Οι τόκοι για την εκπρόθεσμη καταβολή και την καθυστέρηση επιστροφής
Γιώργος Α. Κορομηλάς Πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών
Σύμφωνα με το άρθρο 53 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ΚΦΔ) αν οποιοδήποτε ποσό φόρου, το οποίο έχει βεβαιωθεί από την 1.1.2014 και μετά, δεν καταβληθεί εντός της προβλεπόμενης από το σχετικό νόμο προθεσμίας, ο φορολογούμενος υποχρεούται να καταβάλει τόκους επί του εν λόγω ποσού φόρου, για κάθε ημέρα καθυστέρησης από την επόμενη μέρα της λήξης της προθεσμίας καταβολής.
Ειδικά όμως, μέχρι την 31.12.2015 ο τόκος υπολογίζεται σε μηνιαία βάση κατά την είσπραξη για ολόκληρο το μήνα. Επισημαίνεται ότι, στην περίπτωση κατά την οποία, μετά την 1.1.2014, υποβάλλονται εκπρόθεσμες χρεωστικές δηλώσεις, οι οποίες αφορούν φορολογικές υποχρεώσεις μέχρι την 31.12.2013, δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος του ΚΦΔ, έως την ημερομηνία της εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης επιβάλλονται οι πρόσθετοι φόροι (προσαυξήσεις) του Ν. 2523/1997 (Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία) και για το διάστημα αυτό δεν επιβάλλεται άλλο πρόστιμο ή τόκος.
Αν όμως η συνολική οφειλή που προκύπτει δεν καταβληθεί στο διάστημα που προβλέπεται, μετά την απόκτηση του εκτελεστού τίτλου, υπολογίζονται σε αυτή μέχρι και την ημερομηνία καταβολής, ο τόκος και κατά περίπτωση και το προβλεπόμενο πρόστιμο.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, αν και δεν προκύπτει σαφώς από τις διατάξεις του άρθρου 53, ο τόκος υπολογίζεται και επί των προστίμων του ΚΦΔ (διαδικαστικών παραβάσεων, παραβάσεων φοροδιαφυγής κ.λπ.) με εξαίρεση πρόστιμα τα οποία υπολογίζονται κατά την είσπραξη, δηλαδή τα πρόστιμα που επιβάλλονται για εκπρόθεσμη καταβολή φόρων παρακρατούμενων ή μη. Το ύψος του επιτοκίου υπολογισμού των τόκων που καταβάλλει ο φορολογούμενος καθορίστηκε με απόφαση του υπουργού Οικονομικών και ανέρχεται σήμερα σε 8,76% ετησίως ήτοι 0,73% ανά μήνα.
Σημειώνεται ότι στο άρθρο 53 του ΚΦΔ ορίζεται ρητά ότι τόκοι επί των τόκων δεν υπολογίζονται και δεν οφείλονται. Επίσης πρέπει να επισημάνουμε ότι, σε αντίθεση με τις προσαυξήσεις του Ν. 2523/1997, οι τόκοι δεν έχουν ανώτατο όριο ούτε περιορίζονται.
Σε περίπτωση δε, υπαγωγής οφειλών σε οποιοδήποτε πρόγραμμα ρύθμισης τμηματικής καταβολής σε δόσεις είτε κατά την πάγια ρύθμιση του ΚΦΔ είτε οποιουδήποτε άλλου νόμου, ή σε περίπτωσης χορήγησης αναστολής καταβολής στα πλαίσια της ειδικής διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, καθώς και στην περίπτωση χορήγησης αναστολής από τα διοικητικά δικαστήρια δεν απαλλάσσουν το φορολογούμενο από την υποχρέωση καταβολής τόκων εκπρόθεσμης καταβολής για τις οφειλές εκείνες, οι οποίες έχουν ρυθμισθεί ή έχει ανασταλεί η καταβολή τους.
Πέραν όμως των τόκων που καλείται να καταβάλει ο φορολογούμενος όπως προαναφέρεται, ο ΚΦΔ ορίζει πλέον ότι, σε περίπτωση καταβολής επιπλέον ποσού φόρου (αχρεώστητη καταβολή), καταβάλλονται από το Δημόσιο τόκοι στον φορολογούμενο για τη χρονική περίοδο από την ημερομηνία αίτησης επιστροφής του παραπάνω ποσού μέχρι την ημερομηνία ειδοποίησης του φορολογουμένου για την επιστροφή του, εκτός εάν η επιστροφή φόρου ολοκληρωθεί εντός 90 ημερών από την παραλαβή από τη Φορολογική Διοίκηση της αίτησης επιστροφής φόρου του φορολογουμένου.
Εάν αυτό το επιπλέον ποσό φόρου συμψηφιστεί με άλλες οφειλές, το ποσό θεωρείται ότι επιστράφηκε κατά τον χρόνο διενέργειας του συμψηφισμού. Και σε αυτή την περίπτωση το ύψος του επιτοκίου υπολογισμού των τόκων που καταβάλλει το Δημόσιο καθορίστηκε με απόφαση του υπουργού Οικονομικών και ανέρχεται σήμερα σε 6% ετησίως, ήτοι 0,50% ανά μήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου