Οι ελληνικές επιχειρήσεις αναγκάζονται συχνά να καταφύγουν στον δανεισμό, είτε από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είτε από τρίτους (π.χ. μέσω έκδοσης ομολογιακών δανείων, κ.λπ.). Από φορολογικής πλευράς, το θέμα χρήζει προσοχής καθόσον η έκπτωση των δανειακών τόκων υπόκειται σε περιορισμούς και προϋποθέσεις.
της Τζένης Πάνου*

Μέγιστο επιτόκιο

Σύμφωνα με τον κώδικα φορολογίας εισοδήματος δεν εκπίπτουν φορολογικά τόκοι από δάνεια που λαμβάνει η επιχείρηση από τρίτους, κατά το μέτρο που υπερβαίνουν τους τόκους που θα προέκυπταν εάν το επιτόκιο ήταν ίσο με το επιτόκιο των δανείων αλληλόχρεων λογαριασμών προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (όπως αυτό αναφέρεται στο στατιστικό δελτίο οικονομικής συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδος) για την πλησιέστερη χρονική περίοδο πριν από την ημερομηνία δανεισμού. Από τον περιορισμό αυτό εξαιρούνται τα τραπεζικά και διατραπεζικά δάνεια, καθώς και τα ομολογιακά δάνεια που εκδίδουν ανώνυμες εταιρείες. Σε περίπτωση δανεισμού μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, η αξιολόγηση του ύψους του επιτοκίου (εάν δηλαδή αυτό είναι στο πλαίσιο της αγοράς, ώστε να τηρείται η λεγόμενη «αρχή των ίσων αποστάσεων») γίνεται με την εφαρμογή των ειδικών κανόνων που διέπουν τις ενδοομιλικές συναλλαγές και την αναλυτική τεκμηρίωσή τους.