Του Στάθη Λουκά
Την απαρχή της διήγησης την έκαμε ο υπουργός για την Ενέργεια, δηλώνοντας ότι έβαλε σε εφαρμογή το μεγάλο σχέδιο της «Ενεργειακής Δημοκρατίας». Μόνο όμως που ο κ. υπουργός την εφαρμόζει «κατά το δοκούν» και για τους παρακάτω λόγους:
Η απλή επιδίωξη επίτευξης αυτής δεν συνάδει με τον εξανδραποδισμό του ενεργειακού συστήματος (ηλεκτρικού και φυσικού αερίου) και ειδικά του δικτυακού, όπως «εκτελέστηκε» από την παρούσα κυβέρνηση.
Αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη δε της «Ενεργειακής Δημοκρατίας» είναι η εκμετάλλευση των ΑΠΕ, που είναι άφθονες, ανεξάντλητες και κατανεμημένες στη χώρα, ενώ συγχρόνως δεν είναι επικίνδυνες για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, αλλά ικανές να στηρίξουν την ανάπτυξη και να περιορίσουν τις κοινωνικές ανισότητες. Παράλληλα όμως αυτή η επιλογή πρέπει να συμβαδίζει με την τοποθέτηση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (Ιpcc) του OHΕ ότι οι αλλαγές του παραγωγικού συστήματος, ξεκινώντας βασικά από το νέο ενεργειακό μοντέλο, πρέπει να επιταχυνθούν και να έχουν διαμορφωθεί στις βασικές επιλογές τους μέχρι το 2030.
Και σ’ αυτά τα σημεία ευρίσκονται –πέρα από τον εξανδραποδισμό– οι αντιφάσεις της διαφημιζόμενης από τον κ. Μανιάτη (δήθεν) «Ενεργειακής Δημοκρατίας»: Πρώτον, με τον τρόπο εγκατάστασης των ΑΠΕ -που «είναι δημόσιο συλλογικό κοινοτικό αγαθό»- που ενώ έπρεπε να γίνεται ώστε να εμπεριέχει κατά κάποιον τρόπο και τη «νοσταλγία» για ισότητα, έγινε με αντίθετη ροπή, δηλαδή κάνοντας αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου και των μεσαιο-υψηλών κοινωνικών στρωμάτων, δηλαδή επαυξάνοντας την ανισότητα. Συνεχίζοντας την «παράδοση» των προηγούμενων κυβερνήσεων, δηλαδή της πολιτικής και συντεχνιακής συναλλαγής.
Δεύτερον, το νέο ενεργειακό μοντέλο πρέπει να κινείται στην κατεύθυνση του τέλους της εποχής των ορυκτών καυσίμων, που είναι κάτι το αναπόφευκτο, μια και ο περιορισμός της χρήσης τους είναι μια επείγουσα αναγκαιότητα για να περιορίσουμε τις κλιματικές αλλαγές και συγχρόνως τη συνολική και τοπική ρύπανση.
Ο υποθετικός υπουργός της «Ενεργειακής Δημοκρατίας» κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση, όχι βέβαια για λόγους πολιτικούς, πολιτισμικούς και παγιωμένων συμφερόντων γύρω από τους υδρογονάνθρακες -που μοιράζονται στην Ε.Ε. 151 δισ. € επιδοτήσεις– αλλά για να κάμει την Ελλάδα «ευρωπαϊκή υπερδύναμη υδρογονανθράκων» κάνοντας τρύπες, δηλαδή γεωτρήσεις στον Πατραϊκό Κόλπο και στην περιοχή Κατάκολο-Ολυμπία, που θα διαρκέσουν κάποια χρόνια.
Από τη μεριά του υπουργού γίνεται προσπάθεια να περάσουν «στο ντούκου» οι αποστάσεις από την ακτή των γεωτρήσεων. Δεν επισημαίνονται τα δεκάδες χιλιόμετρα που απαιτούνται στη Φλόριντα ή την Καλιφόρνια κ.λπ. αλλά μόνον τα 12 μίλια στην κοντινή μας Ιταλία, με κλειστές θάλασσες και αυτή και παρόμοια προβλήματα για τις προστατευόμενες και ευαίσθητες περιοχές. Ενώ δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη επιστημονικές μελέτες που επιβεβαιώνονται -ξεκινώντας από τους σεισμούς (2012) της ιταλικής περιφέρειας Εμίλια-Ρομάνια, όπου αντλούνταν φυσικό αέριο, λειτουργούσαν γεωθερμικά πεδία- μια και συσχετίζονται αυτές οι δραστηριότητες, και πολύ περισσότερο σε σεισμογενείς περιοχές, με την εκδήλωση σεισμών.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η Αρχαία Ολυμπία και η γύρω περιοχή και οι κοντινές ακτές για ευνόητους λόγους πρέπει να θεωρούνται προστατευμένη περιοχή. Είναι το λιγότερο προσβλητικό, γελοίο κοντά στην αέναη οικονομική πηγή, που είναι η Ολυμπία, να γίνονται γεωτρήσεις για πετρέλαιο και μάλιστα σε ένα κοίτασμα που θα αποδώσει το πολύ 400.000- 500.000 τόνους πετρελαίου, με οικονομικό όφελος για το ελληνικό κράτος που θα είναι –μια για πάντα- λιγότερο από το ένα δέκατο μιας μόνον ετήσιας φοροδιαφυγής που σχετίζεται με το λαθρεμπόριο πετρελαίου. Είναι γνωστό ότι η ετήσια φοροδιαφυγή είναι πολύ μεγαλύτερη από το οικονομικό μέγεθος των πιθανών 3-3,5 εκατ. βαρελιών του κοιτάσματος στο Κατάκολο, δηλαδή κοντά στην Ολυμπία, και πολλάκις από το πιθανό κρατικό έσοδο.
Οι δε γεωτρήσεις εκτός του Πατραϊκού Κόλπου –που θα κρατήσουν κάποια χρόνια- είναι προβληματικές: πρώτον, γιατί είναι μια ευαίσθητη από σεισμικές διαδικασίες περιοχή, δεύτερον γιατί δεν υπάρχουν οι κατάλληλες αποστάσεις από τις ακτές με βιότοπους σημαντικού κάλλους και ευαίσθητες περιοχές, τρίτον γιατί ο ίδιος και οι γύρω περιοχές έχουν πολύ σημαντικό ιχθυολογικό και άλλο παραγωγικό πλούτο και, τέλος, γιατί είναι μια κλειστή θαλάσσια περιοχή. Εχοντας υπόψη αυτά, δεν έπρεπε να γίνουν γεωτρήσεις στα όρια του Πατραϊκού Κόλπου και πολύ περισσότερο στα όρια των εκεί Ιονίων Νήσων.
Τα παραπάνω, παρά τις μικροαλλαγές που έπρεπε να γίνουν εδώ και μια δεκαετία, δεν στοιχειοθετούν μια σοβαρή και οργανική διαδικασία αλλαγής ενεργειακού μοντέλου και κατά συνέπεια «Ενεργειακής Δημοκρατίας».
Σχετικά με την παρέμβαση του εκπροσώπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης -που συμπληρώνει τη διαδικασία του μητροπολιτικού μύθου- πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η διαδικασία «της Ενεργειακής Δημοκρατίας» (που ευαγγελίζονται και κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ) και μιας ΔΕΗ κακέκτυπου του παρελθόντος είναι δύο διαδικασίες ασυμβίβαστες. Γιατί το ενεργειακό πρότυπο, που την παρήγαγε και σωστά υπηρέτησε μέχρι εδώ και ορισμένα χρόνια, βαίνει προς το τέλος του και τη μεταβατική του περίοδο περπατάμε, με ελλείψεις, δυσκολίες και αντιφάσεις. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου