεωτική η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης προκειμένου να προστατευθούν οι καταθέσεις ενός μοναδικού λογαριασμού του οφειλέτη από κατάσχεση του Δημοσίου σε βάρος του στα χέρια Πιστωτικών Ιδρυμάτων έως του ποσού των 1.250 ευρώ μηνιαίως. Εάν δεν προβεί στη δήλωση αυτή ο φορολογούμενος, οι πάσης φύσεως καταθέσεις του δεν προστατεύονται έναντι του Δημοσίου.

Επιπρόσθετα, με το άρθρο 4 του ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν», τον οποίο εφαρμόζουν τα Πιστωτικά Ιδρύματα, σε περίπτωση κατάσχεσης κοινού λογαριασμού, τεκμαίρεται αμάχητα έναντι του κατασχόντος ότι η κατάθεση ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη και επομένως η κατάσχεση εκτείνεται μόνο στο μερίδιο που ανήκει στον καθού η κατάσχεση και όχι σε όλο το λογαριασμό.
NOMOΣ 4484/2017 – ΦΕΚ Τεύχος Α 110/01.08.2017
Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/881 και άλλες διατάξεις.

Άρθρο 11
Τροποποιήσεις Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων
2.α) Στο τέλος του άρθρου 30Α του ν.δ. 356/1974 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις του παρόντα Κώδικα περί κατάσχεσης στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων εφαρμόζονται αναλογικά και στα εγκαταστημένα στη χώρα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 62 του ν. 4170/2013 (Α 163).».
β) Για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης α ́ της παρούσας παραγράφου, το άρθρο 62 του ν. 4170/2013 (Α 163) λαμβάνεται υπόψη όπως ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου.

3. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 30Β του ν.δ. 356/1974 μετά τις λέξεις «Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών» προστίθενται οι λέξεις «ή άλλα πρόσωπα».

4. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 30Β του ν.δ. 356/1974 αντικαθίσταται ως εξής:
«Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται οι ανωτέρω, κατά περίπτωση, μοναδικοί διαμετακομιστικοί κόμβοι και η διαδικασία της γνωστοποίησής τους από τα μέρη, το υποχρεωτικό περιεχόμενο των κοινοποιούμενων κατασχετηρίων, της άρσης και του περιορισμού αυτών και των υποβαλλόμενων δηλώσεων, ως και οι όροι ταυτοποίησής τους, τα χρονικά περιθώρια αποστολής και παραλαβής τους, οι όροι και προϋποθέσεις ασφαλείας και κάθε άλλη απαραίτητη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.».

5. Η παρ. 4 του άρθρου 30Β του ν.δ. 356/1974 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου τίθεται σε πλήρη λειτουργία εξήντα (60) ημέρες από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε, εφόσον επιβάλλεται κατάσχεση στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων ή ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος ή ιδρυμάτων πληρωμών καθίσταται υποχρεωτική για τους φορείς του Δημοσίου, οι οποίοι μπορεί να εφαρμόζουν τη διαδικασία του άρθρου 30Α μόνο σε περιπτώσεις που αποκλείεται η ηλεκτρονική επικοινωνία της παραγράφου 1 του παρόντος.».

6. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 του ν.δ. 356/1974 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό ή τοποθετήσεις σε λογαριασμό πληρωμών στα εγκαταστημένα στη χώρα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και ιδρύματα πληρωμών είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο ίδρυμα.».
Σχετικά:

Νόμος 4484/2017. Προσαρμογή Ελληνικής Νομοθεσίας σε Οδηγία ΕΕ


Παράνομες αναλήψεις από ATM μετά το θάνατο του δικαιούχου του λογαριασμού

Δεν αρκεί η δήλωση από τους κληρονόμους στην Τράπεζα μόνο του θανάτου, αλλά απαιτούνται και οι ενέργειες για ακύρωση της σύνδεσης του λογαριασμού με την κάρτα αναλήψεων



 

Παράνομες αναλήψεις με κάρτα από μηχανήματα αυτόματης συναλλαγής (ATM) με σύνδεση στον ατομικό λογαριασμό καταθέσεων του δικαιούχου, μετά το θάνατό του και σε χρόνο που προηγήθηκε εκείνου της δήλωσης απώλειας της κάρτας προς την εκδότρια τράπεζα.

Η τράπεζα δεν ευθυνόταν έναντι των κληρονόμων του δικαιούχου του λογαριασμού, καθόσον λόγω της διαδικασίας έκδοσης και χορήγησης της κάρτας δεν υπήρχε δυνατότητα να γίνουν αντιληπτές οι παράνομες αναλήψεις, παρά μόνο αν είχε ζητηθεί αναλυτική κίνηση λογαριασμού, γεγονός όμως που δε συνέτρεξε.

Η μη δέσμευση του τραπεζικού λογαριασμού ή η μη αποδέσμευση της κάρτας αναλήψεων από αυτόν, με μόνη την πληροφόρηση του θανάτου και χωρίς σχετικό αίτημα των νομιμοποιούμενων προσώπων, δεν αποτελεί παράνομη παράλειψη των προστηθέντων υπαλλήλων της τράπεζας και συνεπώς δεν στοιχειοθετεί αδικοπρακτική ευθύνη της τελευταίας

Κοινός τραπεζικός λογαριασμός. Ζητήματα σχετικά με τις αναλήψεις
Το πλήρες κείμενο της απόφασης του Αρείου Πάγου

Αριθμός απόφασης: 211/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Εμμανουήλ Κλαδογένη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Κ. του Λ. – Π., κατοίκου …, 2) Ε. Λ. – Π. Κ., συζύγου Γ. Γ., κατοίκου … και 3) Μ. Λ. – Π. Κ., συζύγου Τ. Α., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Κουτρομάνο.

Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία “…………..”, η οποία εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Λουκία Βαρελά.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-7-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, η οποία κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2419/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 6063/2013 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29-7-2014 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Τσόλας ανέγνωσε την από 27-10-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 εδ. β’ και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων και κατά των αποφάσεων των Πρωτοδικείων σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων επιτρέπεται αναίρεση για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή για ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου. Εσφαλμένη ή μη ορθή εφαρμογή είναι η εφαρμογή κανόνα δικαίου, αν και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, ή μη εφαρμογή εφαρμοστέου κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις του.



 

Στην προκειμένη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα: “Στις 6- 10-2003 απεβίωσε στην Αθήνα ο Λ. – Π. Κ. και κατέλειπε τους ενάγοντες, μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του και ειδικότερα την α’ εξ αυτών, ήδη αποβιώσασα σύζυγό του, Μ. χήρα Λ.-Π. Κ., το γένος Δ. Ί. κατά ποσοστό 1/4, τους δε β’ , γ’ και δ’ εξ αυτών, τέκνα του, κατά ποσοστό ομοίως 1/4 τον καθένα, την δε κληρονομιά του αποδέχθηκαν οι ενάγοντες. Μεταξύ των στοιχείων της κληρονομιάς περιλαμβάνεται και η απαίτηση του κληρονομούμενου, ύψους 12.150.000 δρχ. ή 35.656,64 ευρώ κατά της εναγομένης, προερχόμενη από την κληρονομιά του προαποβιώσαντος την 15-5-2000 αδελφού του, Γ. Κ. του Α., του οποίου ο ως άνω κληρονομούμενος Λ.-Π. Κ. ήταν μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος μετά την από 29-5-2000 δήλωση αποποιήσεως της κληρονομιάς του από την μητέρα τους Μ. χήρα Α. Κ.. Ο ως άνω Λ.-Π. Κ. είχε ασκήσει κατά της εναγομένης την από 20-4-2001 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθ. 4283/2006 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου η οποία απέρριψε την αγωγή αυτή ως αόριστη. Την παραπάνω αξίωση του δικαιοπαρόχου τους ασκούν οι ενάγοντες με την υπό κρίση αγωγή ως υπεισελθόντες στα ουσιαστικά και δικονομικά δικαιώματά του. Ο ως άνω αποβιώσας, Γ. Κ. του Α., ήταν μοναδικός δικαιούχος δύο ατομικών ταμιευτικών λογαριασμών καταθέσεων που τηρούνταν στο υποκατάστημα …….. της εναγομένης και συγκεκριμένα των με αριθμό ….. λογαριασμών. Ο δεύτερος των εναγόντων, Α. Κ., ως πληρεξούσιος δικηγόρος του πατέρα του Λ. – Π. Κ., προσήλθε στο ως άνω κατάστημα της εναγομένης την 19-5-2000 και αφού ενημέρωσε τους αρμοδίους υπαλλήλους της ότι απεβίωσε ο θείος του Γ. Κ., ζήτησε αφενός να πληροφορηθεί τα υπόλοιπα των τραπεζικών του λογαριασμών, κατά την ημερομηνία θανάτου του (15-5-2000) και αφετέρου να του χορηγηθούν σχετικές περί τούτου βεβαιώσεις, προκειμένου ο Λ.-Π. Κ. να προβεί στη σχετική δήλωση φόρου κληρονομιάς και στην έκδοση κληρονομητηρίου, που απαιτούνταν για την ανάληψη από αυτόν ως κληρονόμου των χρημάτων που ήταν κατατεθειμένα στους ως άνω λογαριασμούς. Τόσο ο κληρονόμος του θανόντος, όσο και ο δεύτερος των εναγόντων, δεν γνώριζαν ποιους συγκεκριμένους λογαριασμούς είχε ο θανών, ούτε ο δεύτερος των εναγόντων προσκόμισε βιβλιάρια λογαριασμών στην τράπεζα την 19-5-2000. Στις 24-5- 2000, όταν ο Α. Κ. προσήλθε για να παραλάβει τις βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των ως άνω λογαριασμών, ο υπάλληλος της εναγομένης ακολούθησε τη διαδικασία χορήγησης υπολοίπου της ημέρας, δηλαδή πληκτρολόγησε το ονοματεπώνυμο του αποβιώσαντος, δεδομένου ότι δεν προσκομίστηκαν τα βιβλιάρια και δεν είχε ζητηθεί από τον Α. Κ. αναλυτική κίνηση των λογαριασμών και εμφανίσθηκαν οι αριθμοί των δύο ατομικών λογαριασμών του αποβιώσαντος και το υπόλοιπο του καθενός της 24-5-2000. Το υπόλοιπο αυτό της 24-5-2000, αποτυπώθηκε στις από 24-5- 2000 δύο βεβαιώσεις που χορηγήθηκαν στον δεύτερο των εναγόντων και ήταν για τον με αριθμό …. 24.839.590 δρχ. και για τον έτερο λογαριασμό με αριθμό ….. δρχ., 34.422.405. Από τη διατύπωση του κειμένου των ως άνω βεβαιώσεων προκύπτει ότι αυτές αναγράφουν το υπόλοιπο των λογαριασμών στις 24-5-2000 και όχι αυτό της ημερομηνίας θανάτου (15-5-2000) του Γ. Κ.. Μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 6626/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία διέτασσε τη χορήγηση κληρονομητηρίου στο Λ.-Π. Κ., στις 7-11-2000 προσήλθε εκ νέου ο δεύτερος ενάγων στο προαναφερθέν υποκατάστημα της εναγομένης με τα βιβλιάρια των ως άνω λογαριασμών και ζήτησε την ενημέρωσή τους, οπότε κατά την διαδικασία της ενημέρωσης, που έγινε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος της εναγομένης, αποτυπώθηκαν στο βιβλιάριο διαδοχικές αναλήψεις που έγιναν από το λογαριασμό υπ’ αριθ. … με τη χρήση της υπ’ αριθ. … κάρτας ……., η οποία είχε εκδοθεί επ’ ονόματι του αποβιώσαντος, από τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης της εναγομένης, μετά το θάνατο του Γ. Κ., δηλαδή μετά την 15/5/2000 και έτσι το υπόλοιπο του ένδικου λογαριασμού ανερχόταν την 7-11- 2000 στο ποσό των 14.015.514 δρχ. Άμεσα ο δεύτερος ενάγων, ο οποίος αγνοούσε την ύπαρξη της κάρτας, κάλεσε τον πατέρα του Λ. – Π. Κ., ο οποίος δήλωσε την απώλεια της κάρτας, όπως αποδεικνύεται από το από 7-11- 2000 δελτίο μεταβολής στοιχείων …… που προσκομίζεται από την εφεσίβλητη και την ημερομηνία αυτή έγινε η αποσύνδεση του λογαριασμού υπ’ αριθ. … από την κάρτα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο Γ. Κ. στις 23-2-1996 προσήλθε στο υποκατάστημα της εναγομένης ……. και ζήτησε και του χορηγήθηκε η ως άνω κάρτα ….., προκειμένου μέσω αυτής να πραγματοποιεί συναλλαγές στα μηχανήματα αυτόματης συναλλαγής (ATM) με σύνδεση στον υπ’ αριθ. … ατομικό λογαριασμό του. Ουδέποτε ο Γ. Κ. πραγματοποίησε αναλήψεις με την κάρτα αυτή, η οποία ενεργοποιήθηκε την 8-3-1996 και παρελήφθη και ο μυστικός αριθμός της από αυτόν και έληξε μετά από το πέρας διετίας από την έκδοση της, οπότε και ανανεώθηκε αυτόματα από την εναγομένη βάσει σχετικού όρου της συμβάσεως με τον αποβιώσαντα, με την αποστολή σε αυτόν νέας κάρτας προς αντικατάσταση της προηγούμενης και όλες οι αναλήψεις με αυτήν και μάλιστα επιτυχείς έγιναν μετά το θάνατο του, από πρόσωπο που είχε στην κατοχή του την κάρτα και το έγγραφο με το μυστικό αριθμό.

Ειδικότερα από την επομένη κιόλας ημέρα του θανάτου του Γ. Κ. πραγματοποιούνταν συνεχείς αναλήψεις (…τον αριθμό) από τον ως άνω λογαριασμό, ποσών ύψους από 50.000 δρχ. έως 400.000 δρχ. ημερησίως με αποτέλεσμα να αναληφθεί συνολικά το ποσό των 12.150.000 δρχ. έως την 7-11- 2000. Μεταξύ των ανωτέρω αναλήψεων περιλαμβάνονται και τέσσερις αναλήψεις που έγιναν την 16-5- 2000, οι δύο από αυτές, και την 23-5-2000 οι ετέρες δύο από αυτές, με ποσά ανάληψης 50.000 δρχ., 200.000 δρχ., 100.000 δρχ. και 200.000 δρχ. αντίστοιχα και συνολικά ποσού 550.000 δρχ. Για τις ως άνω αναλήψεις δεν προέκυψε ευθύνη της εναγομένης καθότι έγιναν με τη χρήση της προαναφερθείσας κάρτας από την 16-5-2000 έως την 3-11-2000, ενώ η απώλεια της κάρτας δηλώθηκε στις 7-11-2000 οπότε και έγινε η αποδέσμευση του λογαριασμού από την κάρτα. Η μη δέσμευση του επίμαχου λογαριασμού είτε στις 19-5-2000 είτε στις 24-5-2000 δεν αποτελεί παράνομη πράξη των οργάνων της εναγομένης, δεδομένου ότι δεν ζητήθηκε κάτι τέτοιο από τον δεύτερο ενάγοντα, ούτε άλλωστε μπορούσε αυτός να ζητήσει να δεσμευθεί ο λογαριασμός, διότι ήταν ατομικός λογαριασμός και ο δεύτερος ενάγων ή ο πατέρας του, που εκπροσωπούσε, δεν ήταν νομιμοποιημένοι κληρονόμοι του αποβιώσαντος. Περαιτέρω είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι οι υπάλληλοι της εναγομένης ενήργησαν παράνομα διότι αν και γνώριζαν τις παράνομες αναλήψεις απέκρυψαν αυτές, και έδωσαν ψευδή βεβαίωση για το υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού, καθότι αποδείχθηκε ότι η ως άνω βεβαίωση είναι αληθής καθόσον αναφέρει το υπόλοιπο της ίδιας ημέρας κατά την οποία έγινε η έρευνα (24-5-2000) και όχι αυτό κατά την ημερομηνία του θανάτου του Γ. Κ. (15-5-2000), το οποίο και πράγματι ήταν και προκειμένου να χορηγηθεί η βεβαίωση αυτή ο υπάλληλος της εναγομένης πληκτρολόγησε τα στοιχεία του δικαιούχου και εμφανίστηκε το υπόλοιπο της ημέρας εκείνης, ενώ δεν εμφανίστηκαν οι κινήσεις του λογαριασμού, ώστε να διαπιστωθεί από τον υπάλληλο ότι είχαν μεσολαβήσει κινήσεις στον λογαριασμό μεταξύ του θανάτου του Γ. Κ. και της ημέρας εκείνης. Επομένως, δεν εκδόθηκε εν γνώσει των υπαλλήλων της εναγομένης ότι δεν ανταποκρινόταν στα ζητηθέντα και προς τον σκοπό παραπλανήσεως των κληρονόμων καθόσον λόγω της διαδικασίας εκδόσεως και χορήγησης της δεν υπήρχε δυνατότητα να γίνουν αντιληπτές οι ως άνω παράνομες αναλήψεις, μόνο δε αν είχε ζητηθεί αναλυτική κίνηση λογαριασμού από το δεύτερο ενάγοντα, την οποία όπως και ο ίδιος συνομολογεί δεν ζήτησε, θα είχαν διαπιστωθεί αυτές. Άλλωστε τόσο οι υπάλληλοι της εναγομένης, όσο και ο δεύτερος ενάγων, δεν είχαν λόγο να αμφιβάλλουν ότι το αναγραφόμενο στην ως άνω βεβαίωση υπόλοιπο ήταν το ίδιο με εκείνο της 15-5-2000, αφού γνώριζαν ότι ο μοναδικός δικαιούχος των λογαριασμών είχε αποβιώσει, ενώ ταυτόχρονα αγνοούσαν, ο μεν δεύτερος αυτήν καθαυτή την ύπαρξη της κάρτας αυτόματων συναλλαγών, οι δε υπάλληλοι της εναγομένης ότι αυτή είχε περιέλθει σε τρίτο μη δικαιούχο πρόσωπο, μαζί με τον μυστικό αριθμό. Περαιτέρω, ακόμα και αν η ως άνω βεβαίωση απεικόνιζε το υπόλοιπο του λογαριασμού της 15-5-2000 και όχι της 24-5-2000, όπως προέκυψε ότι πράγματι έγινε, δεν θα ήταν δυνατό να αποφευχθούν οι παράνομες αναλήψεις, καθότι όπως προαναφέρθηκε αυτές θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές μόνο αν είχε ζητηθεί αναλυτική κίνηση λογαριασμών από το δεύτερο ενάγοντα, πράγμα που όπως προαναφέρθηκε δεν ζήτησε, ενώ ούτε οι υπάλληλοι της εναγομένης έκριναν σκόπιμο να γίνει με δική τους πρωτοβουλία στο διάστημα από την 19-5-2000 έως την 24-5-2000, καθότι όπως προαναφέρθηκε ο μοναδικός δικαιούχος του λογαριασμού είχε αποβιώσει και δεν ανεμένετο κίνηση του λογαριασμού.

Συνεπώς, ενόψει του ότι δεν προέκυψε ότι ήταν σε γνώση των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης οι ως άνω παράνομες αναλήψεις και υπαιτίως τις απέκρυψαν από τους ενάγοντες, ούτε ότι εν γνώσει τους και με σκοπό παραπλάνησης των δικαιούχων του επίμαχου λογαριασμού εξέδωσαν την ανωτέρω επίδικη βεβαίωση με περιεχόμενο που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η μη έκδοση βεβαίωσης που να απεικονίζει το υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού την ημέρα του θανάτου του Γ. Κ., δεν συνδέεται αιτιωδώς με τις παράνομες αναλήψεις, δεν αποδείχθηκε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης και επομένως εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αρ. 914 ΑΚ δεν υφίσταται υποχρέωση της εναγομένης προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστησαν οι ενάγοντες από τις ως άνω παράνομες αναλήψεις”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμη και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση των τελευταίων κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο δεν παραβίασε ευθέως τις ως άνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298 και 330 ΑΚ, ούτε και εκείνες των άρθρων 288 ΑΚ και 3 του ν.δ της 17-7/13-8-1923, που οι αναιρεσείοντες (επιπλέον) επικαλούνται. Τούτο διότι, υπό τα ως άνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν πληρούται το πραγματικό του κανόνα του άρθρου 914 ΑΚ, αφού η ανωτέρω συμπεριφορά των υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης τράπεζας δεν ήταν υπαίτια και παράνομη, με την έννοια της αντίθεσής της στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου και στις επιταγές της έννομης τάξης. Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο μοναδικός λόγος, από τον αριθ.1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται τα αντίθετα.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί κατά την παρ.4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Εξάλλου, οι αναιρεσείοντες πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 29 Ιουλίου 2014 αίτηση των 1)Α. Κ. του Λ.-Π., 2)Ε. θυγατέρας Λ.-Π. Κ., συζύγου Γ. Γ. και 3) Μ. θυγατέρας Λ.-Π. Κ., συζύγου Τ. Α., για αναίρεση της 6063/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Μαρτίου 2016.

H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: