Η αντεπίθεση των επιτηδευματιών στους φόρους
Μείωση των βεβαιωθέντων φόρων κατά 500 εκατ. ευρώ καταγράφεται στα στοιχεία της εφορίας από την εκκαθάριση των δηλώσεων. Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της μείωσης των εισοδημάτων που δήλωσαν οι επιτηδευματίες, έπειτα από μία σκληρή χρονιά όπως η περυσινή που εκλήθησαν να καταβάλουν τεράστιες ασφαλιστικές εισφορές και υψηλούς φόρους. Ωστόσο, η μείωση των εισοδημάτων τους δεν είναι κατ’ ανάγκην αποτέλεσμα της φοροδιαφυγής. Εγκειται στο «σπάσιμο» των κερδών σε δύο ΑΦΜ, για παράδειγμα, με στόχο να περιορισθούν οι επιβαρύνσεις.
Η συγκεκριμένη «πρακτική» αποδεικνύεται αποτελεσματική στην πράξη από τη στιγμή που το υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε να εγκαταλείψει για τους επιτηδευματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες τη λογική του ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή (σ.σ.: μέχρι και το 2016 τα κέρδη φορολογούνταν με 26% για εισοδήματα έως και 50.000 ευρώ) και να θεσπίσει κλίμακα με συντελεστές από 22% έως και 45% (ή έως και 55%, αν συνυπολογιστεί και η εισφορά αλληλεγγύης).
Με το «σπάσιμο» των κερδών σε δύο ΑΦΜ μειώθηκε το τελικό αποτέλεσμα του φόρου και της εισφοράς αλληλεγγύης, καθώς εμφανίζεται ταυτόχρονα χαμηλότερο φορολογητέο εισόδημα και τα κέρδη φορολογούνται με μικρότερο φορολογικό συντελεστή.
Ολα αυτά προκαλούν έντονη ανησυχία στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, που διαπιστώνει μειωμένα έσοδα από την εκκαθάριση των δηλώσεων καθώς και από την εισφορά αλληλεγγύης, μειωμένες εισπράξεις από τον φόρο παρελθόντων οικονομικών ετών στο πρώτο εξάμηνο του έτους σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2017 αλλά και τον ΦΠΑ. Το οικονομικό επιτελείο φοβάται ότι είναι πολύ πιθανό να επαναληφθούν οι αστοχίες του περασμένου έτους, που οδήγησαν σε υστέρηση των εσόδων περίπου 1,5 δισ. ευρώ και δεν αποκλείεται να αμφισβητηθεί και από τους θεσμούς η επίτευξη των στόχων του προϋπολογισμού, που προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Η μείωση του εισοδήματος κατά 33% συρρίκνωσε τον φόρο 77%
Η… εκδίκηση για τον ελεύθερο επαγγελματία και τον επιτηδευματία που υπέστη πέρυσι κατακόρυφη μείωση εισοδήματος, λόγω της αύξησης των φόρων, της εισφοράς αλληλεγγύης, της προκαταβολής φόρου και –κυρίως– των ασφαλιστικών εισφορών, είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο.
Η κατακόρυφη μείωση του συνολικού βεβαιωθέντος φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων που κατέγραψε το υπουργείο Οικονομικών, με την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης των φετινών φορολογικών δηλώσεων, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην άλλοτε «ακούσια» και άλλοτε προγραμματισμένη μείωση του δηλωθέντος εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων. Αρκούσε μια μείωση του φορολογητέου εισοδήματος ενός αυτοαπασχολουμένου κατά 33% για να μειώσει το τελικό ποσό της εκκαθάρισης κατά… 77%. Οι συνέπειες για το Δημόσιο από τη μείωση των δηλωθέντων εισοδημάτων δεν θα σταματήσουν στο εκκαθαριστικό.
Οταν θα έρθει η ώρα να γίνει ο οριστικός υπολογισμός των ασφαλιστικών εισφορών της φετινής χρονιάς –κάτι που προϋποθέτει να χρησιμοποιηθούν τα κέρδη του 2017 και όχι τα αντίστοιχα του 2016– τότε θα προκύψει και ανάγκη επιστροφής ασφαλιστικών εισφορών, τουλάχιστον για όσους πληρώνουν ανελλιπώς τα ποσά που τους βεβαιώνει κάθε μήνα ο ΕΦΚΑ ως προκαταβολή.
Για έναν επαγγελματία που εμφανίζει κέρδη άνω των 20-30.000 ευρώ, το να παρουσιάσει μειωμένα κέρδη στη φετινή φορολογική δήλωση δεν είναι κατ’ ανάγκην ένδειξη φοροδιαφυγής.
Μικρός αριθμός αυτοαπασχολουμένων –οι οποίοι όμως πληρώνουν και το μεγαλύτερο μερίδιο των φόρων– υποχρεώθηκε το 2017 να καταβάλει αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές λόγω της αλλαγής του τρόπου υπολογισμού. Ετσι, ένας επαγγελματίας με κέρδη 30.000 ευρώ που το 2016 μπορεί να κατέβαλε 2.700-3.000 ευρώ στον ΟΑΕΕ, βρέθηκε το 2017 να πληρώνει 8.100 ευρώ. Δεδομένου ότι οι ασφαλιστικές εισφορές αφαιρούνται από τα ακαθάριστα έσοδα, δύο πράγματα συμβαίνουν στο φετινό εκκαθαριστικό του φόρου ως αποτέλεσμα της αύξησης των εισφορών:
1. Πρώτον, μειώνεται το τελικό αποτέλεσμα του φόρου και της εισφοράς αλληλεγγύης, καθώς ο επαγγελματίας εμφανίζει μικρότερο φορολογητέο εισόδημα ενώ μπορεί να φορολογηθεί και με μικρότερο φορολογικό συντελεστή.
2. Δεύτερον, το τελικό αποτέλεσμα της εκκαθάρισης επηρεάζεται και από την προκαταβολή, η οποία πλέον φθάνει στο 100% του φόρου εισοδήματος. Η φετινή προκαταβολή που προστίθεται είναι μικρότερη από την αντίστοιχη περυσινή, καθώς υπολογίζεται με τον ίδιο μεν συντελεστή αλλά επί μικρότερου κέρδους.
Η φετινή προκαταβολή προστίθεται, η περυσινή αφαιρείται, οπότε προκύπτει αρνητική διαφορά προς όφελος του φορολογουμένου. Ουσιαστικά, προκύπτει στην πράξη ότι η εφορία παρακράτησε πέρυσι έναν φόρο ο οποίος δεν αναλογεί στον φορολογούμενο, με αποτέλεσμα να καλείται τώρα να καταβάλει τη διαφορά.
Ενα παράδειγμα αποκαλύπτει το πώς αποτυπώνονται στην πράξη αυτές οι διαδικασίες. Το φορολογητέο εισόδημα ενός επαγγελματία μειώνεται κατά 33% το 2017 σε σχέση με το 2016, ως αποτέλεσμα και της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών αλλά και των επαγγελματικών δαπανών. Το ποσό μειώνεται από τα 36.817 ευρώ πέρυσι, στα 24.544 ευρώ φέτος, με τη μείωση να ανέρχεται στα 12.273 ευρώ. Η κλίμακα υπολογισμού του φόρου εισοδήματος βγάζει επιβάρυνση 5.718 ευρώ και ισόποση προκαταβολή φόρου για την επόμενη χρονιά. Το αντίστοιχο ποσό του προηγούμενου έτους ήταν 9.822 ευρώ. Η εισφορά αλληλεγγύης μειώνεται από τα 1.119 ευρώ πέρυσι στα 403 ευρώ, ενώ το μόνο που παραμένει σταθερό είναι το τέλος επιτηδεύματος (στα 650 ευρώ). Υπό αυτά τα δεδομένα, το φετινό εκκαθαριστικό βγάζει ποσό εκκαθάρισης 2.666,8 ευρώ έναντι 11.591,5 ευρώ το 2017. Από τα 12.273 ευρώ που αποτελούν τη μείωση του φορολογητέου εισοδήματος του επαγγελματία, τα 8.924 ευρώ συνιστούν συρρίκνωση των φορολογικών επιβαρύνσεων.
Το «κέρδος» για τον επαγγελματία από τη συρρίκνωση της φορολογητέας ύλης δεν περιορίζεται στον φόρο, αλλά επεκτείνεται και στις ασφαλιστικές εισφορές. Προς το παρόν, οι επιτηδευματίες πληρώνουν για φέτος «προκαταβολή» εισφορών, η οποία υπολογίζεται με βάση τα κέρδη του 2016. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης των φορολογικών δηλώσεων, είναι πλέον διαθέσιμα και τα κέρδη του 2017 τα οποία και πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να γίνει η τελική εκκαθάριση και των εισφορών. Αν η εκκαθάριση γίνει στο τέλος του χρόνου, ο επαγγελματίας θα έχει βρεθεί να προκαταβάλει 13.600 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές, αλλά να του αναλογούν τελικώς όχι περισσότερα από 9.050 ευρώ. Εκτός από τη μείωση των δηλωθέντων κερδών, επιτηδευματίες ακολούθησαν και άλλες πρακτικές το 2017 για να συμπιέσουν τον φόρο. Μία από αυτές ήταν το «σπάσιμο» των κερδών σε δύο ΑΦΜ.
Η συγκεκριμένη «πρακτική» αποδεικνύεται αποτελεσματική στην πράξη από τη στιγμή που το υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε να εγκαταλείψει για τους επιτηδευματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες τη λογική του ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή (σ.σ.: μέχρι και το 2016 τα κέρδη φορολογούνταν με 26% για εισοδήματα έως και 50.000 ευρώ) και να θεσπίσει κλίμακα με συντελεστές από 22% έως και 45% (ή έως και 55%, αν συνυπολογιστεί και η εισφορά αλληλεγγύης).
Αυτή η αλλαγή έχει προκαλέσει τα αντίθετα αποτελέσματα για το υπουργείο Οικονομικών, καθώς και η μεγάλη πλειονότητα των επαγγελματιών που δηλώνουν χαμηλά κέρδη της τάξεως των 7.000-8.000 ευρώ τον χρόνο ευνοήθηκε (σ.σ.: λόγω της μείωσης του πρώτου συντελεστή από το 26% στο 22%) και έδωσε τη δυνατότητα στους έχοντες υψηλότερα εισοδήματα να καταφύγουν σε πρακτικές όπως το «σπάσιμο» των εσόδων και των φορολογητέων κερδών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου