ΙΝΕ-ΓΣΕΕ: Μια εναλλακτική πρόταση για την ανάκαμψη της οικονομίας
Κ. Καλλωνιάτης*
A-A+
Ακολουθήστε μας στο Google news
Μέχρι σήμερα γνωρίζουμε την επίσημη κυβερνητική στρατηγική για την οικονομική ανάπτυξη η οποία βασίζεται στην ενίσχυση με κάθε τρόπο της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων (σύμφωνα με τις προτάσεις του ΣΕΒ και της έκθεσης Πισσαρίδη) ώστε τα όποια αναπτυξιακά οφέλη σταδιακά να διαχυθούν αργότερα στην υπόλοιπη κοινωνία (trickle down effect ή της «από πάνω προς τα κάτω» επίδρασης), όπως και την αντιπρόταση του κόσμου της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας (ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, που στηρίζονται από την αντιπολίτευση) για τη στήριξη των πολλών μικρών επιχειρήσεων οι οποίες κινδυνεύουν να κλείσουν διογκώνοντας την ανεργία.
Και στις δυο αυτές πολιτικές, ωστόσο, το κόστος πληρώνει η μισθωτή εργασία, όπως υποδηλώνει και το αντεργατικό νομοσχέδιο καθολικής ελαστικοποίησης και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων που φέρνει στη Βουλή η κυβέρνηση (βλ. ατομικές συμβάσεις εργασίας, διευθέτηση χρόνου εργασίας και ουσιαστικό ξεχείλωμα ωραρίου με μειωμένη αμοιβή υπερωριών, απελευθέρωση απολύσεων, περιορισμός της ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης, ποινικοποίηση απεργιών), την ίδια ώρα που δεν επιτυγχάνεται μια ουσιαστική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου σύμφωνα με τις επιταγές της βιώσιμης, δίκαιης και πράσινης ανάπτυξης την οποία έχει προτάξει η Ε.Ε.
Γιατί σε μια περίοδο που η κλιματική αλλαγή απειλεί την ανθρώπινη ύπαρξη, η όποια οικονομική ανάπτυξη επιδιώκεται δεν μπορεί να στηριχθεί στην απλή μεγιστοποίηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Πολύ περισσότερο όταν αυτές έχουν δομηθεί σε ένα ενεργοβόρο μοντέλο καύσης υδρογονανθράκων το οποίο πρέπει να εξαλειφθεί εντός δεκαετίας και όταν η υπερεκμετάλλευση της εργασίας τις περασμένες δεκαετίες νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, η πολιτική της «από πάνω προς τα κάτω» επίδρασης διαψεύστηκε παταγωδώς οδηγώντας σε κοινωνικές εκρήξεις.
Στο πλαίσιο αυτό και δεδομένου ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη προωθείται η μείωση ωρών απασχόλησης χωρίς μείωση μισθών, τα κράτη παρεμβαίνουν προστατευτικά υπέρ των εργαζομένων για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας, η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους αναδεικνύεται σε πυλώνα της κοινωνικής συνοχής και η Ε.Ε. προτείνει τη θεσμοθέτηση ενός αξιοπρεπούς κατώτατου μισθού διαβίωσης, το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ προτείνει μια εναλλακτική στρατηγική εξόδου από την κρίση, με άξονα την ενίσχυση της εργασίας ως καταλύτη για την απολύτως απαραίτητη αναδιάρθρωση του προβληματικού επιχειρηματικού τοπίου στη χώρα μας.
Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι η συνεχής πολιτική υποτίμησης της εργασίας (λιτότητα) έχει αποτύχει να οδηγήσει στην παραγωγική αναδιάρθρωση συντηρώντας ανορθολογικές και μη βιώσιμες επιχειρηματικές δομές και προτείνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή τη βελτίωση των εργασιακών σχέσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού σε αξιοπρεπή επίπεδα.
Δεδομένου ότι περίπου το 30% των ελληνικών επιχειρήσεων αποτελεί «επιχειρηματικότητα ανάγκης» (δηλαδή επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν περιστασιακά για εξασφάλιση ενός μεροκάματου) και άρα είναι λειτουργικά μη βιώσιμες σε περίοδο κρίσης, το ΙΝΕ θεωρεί ότι πολύ δύσκολα θα αποφύγουμε τα επιχειρηματικά λουκέτα και την αύξηση της ανεργίας και γι’ αυτό κρίνει απαραίτητη: (α) την παρέμβαση του δημόσιου τομέα με ισχυρά προγράμματα εγγυημένης απασχόλησης, (β) την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, (γ) τη θεσμοθέτηση κανόνων για την τηλεργασία και (δ) την αύξηση του κατώτατου μισθού σε επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης (750 ευρώ άμεσα και ακολούθως με διαπραγματεύσεις στα 809 ευρώ, με κριτήριο το 60% του διάμεσου μισθού που προτείνει η Ε.Ε.) προκειμένου να ενισχυθούν η εσωτερική ζήτηση, η οικονομική ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ, αποτελεσματική αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική πρέπει να θεωρείται όχι αυτή που ενισχύει τη συνολική δαπάνη όταν καταρρέει η ζήτηση του ιδιωτικού τομέα, αλλά αυτή που στοχεύει στη βελτίωση του εισοδήματος και της απασχόλησης των ατόμων που βρίσκονται στο κάτω μέρος της κατανομής του εισοδήματος ή είναι αποκλεισμένοι από την αγορά εργασίας. Με άλλα λόγια, η δημοσιονομική πολιτική δεν θα πρέπει να ενισχύει τον επιχειρηματικό τομέα υποθέτοντας τη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά να δημιουργεί θέσεις εργασίας για όλους όσους επιθυμούν και είναι ικανοί να εργαστούν.
Ετσι, με την αύξηση του κατώτατου μισθού και τα προγράμματα εγγυημένης απασχόλησης με αποδοχές κατώτατου μισθού, το ΙΝΕ προτείνει μια δημοσιονομική πολιτική από τα «κάτω προς τα πάνω», που είναι μια πολιτική άμεσης δημιουργίας θέσεων εργασίας και η οποία διασφαλίζει την ανάκαμψη της οικονομίας με αύξηση της απασχόλησης, αφού η αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων καλύπτει βασικές ανάγκες που εν πολλοίς αφορούν την εγχώρια παραγωγή.
Τώρα, όσον αφορά αυτά που λέγονται ότι είναι αδύνατη η αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2021-22 λόγω ύφεσης στην οικονομία, αρνητικού πληθωρισμού, αύξησης της ανεργίας και κάμψης της ανταγωνιστικότητας, πρέπει να πούμε τα εξής:
■ το 2020 ήταν έκτακτο έτος και δεν λαμβάνεται υπόψη, πολύ περισσότερο που ο κατώτατος δεν έχει μεταβληθεί από τον Φεβρουάριο του 2019
■ για το 2021-22 (οπότε προτείνεται και η αύξηση του κατώτατου μισθού) οι τελευταίες εαρινές προβλέψεις της Ε.Ε. για την Ελλάδα μιλούν για μέση ετήσια αύξηση 5% του ΑΕΠ, 0,2% του πληθωρισμού, 0,5% της απασχόλησης, ελαφρά μείωση της ανεργίας και σταδιακή μείωση των δίδυμων ελλειμμάτων και του χρέους, ενώ για την ανταγωνιστικότητα με βάση το σχετικό μοναδιαίο κόστος εργασίας σημειώνεται πως στην Ελλάδα το α’ 3μηνο 2021 καταγράφεται αύξηση ανταγωνιστικότητας 16% (σε σχέση με το 2010), που είναι η 3η καλύτερη επίδοση στην Ε.Ε.-27 και σε αντίθεση με την Ε.Ε. συνολικά όπου σημειώνεται κάμψη 4,1% (Eurostat).
Συνεπώς, παρά την αλλαγή φιλοσοφίας που προτείνει το ΙΝΕ μαζί με την Κομισιόν για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού (επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης), ακόμη και με την παραδοσιακή μέθοδο μακροοικονομικής αξιολόγησής του, ο κατώτατος πρέπει να αυξηθεί κι όχι να μείνει στάσιμος το 2021-22.
* Οικονομολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου