Διαχειριστικός Έλεγχος της σκοπιμότητας και της χρηστής διοίκησης που ασκείται από το ΔΣ ως δικαίωμα των μετόχων που εκπροσωπούν το 20% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου
Η μετοχική σύνθεση μιας ανώνυμης εταιρείας είναι μια διελκυστίνδα σύγκρουσης αντιτιθέμενων συμφερόντων. Πολλές φορές, η εταιρική μειοψηφία θεωρείται ότι θίγεται από τις πράξεις του ΔΣ μιας ΑΕ, που η πλειοψηφία έχει ορίσει. Πώς θα προστατευτεί από πράξεις του ΔΣ που θεωρούν ότι θίγουν το συμφέρον τους;
Με τις διατάξεις των άρθρων 40 επ. κ.ν. 2190/1920 παρέχεται η δυνατότητα σε ορισμένα πρόσωπα και υπό ορισμένες προϋποθέσεις να ζητούν από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας τη διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου ανώνυμης εταιρίας (έκτακτου, σε αντιδιαστολή με τον τακτικό έλεγχο των διατάξεων των άρθρων 36 επ. του ιδίου νόμου).
Ο έλεγχος, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 40 κ.ν. 2190/1920 και χαρακτηρίζεται έκτακτος ή διαχειριστικός, είναι μορφή ιδιότυπης πραγματογνωμοσύνης (βλ. Λ. Γεωργακόπουλο, Το Δίκαιο των Εταιριών, 1974, σελ. 330).
Ο ως άνω έκτακτος ή διαχειριστικός έλεγχος διαφέρει από τον τακτικό ως προς το χρόνο διεξαγωγής του, αφού ο τελευταίος είναι μόνιμος και περιοδικός, ενώ ο διαχειριστικός είναι έκτακτος και για τη διενέργειά του χρειάζεται η συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων: ως προς το πρόσωπο που ενεργεί τον έλεγχο, αφού ο μεν τακτικός ενεργείται από όργανα που διορίζει η Γ.Σ. της εταιρίας, αντιθέτως ο έκτακτος ενεργείται από πρόσωπα (ελεγκτές) που διορίζει το δικαστήριο, ως προς το αντικείμενο, αφού ο μεν τακτικός έλεγχος έχει ως αντικείμενο τη λογιστική και διαχειριστική κατάσταση της εταιρίας, αντιθέτως ο έκτακτος έλεγχος έχει ως αντικείμενο, κατά κανόνα, συγκεκριμένες πράξεις διαχειρίσεως και ως προς το σκοπό, αφού με τον έκτακτο έλεγχο επιδιώκεται, κατά κύριο λόγο, η προστασία των συμφερόντων των ενδιαφερομένων προσώπων και ιδιαίτερα της μειοψηφίας των μετόχων, η οποία επιτυγχάνεται ιδίως με τη συλλογή του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού για τη θεμελίωση τυχόν αξιώσεως αποζημιώσεως κατά των μελών του Δ.Σ. της εταιρίας ή κατ’ άλλων υπευθύνων, ή η επίκριση του Δ.Σ. και η διαφώτιση της Γ.Σ.
Προϋπόθεση ασκήσεως του δικαιώματος ελέγχου από τη «μεγάλη» μειοψηφία (1/5 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου) δεν είναι μόνο έλεγχος νομιμότητας (χρηστότητας), ήτοι δεν περιορίζεται μόνο στην εξακρίβωση παραβάσεων (σχετικώς προς τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων) των διατάξεων των νόμων ή του καταστατικού ή αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως της ανωνύμου εταιρίας, όπως είναι η απόκρυψη κερδών, οι λογιστικές παραλείψεις και αταξίες, αλλά είναι και έλεγχος σκοπιμότητας (συνέσεως), ήτοι επεκτείνεται στην εξακρίβωση του εάν οι διαχειριστικές πράξεις ωφελούν ή ζημιώνουν την εταιρία, δηλαδή εάν επαυξάνουν το ενεργητικό και τα κέρδη της ή όχι (βλ. ΑΠ 289/1999 Δ 2000.319, ΑΠ 578/1979 ΝοΒ 1979.1607, ΕφΑθ 763/1999 ΕλλΔνη 1999.1154, ΕφΠειρ 1329/1997 ΔΕΕ 1998.473, Β. Αντωνόπουλο, Δίκαιο ΑΕ και ΕΠΕ, β` έκδ., σελ. 344 επ, Νισυραίο, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, (2002), άρθρο 40, σελ. 399 επ, Λ.Κοκκίνη, σε Ε. Περάκη, Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, ΙΙ, άρθρο 40, σελ. 1537, Κ. Παμπούκη, Ο έλεγχος της Ανώνυμης Εταιρίας, σελ. 15 και 104 επ.).
Σημειώνεται, δε, ότι η αξίωση για έκτακτο έλεγχο από τη «μεγάλη μειοψηφία» δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 40 §§ 1 και 2 κ.ν 2190/1920 (ΕφΑθ 2035/1996 ΕΕμπΔ 1996.755). Αδιάφορο είναι επίσης αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της από τους αιτούντες έγκρισης του ισολογισμού ή απαλλαγής του Δ.Σ. ή μη προβολής αντιρρήσεων σε Γ.Σ. Συνεπώς, ο έλεγχος σκοπιμότητας («συνέσεως») του άρθρου 40 § 3 κ.ν 2190/1920, περιλαμβάνει και τον έλεγχο νομιμότητας («χρηστότητα») που προβλέπεται στο άρθρο 40 § 1 και 2 κ.ν 2190/1920, παρέχοντας μείζονες ελεγκτικές δυνατότητες είτε σε σχέση με την έλλειψη χρονικών περιορισμών είτε αναφορικά με τις κατηγορίες διαχειριστικών πράξεων.
Ειδικότερα, η εταιρική διαχείριση ασκείται αντίθετα προς τους κανόνες της χρηστής διοίκησης, όταν ασκείται κατά παράβαση του κανόνα της επιμέλειας που επιδεικνύει ο συνετός επιχειρηματίας, όπως πλέον ορίζεται στο άρθρο 22α του κ.ν 2190/1920. Αναμφίβολη διαπίστωση αποτελεί ότι κάθε επιχειρηματικό εγχείρημα ενέχει εγγενώς το στοιχείο του κινδύνου, αλλά η διαχείριση και η ανάληψη του επιχειρηματικού κινδύνου πρέπει να πραγματοποιείται με ενέργειες που συνιστούν εύλογη επιχειρηματική κρίση. Κατά συνέπεια, ως μη χρηστές ή και μη συνετές πράξεις θεωρούνται λογιστικές παραλείψεις, αλόγιστες και άσκοπες δαπάνες και εν γένει κακοδιοίκηση που οδηγεί την εταιρία σε πτώχευση, σύμμειξη λογαριασμών περισσότερων εταιριών, μη σύγκληση Γ.Σ., μη σύνταξη ισολογισμών, μη ενημέρωση μετόχου από την εταιρική διοίκηση, αύξηση τραπεζικού δανεισμού, φορολογικές παραβάσεις, διενέργεια μη σκόπιμων αγορών και πωλήσεων, πράξεις που ωφελούν κατά κύριο λόγο τα μέλη της διοίκησης και όχι την εταιρία (βλ. Λ. Κόκκινη, ό.π, σελ. 1558).
Τέλος, η αίτηση μπορεί να στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας, αλλά και κατά των μελών της ελεγκτέας διοίκησης, τα οποία ομοδικούν (άρθρο 74 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως συνυποκείμενα με εκείνην (διοίκηση) στον έλεγχο και ευθυνόμενα είτε εκ της εντολής είτε εκ του αδικήματος (ΕφΑθ 145/2012 ο.π.).

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:

Δρ. Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης