Η απόφαση της κυβέρνησης να ενισχύσει με επιπλέον 330 εκατομμύρια ευρώ τον κλάδο της εστίασης, ενόψει του ανοίγματος των καταστημάτων πιθανώς έως τις αρχές Μαίου, είναι προφανώς προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά δεν δημιουργεί κύματα ενθουσιασμού στους ιδιοκτήτες των 34.000 καταστημάτων, που δικαιούνται την επιδότηση και επί πέντε μήνες είναι χωρίς δραστηριότητα.
Τα κριτήρια της επιδότησης
Πολλοί υποστηρίξουν ότι το νέο πακέτο θα έπρεπε να είναι περισσότερο γενναιόδωρο αφού θα επιδοτηθούν επιχειρήσεις που είχαν πτώση του τζίρου τους το 2020 πάνω από 30% σε σύγκριση με το 2019 και οι πόροι που θα δοθούν για τα πρώτα έξοδα (πχ αγορά πρώτων υλών) θα φθάνουν μόνον στο 7% του τζίρου.
Υπάρχει και η άλλη πλευρά που υποστηρίζει ότι οι 65.000 επιχειρήσεις της εστίασης, από τις 77.000 που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, έχουν ενισχυθεί συνολικά με περίπου ένα δισεκατομμύριο ευρώ μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής. Ταυτόχρονα χιλιάδες επιχειρήσεις έθεσαν το προσωπικό τους σε αναστολή και 260.000 εργαζόμενοι εισέπραξαν περίπου 720.000.000 ευρώ σε αποζημιώσεις που αναπλήρωναν τις αποδοχές τους. Για όλο αυτό το διάστημα επίσης οι επιχειρήσεις δεν κατέβαλλαν στους ιδιοκτήτες των καταστημάτων τους ενοίκια, υποχρέωση που ανέλαβε το κράτος.
Θα μπορούσε το “πακέτο” να είναι πιο γενναιόδωρο;
Θα μπορούσαν, ρεαλιστικά, να διατεθούν περισσότερα κεφάλαια για την ενίσχυση της εστίασης; Η απάντηση είναι καταφατική υπό μία προϋπόθεση: εφόσον οι ίδιες οι επιχειρήσεις είχαν δηλώσει τζίρους πιο κοντά στα πραγματικά τους έσοδα. Στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, που όλα γίνονται γνωστά με το πάτημα ενός κουμπιού, δεν είναι δυνατόν η φοροδιαφυγή να αποτελεί «εθνικό σπορ».
«Σωστά τα λες» είναι ο αντίλογος αλλά «αν δηλώσουμε όσα βγάζουμε και φορολογηθούμε» δεν θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε, γιατί τόσο η άμεση όσο και η έμμεση φορολογία είναι στα ύψη. Ταυτόχρονα δεν εκπίπτουν δαπάνες που είναι απαραίτητες για καταστήματα εστίασης (π.χ. δαπάνες για πρώτες ύλες που δεν καταναλώθηκαν και κατέληξαν στα σκουπίδια). Εδώ, η κυβέρνηση αναγνωρίζοντας, εμμέσως πλην σαφώς το πρόβλημα, παρατείνει την εφαρμογή του χαμηλότερου συντελεστή ΦΠΑ στον καφέ και στα μη αλκοολούχα μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2021.
Συνολικά όμως, ίσως λοιπόν η πανδημία να αποτελέσει μία πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε να ξεκινήσει ένας πανεθνικός διάλογος με τους άμεσα εμπλεκόμενους και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος.
Δεν χρειάζεται εν έτει 2021 να ανακαλύψουμε την Αμερική, αρκεί να δούμε τις ισχύει σε άλλες χώρες και να το προσαρμόσουμε στην ελληνική πραγματικότητα. Με στόχο τη βιώσιμη λειτουργία των επιχειρήσεων εστίασης, με την επιβράβευση των συνεπών και τίμιων φορολογουμένων και την παραδειγματική τιμωρία όσων δεν αποδίδουν τόσο το ΦΠΑ ή δεν πληρώνουν τους άμεσους φόρους που τους αναλογούν.
Νέο φορολογικό σύστημα – νέα κουλτούρα
«Δεν είναι δυνατόν», λέει παράγοντας της αγοράς, «να επιβάλλεται λουκέτο σε μεγάλους χώρους εστίασης για φοροδιαφυγή και την επόμενη ημέρα να λειτουργούν τον ίδιο χώρο με άλλο «ιδιοκτήτη» και νέο Αριθμό Φορολογικού Μητρώου». Είναι προφανές ότι σε αυτή την περίπτωση υπάρχει αγαστή και καθ’ όλα νόμιμη συνεργασία του ιδιωτικού τομέα ( ο λογιστής της επιχείρησης) με το δημόσιο (αρμόδια ΔΟΥ) για την έκδοση νέου ΑΦΜ, που ναι μεν δεν είναι παράνομο αλλά γίνεται με στόχο να αποφευχθεί το «λουκέτο» και τα τυχόν πρόστιμα που έχουν επιβληθεί.
Αν όμως καθιερωθεί ένα νέο φορολογικό σύστημα, που θα διαμορφώνει ξανά τους κανόνες του «παιγνιδιού», τότε ο ιδιώτης επιχειρηματίας θα αισθάνεται ότι το κράτος τον στηρίζει και δεν θα χρειάζεται να καταφεύγει σε τερτίπια για να αποφεύγει τις φορολογικές υποχρεώσεις του, αλλά κα το δημόσιο θα εισπράττει πολύ μεγαλύτερα έσοδα απ’ ότι σήμερα.
Και για να μην θεωρηθεί ότι στοχοποιούμε τον κλάδο της εστίασης, αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι από την ανάλυση των στοιχείων της χρήσης χρεωστικών καρτών έχουν προκύψει πολύτιμα στοιχεία για τις φορολογικές αρχές, και έχουν εντοπιστεί οι κλάδοι της οικονομίας που οι συναλλαγές είναι «κάτω από το τραπέζι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου