Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ «Πνίγονται» στα χρέη οι ευρωπαϊκές χώρες - Μονόδρομος η συνολική αναδιάρθρωση - Πώς σώθηκε η Γερμανία με τη διάσκεψη του 1953

ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

«Πνίγονται» στα χρέη οι ευρωπαϊκές χώρες - Μονόδρομος η συνολική αναδιάρθρωση - Πώς σώθηκε η Γερμανία με τη διάσκεψη του 1953

ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΣΑΒΒΙΔΗ
hsav@pegasos.gr
Ο νέος υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας, Γιάνης Βαρουφάκης, ξεκινά μια πρώτη περιοδεία σε μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Σε Λονδίνο, Παρίσι και Ρώμη θα παρουσιάσει τις θέσεις της νέας κυβέρνησης της Ελλάδας, αναζητώντας συμμαχίες.
Κάποια επίσκεψη στο Βερολίνο δεν έχει ανακοινωθεί, οπότε λογικά αυτό προκύπτει ως το «αντίπαλο στρατόπεδο». Όπως είπε, όμως, ο κ. Βαρουφάκης, δεν πρόκειται για μια αντιπαράθεση στην Άγρια Δύση. Το αποδεικνύει, άλλωστε, η επίσκεψη Σουλτς στην Αθήνα και η συμφωνία που φάνηκε να υπάρχει μεταξύ των δύο πλευρών στο θέμα του τερματισμού της λιτότητας.
Η καγκελάριος Μέρκελ φαίνεται να διαφωνεί σε αυτό, αλλά η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας δείχνει να έχει ακόμα και Γερμανούς συμμάχους. Για να «ανασάνουν» οι προϋπολογισμοί, είναι απαραίτητο να ελαφρυνθεί η εξυπηρέτηση των υψηλών χρεών που έχουν συσσωρευτεί. Στην κατεύθυνση αυτή λειτουργεί η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αγοράσει κρατικά ομόλογα. Και σε αυτό υπήρχε διαφωνία από τη γερμανική πλευρά, αλλά τελικά ξεπεράστηκε. Ένα δεύτερο βήμα προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσε να είναι μια πανευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος των κρατών της Ευρώπης, όπου το πρόβλημα θα αντιμετωπιστεί οριστικά.
«Πνίγονται» στα χρέη οι ευρωπαϊκές χώρες - Μονόδρομος η συνολική αναδιάρθρωση - Πώς σώθηκε η Γερμανία με τη διάσκεψη του 1953
Η πρόταση για πανευρωπαϊκή διάσκεψη όπου θα συζητηθεί το πρόβλημα του δημόσιο χρέους συνδέεται άμεσα με τη συζήτηση περί εγκατάλειψης των πολιτικών λιτότητας. Υπό τις σημερινές συνθήκες τα κράτη-μέλη έχουν ελάχιστα περιθώρια να στηρίξουν τις οικονομίες (συνήθως παίρνουν μέτρα που πλήττουν τη ζήτηση) ενώ η προοπτική πολυετούς λιτότητας «τρομάζει» τους καταναλωτές και αποθαρρύνει τις επενδύσεις.
Εάν το χρέος των οικονομιών της Ευρωζώνης μειωνόταν ουσιαστικά, στα επίπεδα που θεωρούνται βιώσιμα, το κόστος εξυπηρέτησης θα μειωνόταν σε χαμηλά επίπεδα χωρίς να απαιτείται η παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας. Χωρίς, δηλαδή, να χρειάζεται μια τόσο υπερβολική «χαλάρωση» στη νομισματική πολιτική, που δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ, καθώς δεν επιτρέπει στις αγορές να λειτουργήσουν ελεύθερα και τροφοδοτεί «φούσκες». Μια άποψη με την οποία συμφωνούν πολλοί στο Βερολίνο...
Γερμανοί τη δεκαετία του '20 ανταλλάσσουν φαγητό έναντι εισιτηρίων για το τσίρκο. Οι βαριές πολεμικές αποζημιώσεις προκάλεσαν υπερπληθωρισμό και έφεραν τον Χίτλερ στην εξουσία. Οι σύμμαχοι έλαβαν το μ
Γερμανοί τη δεκαετία του '20 ανταλλάσσουν φαγητό έναντι εισιτηρίων για το τσίρκο. Οι βαριές πολεμικές αποζημιώσεις προκάλεσαν υπερπληθωρισμό και έφεραν τον Χίτλερ στην εξουσία. Οι σύμμαχοι έλαβαν το μάθημα και μετά τον Β' Πόλεμο προχώρησαν σε «κούρεμα» των γερμανικών οφειλών.
Απαλλαγμένα από το κόστος εξυπηρέτησης του υπέρογκου χρέους, τα κράτη της Ευρωζώνης θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ανάκαμψη μέσω αύξησης των δημοσίων δαπανών, πρωτίστως για επενδύσεις σε υποδομές. Με τη λιτότητα να μην αποτελεί πλέον τη μόνη βεβαιότητα για το εγγύς μέλλον σε πολλά κράτη, οι ιδιώτες θα? ξεθαρρέψουν, καταναλώνοντας περισσότερο και άρα προσελκύοντας αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Ένα τέτοιο σχέδιο θα μπορούσε να βγάλει την Ευρωζώνη οριστικά από τη δημοσιονομική κρίση αλλά σίγουρα απαιτεί μια πρωτοφανή απόφαση από τα κράτη-μέλη, πρωτίστως εκείνα που αντιμετωπίζουν μικρότερο πρόβλημα και θα έχουν λιγότερα κέρδη. Λογικό είναι να υπάρχει καχυποψία και αυτή μπορεί μόνο να ξεπεραστεί μέσω σαφέστερων κανόνων και θεσμών. Κυρίως, όμως, μπορεί να ξεπεραστεί εφόσον το όλο σχέδιο μετατραπεί σε σημαντικό βήμα στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ευρω-ομόλογα
Στο πλαίσιο της συμφωνίας που θα προκύψει και του σχεδίου για την ανάκαμψη των οικονομιών είναι καλή ευκαιρία να αξιοποιηθεί η ιδέα για τα ευρω-ομόλογα. Για την ανάληψη, δηλαδή, κοινού χρέους από τα κράτη-μέλη. Ήδη στην απόφαση της ΕΚΤ να αγοράσει κρατικά ομόλογα προβλέπεται ότι το 12% θα αφορά τίτλος που εκδίδουν κοινοτικά όργανα (Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης κ.λπ.).
«Πνίγονται» στα χρέη οι ευρωπαϊκές χώρες - Μονόδρομος η συνολική αναδιάρθρωση - Πώς σώθηκε η Γερμανία με τη διάσκεψη του 1953
Στη συζήτηση που έγινε στη Φρανκφούρτη αναδείχθηκαν οι δυσκολίες που προκύπτουν στο ζήτημα της αμοιβαιοποίησης του χρέους. Τελικά έγινε δεκτό τα κράτη να μοιραστούν μόνο το 20% του ρίσκου που θα προκύψει από τις αγορές της ΕΚΤ. Πολλοί αναλυτές, όμως, επισημαίνουν ότι και το υπόλοιπο 80% του κινδύνου που αναλαμβάνει κάθε κράτος χωριστά, επηρεάζει άμεσα και τα υπόλοιπα, με τα οποία συνδέεται μέσω του Ευρωσυστήματος.
Η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος έχει πλέον συνδέσει άρρηκτα τις οικονομίες και η πραγματικότητα αυτή αναδείχθηκε από τη δημοσιονομική κρίση. Η γερμανική πλευρά επέμεινε από την αρχή στη δημιουργία κανόνων και θεσμών για τη συλλογική λειτουργία. Προς αυτή την κατεύθυνση έγιναν ήδη πολλά βήματα, ενώ ελάχιστα έγιναν προς την κατεύθυνση της κοινής παρέμβασης για τόνωση των οικονομιών.
Αυτών, δηλαδή, που υποσχόταν ο Πρόεδρος Ολάντ όταν εξελέγη το 2012, αλλά ακόμα δεν έχουν συμβεί. Η ανάδειξη της νέας κυβέρνησης στην Ελλάδα επαναφέρει τη συζήτηση, αφού μάλιστα έχουν υλοποιηθεί τα περισσότερα από αυτά που τότε ζητούσε η Γερμανία (Δημοσιονομικό Σύμφωνο, τραπεζική ενοποίηση). Θέτει, επίσης, ένα ξεκάθαρο δίλημμα στους εταίρους: Είτε να δεχθούν την αλλαγή πολιτικής στην Ελλάδα, δημιουργώντας παράδειγμα για τους πολίτες άλλων κρατών-μελών (λ.χ. Ισπανία, Ιταλία, Ιρλανδία) να ακολουθήσουν αντίστοιχο δρόμο, είτε να διακινδυνεύσουν την ακεραιότητα της Ευρωζώνης, δημιουργώντας ένα τραγικό προηγούμενο για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη και ενδεχομένως υπονομεύοντας θανάσιμα την ύπαρξή της.
Διέξοδο από αυτό το δίλημμα προσφέρει ο δρόμος μιας συνολικής λύσης για το πρόβλημα χρέους στην Ευρωζώνη. Ένας δρόμος που βρίσκεται στην κατεύθυνση που υποστηρίζει σταθερά το Βερολίνο, της περαιτέρω εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ζητούμενο, άλλωστε, είναι η στροφή στις ακολουθούμενες πολιτικές να μην προκύψει ως αποτέλεσμα κάποιας σύγκρουσης αλλά ως κοινή διαπίστωση ότι ο δρόμος που ακολουθείται είναι λανθασμένος και πρέπει να αλλάξει.
Η διάσκεψη του 1953
Η συμφωνία του Λονδίνου για τη Γε ρμανία
Ιστορικό παράδειγμα διαγραφής χρέους ενός κράτους από μεγάλη ομάδα άλλων κρατών αποτελεί η διευθέτηση των χρεών που συσσώρευσε η Γερμανία στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους.
Η αδυναμία εξυπηρέτησης του υπέρογκου χρέους που συσσωρεύτηκε στη Γερμανία μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919, υπήρξε από τις βασικές αιτίες οικονομικής καταστροφής της γερμανικής οικονομίας, τη δεκαετία του '20, και ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, στη συνέχεια.
Μετά τον δεύτερο Πόλεμο η κυβέρνηση Αντενάουερ έκρινε σκόπιμο να επαναλάβει την εξυπηρέτηση του χρέους, που είχε παγώσει ο Χίτλερ.
Το συνολικό ποσό ήταν 16 δισεκατομμύρια μάρκα και οφειλόταν σε τράπεζες των Συμμάχων, που δάνειζαν τη Γερμανία να αποπληρώνει τις πολεμικές αποζημιώσεις, όσο τις εξυπηρετούσε. Επιπλέον 16 δισ. μάρκα χορηγήθηκαν από τις ΗΠΑ ως δάνεια για τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση.
Διάσκεψη
Το 1953 έγινε στο Λονδίνο διεθνής διάσκεψη για το γερμανικό χρέος, με τη συμμετοχή των περισσότερων κρατών της Δυτικής Ευρώπης (και της Ελλάδας), των ΗΠΑ, του Καναδά, του Ιράν και της Ν. Αφρικής.
Τα κράτη του ανατολικού μπλοκ δεν συμμετείχαν με την εξαίρεση της Γιουγκοσλαβίας.
Οι διαπραγματεύσεις εξελίχθηκαν από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τις 8 Αυγούστου.
Τότε ανακοινώθηκε η Συμφωνία Χρέους του Λονδίνου, που προέβλεπε «κούρεμα» 50%, με το εναπομείναν χρέος (περίπου στα 15 δισ. μάρκα) να αποπληρώνεται σε ορίζοντα 30ετίας.
Προβλεπόταν ειδική ρήτρα για πάγωμα των πληρωμών σε περίπτωση που η Γερμανία αντιμετώπιζε εμπορικό έλλειμμα, ενώ συμφωνήθηκε ότι οι δόσεις που θα καταβάλλονται δεν μπορεί να υπερβαίνουν το 3% των εξαγωγών.
Κάτι που προσέφερε ισχυρό κίνητρο στους δανειστές της Γερμανίας να εισάγουν γερμανικά προϊόντα στο πλαίσιο των δικών τους προσπαθειών ανοικοδόμησης.
Κατοχικό δάνειο
Η Συμφωνία του Λονδίνου αποτελεί και επιχείρημα της γερμανικής πλευράς στη συζήτηση για την εξόφληση των οφειλών προς την Ελλάδα από το κατοχικό δάνειο. Ήταν δάνειο 476 εκατ. μάρκων του Ράιχ που επιβλήθηκε από αυτό στην Ελλάδα.
Το ποσό εκτιμάται ότι αντιστοιχεί σε πάνω από 12 δισ. σημερινά ευρώ, ενώ αν υπολογισθεί και η καταβολή τόκου 3% το ποσό εκτοξεύεται στα 85 δισ. ευρώ.
Στον βαθμό, όμως, που αυτό θεωρηθεί ότι υπόκειται στη Συμφωνία του Λονδίνου, τότε το επιτόκιο είναι μηδενικό και μεγάλο μέρος του χρέους έχει «κουρευτεί». Εφόσον μάλιστα αναγνωριστεί ως πολεμική απώλεια, τότε διαγράφεται συνολικά.
Μάρτιος 1989
Το σχέδιο Μπράντι
Η κρίση χρέους των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών (LDC) τη δεκαετία του '80 είχε κοινά χαρακτηριστικά με την κρίση στην Ευρωζώνη. Προέκυψε από οικονομικά προβλήματα που προκάλεσε η υιοθέτηση πολιτικών σκληρής λιτότητας και νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, τα οποία σύντομα πυροδότησαν κοινωνικά προβλήματα και πολιτική κρίση. Είχε, επίσης, επίκεντρο τις τράπεζες, οι οποίες επλήγησαν και επί χρόνια στερούσαν από την οικονομία ρευστότητα για να καλύψουν τις «τρύπες» στους ισολογισμούς τους. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 1989 το σχέδιο Μπράντι (από το όνομα του τότε υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ).
Καθώς αφετηρία της κρίσης υπήρξε το Μεξικό (που είχε κηρύξει στάση πληρωμών το 1982), σε αυτό επικεντρώθηκε το πρώτο «κούρεμα». Στην εμπειρία που προέκυψε βασίστηκαν τα σχέδια αναδιάρθρωσης χρέους για αρκετά κράτη τα επόμενα χρόνια. Ένα από αυτά ήταν και η Πολωνία, που το 1991 έλαβε από το κλαμπ του Παρισιού (των μεγαλύτερων δανειστών, με πρόεδρο τότε τον Ζαν Κλοντ Τρισέ) «κούρεμα» 50%. Η εφαρμογή αρκετών από αυτά τα σχέδια ήταν πετυχημένη. Σύντομα οι οικονομίες επέστρεψαν σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης και προσέλκυσαν ξένα κεφάλαια με σχετικά χαμηλό κόστος. Σε αρκετές περιπτώσεις, όμως, η αναδιάρθρωση του χρέους χορηγήθηκε υπό την προϋπόθεση της υπαγωγής σε πρόγραμμα του ΔΝΤ.
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνέχισαν έτσι να επιβάλλονται, προκαλώντας νέες κρίσεις χρέους αλλά και κοινωνικές αντιδράσεις, που τη δεκαετία του 2000 ανέδειξαν σε πολλά κράτη της Λατινικής Αμερικής αριστερές κυβερνήσεις.

ΜΕΤΑΘΕΣΗ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ;

Οι επιλογές για το χρέος

Οι Γερμανοί στη διοίκηση της ΕΚΤ, Γενς Βάιντμαν και Σαμπίνε Λάουτενσλάγκερ, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τις αγορές κρατικών ομολόγων από την Τράπεζα.
Οι Γερμανοί στη διοίκηση της ΕΚΤ, Γενς Βάιντμαν και Σαμπίνε Λάουτενσλάγκερ, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τις αγορές κρατικών ομολόγων από την Τράπεζα.
Το ότι το επίπεδο του δημόσιου χρέους σε πολλά κράτη-μέλη της Ευρωζώνης είναι υψηλό δεν αποτελεί μυστικό. Κατά μέσο όρο το δημόσιο χρέος αντιστοιχούσε στα τέλη του καλοκαιριού με το 94,3% του ΑΕΠ που παρήγαγαν οι οικονομίες τους. Από τις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης το χρέος δεν υπερβαίνει το 95% μόνο στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ολλανδία και τη Φινλανδία -εξ ου προκύπτει και η σύνθεση του εικαζόμενου ως αντίπαλου «στρατοπέδου».
Το επίπεδο που αναφέρεται στις Συνθήκες και θεωρείται αποδεκτό για να αναπτύσσεται φυσιολογικά μια οικονομία είναι το 60% -περίπου όπως για τον πληθωρισμό έχει κριθεί επιθυμητό να κινείται λίγο κάτω από το 2%. Όσο το επίπεδο του χρέους πλησιάζει ή ξεπερνά το 100%, τόσο λιγότερο πιθανό θεωρείται τελικά να εξυπηρετηθεί. Αυτό βέβαια εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κόστος εξυπηρέτησής του -άλλο είναι να εξυπηρετείται το 70% του ΑΕΠ με επιτόκιο 6% και άλλο το 100% με επιτόκιο 3%.
Εξαρτάται, επίσης, από το εάν αφορά δανεισμό στο νόμισμα του κράτους ή σε συνάλλαγμα. Το πρώτο μπορεί τελικά να εξασφαλιστεί διά του πιεστηρίου, ενώ το δεύτερο πρέπει να προσελκυστεί με κόστος που ορίζουν άλλοι. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες μία οικονομία μπορεί να εξυπηρετεί το χρέος της τυπώνοντας: Η Ιαπωνία, για παράδειγμα, έχει δημόσιο χρέος υπερδιπλάσιο(!) του ΑΕΠ αλλά κόστος δεκαετούς δανεισμού μόλις 0,25%.
ΕΚΤ
Η περίπτωση της Ευρωζώνης είναι ιδιαίτερη, καθώς αποτελείται από πολλά και διαφορετικά κράτη. Η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αγοράσει κρατικά ομόλογα στοχεύει ακριβώς στο να μειώσει το κόστος εξυπηρέτησης του υψηλού δημόσιου χρέους. Η κεντρική τράπεζα προσφέρει στα κράτη λίγο χώρο για να «αναπνεύσουν» δημοσιονομικά και να επιτρέψουν στις οικονομίες να ανακάμψουν. Δεν πρόκειται για μια οριστική λύση του προβλήματος -απλά για μετάθεσή του στο μέλλον, αφού το επίπεδο χρέους θα παραμένει υψηλό.
Η ελπίδα είναι ότι οι οικονομίες θα αναπτυχθούν χωρίς να δημιουργούν νέα χρέη, οπότε σταδιακά το χρέος θα αντιστοιχεί σε όλο και μικρότερο μερίδιο του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος, όμως, των περισσότερων οικονομιών βρίσκεται ήδη σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο και οι προβλέψεις δεν μιλάνε για ανάκαμψη των οικονομιών τόσο ισχυρή ώστε το ποσοστό να υποχωρήσει ραγδαία. Το πιθανότερο είναι ότι σε οικονομίες όπως η ιταλική, όπου το χρέος υπερβαίνει το 130% του ΑΕΠ, η δημοσιονομική κατάσταση θα συνεχίζει να «στοιχειώνει» την ανάπτυξη για αρκετά χρόνια.
Για να… καθαρίσει ο ουρανός δεν αρκεί η μετάθεση του προβλήματος στο μέλλον -χρειάζεται επιπλέον δραστική μείωση του βάρους του χρέους και σύνδεση της εξυπηρέτησης όσου μείνει με την πορεία των οικονομιών. Να υπάρχουν, δηλαδή, ρήτρες που θα προβλέπουν «πάγωμα» καταβολής τοκοχρεολυσίων εφόσον το ΑΕΠ δεν αυξάνεται τουλάχιστον με κάποιο ρυθμό ή εφόσον υπάρχει μεγάλο εμπορικό έλλειμμα ή εάν απειλείται η κοινωνική συνοχή (αύξηση δεικτών ανισοτήτων, ανεργίας και φτώχειας). Μια λιγότερο γενναιόδωρη λύση θα μπορούσε να είναι να συνδεθεί με τα παραπάνω μεγέθη το ύψος των επιτοκίων εξυπηρέτησης του χρέους που θα απομείνει.

ΕΥΡΩΖΩΝΗ

Μακρόν: Ο γερμανικός δημοσιονομικός «φετιχισμός» και η γαλλική αδράνεια εμποδίζουν την ανάπτυξη

Μακρόν: Ο γερμανικός δημοσιονομικός «φετιχισμός» και η γαλλική αδράνεια εμποδίζουν την ανάπτυξη
Η Γαλλία και η Γερμανία πρέπει να συνεργασθούν στενότερα για να προωθήσουν την ανάπτυξη στην Ευρώπη, δήλωσε σήμερα ο γάλλος υπουργός Οικονομίας Εμανουέλ Μακρόν, προειδοποιώντας για τον διπλό κίνδυνο από τον γερμανικό δημοσιονομικό "φετιχισμό" και τη γαλλική αδράνεια.
Ο Μακρόν δήλωσε επίσης ότι το ευρωπαϊκό επενδυτικό σχέδιο των 315 δισεκ. ευρώ, που παρουσιάσθηκε από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, θα έπρεπε να είναι περισσότερο φιλόδοξο. Πρόσθεσε πως θα έπρεπε να περιλαμβάνει την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους, μια ιδέα που υποστηρίζεται από καιρό από τη Γαλλία, αλλά απορρίπτεται από τη Γερμανία.
Μιλώντας μία ημέρα πριν από τη συνάντηση της γερμανίδας καγκελαρίου Άγγελας Μέρκελ με τον γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ στο Στρασβούργο, ο Μακρόν δήλωσε πως μια μεγαλύτερη σύγκλιση των δύο μεγαλύτερων οικονομιών της ευρωζώνης έχει ουσιαστική σημασία για να επιστρέψει η ένωση στην ανάπτυξη.
"Η Ευρώπη δεν θα ανακάμψει αν δεν υπάρξει μεγαλύτερη γαλλο-γερμανική σύγκλιση. Αυτή η σύγκλιση περνάει από μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία και από την επανεξέταση στη Γερμανία της δημοσιονομικής και επενδυτικής πολιτικής της", δήλωσε ο Μακρόν προς τους δημοσιογράφους.
"Ο κίνδυνος στη Γαλλία είναι η αδράνεια, επειδή στη Γαλλία ζουν καλά όσοι είναι αρκετά τυχεροί ώστε να είναι καλά τακτοποιημένοι", δήλωσε ακόμη προσθέτοντας πως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης πρέπει να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις.
"Ο γερμανικός κίνδυνος είναι μια νέα μορφή συντηρητισμού, την οποία αποτελεί ο φετιχισμός του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, η γοητεία που ασκεί η μείωση του χρέους, που αποτελεί επίσης σύμπτωμα μιας γηράσκουσας χώρας".


Δεν υπάρχουν σχόλια: