Παροχή πληροφοριών για την χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας σε εποχιακά απασχολούμενους
Ενημέρωση: 31-05-2017 10:54
Με τις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945, ο οποίος αποτελεί το θεμελιώδες νομοθέτημα για την χορήγηση της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, ορίζεται το πεδίο εφαρμογή και ρυθμίζονται οι τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο, το χρόνο, τις αποδοχές και τις προϋποθέσεις χορήγησης της ετήσιας κανονικής άδειας των εργαζομένων. Το άρθρο 2 του ως άνω νόμου έθετε ως προϋπόθεση για τη γένεση αξίωσης εκ μέρους των εργαζομένων για τη χορήγηση ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές, τη συμπλήρωση 12 μηνών συνεχούς απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη. Η παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν.1346/1983 η οποία συμπληρώθηκε στην συνέχεια, δυνάμει του άρθρ.17 του Ν.2336/1995 (Φ.Ε.Κ. Α’189) ήρθε να τροποποιήσει τις παραγράφους 4 και 5 του Α.Ν.539/1945 παρέχοντας, μεταξύ άλλων διευκρινίσεις σχετικά με τους απασχολουμένους εποχιακά. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη όριζε μεταξύ άλλων ότι αν λήξει η εποχιακή απασχόληση προτού συμπληρωθεί δωδεκάμηνο στη σχέση εργασίας, οι ως άνω εργαζόμενοι δικαιούνταν από τον εργοδότη τους, κατά τη λήξη της εποχιακής τους απασχόλησης, αποδοχών αδείας δύο (2) ημερών κατά μήνα απασχόλησης, ανεξάρτητα από τυχόν οφειλόμενη σε αυτούς αποζημίωση για άλλο λόγο. Δηλαδή, ο νόμος έθετε και για τους εργαζόμενους σε εποχιακές επιχειρήσεις την ίδια προϋπόθεση (βασικός χρόνος απασχόλησης 12 μηνών συμπληρωμένων) που έθετε και για τους λοιπούς εργαζόμενους όσον αφορά τη γένεση αξίωσης χορήγησης ετήσιας άδειας με αποδοχές.
Με τη διάταξη του άρ. 6 του ν. 3144/2003 (Φ.Ε.Κ. Α’111) καθώς και αυτή του άρ.1 του Ν.3302/2004 (Φ.Ε.Κ. Α 267) εισήχθη μια σημαντική αναδιάρθρωση του δικαίου της ετήσιας κανονικής άδειας των εργαζομένων.
Συγκεκριμένα, με τις ανωτέρω συνδυαζόμενες ρυθμίσεις καταργήθηκε ο βασικός χρόνος αναμονής για τη θεμελίωση δικαιώματος λήψης κανονικής άδειας με αποδοχές. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004 (Φ.Ε.Κ. Α’ 267), που αντικατέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945 (Φ.Ε.Κ. Α’229), καθώς και την αρ. πρωτ. 3392/01-03-2005 εγκύκλιο του Υπουργού Απασχόλησης, κάθε μισθωτός ο οποίος συνδέεται με σύμβαση εξαρτημένης σχέσης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησης του σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση.
Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικά (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης άδειας υπολογίζεται βάσει ετήσιας αδείας 20 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργασίμων ημερών επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχούς απασχόλησης. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγήσει τμηματικά την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται όπως ανωτέρω. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες σε περίπτωση εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή μέχρι τις είκοσι δύο (22) ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος καθώς και τα επόμενα ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ.16 του αρ.3 του Ν.4504/1966, οι μισθωτοί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιονδήποτε εργοδότη δικαιούνται κατ’ έτος και επιδόματος αδείας ίσου προς το σύνολο των αποδοχών αδείας αναπαύσεως, υπό τον περιορισμό ότι το επίδομα αυτό δεν δύναται να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15νθημέρου για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και των 13 εργάσιμων ημερών για όσους μισθωτούς αμείβονται με ημερομίσθιο. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές αδείας του μισθωτού.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Α.Ν. 539/1945, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 15 του άρθρου 3 του Ν. 4504/1966, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει, με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004, καθώς και την αρ.πρ. 3321/1-3-2005 Εγκύκλιο επί του άρθρου αυτού, η κανονική άδεια θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξαντληθεί έως την 31η Δεκεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους ακόμη και εάν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο. Με τη λήξη του ημερολογιακού έτους, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική εφ’ όσον δεν επιτρέπεται μεταφορά της αδείας σε επόμενο έτος, έστω και αν αυτό έγινε με τη συναίνεση του εργαζομένου.
Επισημαίνεται δε, ότι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του Ν.Δ. 3755/1957, με το οποίο προστέθηκε εδάφιο στην παρ.1 του άρθρου 5 του Α.Ν. 539/1945, καθώς και τη σχετική νομολογία, σε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια κ.λ.π.), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100% (ΑΠ 1568/1999, ΑΠ 581/1999,Α.Π. 331/2003 ΠΟΛ. Πρωτ. Αθηνών 815/2003).
Οι ως άνω διατάξεις περί αδείας ισχύουν για το σύνολο των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που απασχολούνται σε εποχικά λειτουργούσες επιχειρήσεις με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, καθώς δεν υφίσταται πλέον βασικός χρόνος αναμονής για τη θεμελίωση δικαιώματος ετήσιας άδειας με αποδοχές. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από το γεγονός ότι νομικό έρεισμα για την έκδοση των ρυθμίσεων του άρθρου 1 του Ν. 3302/2004 απετέλεσε η απόφαση του ΔΕΚ C-173/99, BECTU , η οποία ερμήνευσε το άρθρο 7 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ, σχετικά με τα χορήγηση ετήσιας άδειας με αποδοχές), και αφορούσε το δικαίωμα λήψης κανονικής άδειας με αποδοχές εργαζομένων που απασχολούνταν βάσει συμβάσεων μικρής διάρκειας (συχνά μικρότερης από δεκατρείς εβδομάδες στον ίδιο εργοδότη). Το δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση έκρινε ότι «…τέτοιοι εργαζόμενοι (απασχολούμενοι στο πλαίσιο συμβάσεων μικρής διάρκειας) βρίσκονται συχνά σε κατάσταση επισφαλέστερη εκείνης των απασχολουμένων βάσει συμβάσεων μεγαλύτερης διάρκειας, οπότε η μέριμνα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειάς τους, σύμφωνα με το στόχο της οδηγίας 93/104, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου