Ποια Ταμεία θα έδιναν συντάξεις «μαμούθ»
Σε τραπεζικά στελέχη, διευθυντές ΔΕΚΟ, συμβολαιογράφους, δικηγόρους, μηχανικούς και δημοσιογράφους
Τρίτη, 30 Ιουλίου 2019 07:15
EPA/ARSHAD ARBAB
Από την έντυπη έκδοση
Ασφαλισμένους των Ταμείων των τραπεζών και των ΔΕΚΟ, καθώς και ασφαλισμένους που προέρχονται από το πρώην Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Αυτοαπασχολουμένων (ΕΤΑΑ), όπως είναι το ταμείο των νομικών, αλλά και ασφαλισμένους του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, «φωτογραφίζουν» οι συνταξιοδοτικές αποφάσεις που αφορούν ποσά συντάξεων πάνω από 8.000 ευρώ και ανέρχονται σε μία περίπτωση στα 24.000 ευρώ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων του ασφαλιστικού.
Οι έως τώρα εκτιμήσεις κάνουν λόγο για έναν περιορισμένο αριθμό συνταξιοδοτικών αποφάσεων που αφορούν μερικές εκατοντάδες ασφαλισμένους, οι οποίοι, σε μερικές περιπτώσεις, είχαν και παράλληλη ασφάλιση, δηλαδή ασφάλιση σε δύο ταμεία στα οποία κατέβαλλαν τις ασφαλιστικές εισφορές που τους αναλογούσαν.
Περιπτώσεις
Από τα ποσά των συνταξιοδοτικών αποφάσεων, οι οποίες «πάγωσαν» μετά την άμεση παρέμβαση του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση, προκύπτει ότι πρόκειται για υψηλόβαθμα στελέχη, τα οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα ελάμβαναν υψηλότατους μισθούς. Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις οι ασφαλισμένοι αυτοί δικαιούνταν και το μπόνους της προσαύξησης των συντάξεών τους που τους έδινε η νομοθεσία επειδή κατέβαλλαν υψηλότατες ασφαλιστικές εισφορές. Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν τραπεζικά στελέχη, διευθυντές των ΔΕΚΟ, συμβολαιογράφους, δικηγόρους, μηχανικούς αλλά και ασφαλισμένους του ταμείου των δημοσιογράφων. Σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός από τις υψηλές αμοιβές ή και τα μηνιαία έσοδα για τα οποία καταβάλλονταν εισφορές, οι ασφαλισμένοι αυτοί είχαν τουλάχιστον πάνω από 35 έτη ασφάλισης. Έτσι οι συντάξεις των 8.000 ευρώ ή των 15.000 ευρώ έως και 24.000 ευρώ (σε μία περίπτωση) ήταν συνδυασμός και αποτέλεσμα των εξής παραγόντων: των πολλών ετών ασφάλισης, της παράλληλης ασφάλισης όπου υπήρχε -ασφάλιση σε δύο ταμεία-, των υψηλών αμοιβών και άρα των υψηλών ασφαλίστρων, καθώς και της έλλειψης ανώτατου πλαφόν σύνταξης ειδικά μετά την 1η/1/2019.
Δήλωση Αχτσιόγλου
«Οι δηλώσεις του υπουργού Εργασίας περί έκδοσης πολύ υψηλών συντάξεων με τον νόμο 4387/2016 αποκρύπτουν σκόπιμα βασικά δεδομένα και δημιουργούν μία παντελώς ψευδή εικόνα για το τι πραγματικά ισχύει». Αυτό ανέφερε η τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Έφη Αχτσιόγλου, απαντώντας στις δηλώσεις του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση σχετικά με τις πολύ υψηλές συντάξεις. Ειδικότερα, με ανακοίνωσή της υπό τον τίτλο «Ο κ. Βρούτσης αδυνατεί να αναμετρηθεί με το έργο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ», η κ. Αχτσιόγλου τονίζει, «για την αποκατάσταση της αλήθειας», τα εξής:
«1. Για όσους ασφαλίζονται και συνταξιοδοτούνται με τον νόμο 4387/2016 υπάρχει ανώτατο πλαφόν στις εισφορές και ως εκ τούτου προκύπτει ανώτατο πλαφόν σύνταξης. Για 40 έτη ασφάλισης η ανώτατη σύνταξη που προκύπτει με τις διατάξεις του ν. 4387/16 είναι 3.166 ευρώ.
2. Για όσους αιτήθηκαν συνταξιοδότησης πριν από τον ν. 4387/2016, ο νόμος προέβλεπε ανώτατα πλαφόν σύνταξης στις 2.000 και στις 3.000 ευρώ, για μία και για περισσότερες συντάξεις αντιστοίχως, έως 31.12.2018.
3. Για όσους ασφαλίζονταν με τα παλαιά καθεστώτα (πριν από τον ν. 4387/2016), αλλά αιτήθηκαν συνταξιοδότησης μετά τον ν. 4387/2016 και μετά την 1η.1.2019, ακριβώς επειδή το παλαιό σύστημα για κάποιες κατηγορίες ασφαλισμένων δεν προέβλεπε ανώτατα όρια εισφορών δεν προέκυπταν και ανώτατα όρια συντάξεων. Για τον λόγο αυτό είχαμε επεξεργαστεί και δρομολογήσει νομοθετική ρύθμιση, η οποία έθετε ανώτατο όριο σύνταξης το δωδεκαπλάσιο της εθνικής σύνταξης, όμως η ρύθμιση αυτή δεν πρόλαβε να περάσει από τη Βουλή καθώς προκηρύχθηκαν πρόωρα εκλογές.
4. Επίσης, ως ηγεσία του υπουργείου Εργασίας είχαμε δώσει εντολή στον ΕΦΚΑ να μην εκδοθούν πολύ υψηλές συντάξεις, για τις οποίες είχαν καταβληθεί πολύ υψηλές εισφορές, έως ότου ψηφιστεί η νομοθετική ρύθμιση. Αυτός είναι, εξάλλου, και ο λόγος για τον οποίο οι συντάξεις αυτές δεν πληρώθηκαν τελικά και τις “ανακάλυψε” ο κ. Βρούτσης».
Η κ. Αχτσιόγλου σημειώνει επίσης πως «ο κ. Βρούτσης καθημερινά και σκοπίμως, αντί να ασχολείται με το χαρτοφυλάκιό του, επιλέγει να προβαίνει σε ψευδείς καταγγελίες εναντίον της προηγούμενης ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας». Σχολιάζει, δε, ότι «το γεγονός πάντως ότι ο κ. Βρούτσης διαρκώς ανακαλύπτει δήθεν τρύπες στο έργο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ μαρτυρά ένα έντονο άγχος που σχετίζεται με την αδυναμία του να αναμετρηθεί με το έργο αυτό».
Τι προέβλεπε ο νόμος 4387/2016
Σύμφωνα με το νόμο Κατρούγκαλου και τις υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε εφαρμογή του προβλέπεται ότι το ανώτατο πλαφόν των 2.000 ευρώ είχε ημερομηνία λήξης, καθώς δεν προέβλεπε πλαφόν μετά την 1η/1/2019. Συγκεκριμένα όριζε ότι οι περικοπές αφορούν «καταβαλλόμενες / καταβλητέες κατά τη 12η/5/2016 κύριες και επικουρικές συντάξεις, καθώς και σε όσες εφαρμόζονται ως προς τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης οι προγενέστερες του ν. 4387/2016 διατάξεις, οι οποίες από 1.1.2017 θα χορηγούνται από τον ΕΦΚΑ και το ΕΤΕΑΕΠ». Σύμφωνα με τη σχετική υπουργική απόφαση, «μέχρι την 31η.12.2018, το καταβαλλόμενο ποσό κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης των προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 4387/2016, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 2.000 ευρώ. Η καταβολή του ποσού που υπερβαίνει τα 2.000 ευρώ, αναστέλλεται μέχρι και την 31η-12-2018».
Όμως όπως προσδιόριζε η συγκεκριμένη υπουργική απόφαση με ημερομηνία έκδοσης την 30ή/11/2016, «από 1-1-2019 επαναχορηγείται το ποσό κάθε σύνταξης, η καταβολή του οποίου είχε ανασταλεί σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και το νέο ύψος των συντάξεων, όπως θα προκύψει μετά την αναπροσαρμογή αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 , 33, 73Α και 96 του ν. 4387/2016».
Η κατάργηση του πλαφόν 2.773 ευρώ
Με τον νόμο Κατρούγκαλου καταργήθηκε το ανώτατο πλαφόν σύνταξης των 2.773,40 ευρώ που προέβλεπε παλαιότερη νομοθετική ρύθμιση του 2011. Σύμφωνα με εκείνη τη ρύθμιση, «το ανώτατο ποσό σύνταξης γήρατος και αναπηρίας που χορηγούν οι ασφαλιστικοί οργανισμοί στους μισθωτούς ασφαλισμένους τους για 35 έτη ασφάλισης ή 10.500 ημέρες εργασίας, συμπεριλαμβανομένων, από 1/7/2011, και των οικογενειακών επιδομάτων, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 4πλάσιο του κατά το έτος 1991 μέσου μηνιαίου κατά κεφαλή ΑΕΠ αναπροσαρμοζόμενου µε το εκάστοτε ποσοστό αύξησης των συντάξεων των δηµοσίων υπαλλήλων (σήµερα 2.773,40 ευρώ)».
Μάλιστα, η συγκεκριμένη υπουργική απόφαση έχει και παράδειγμα ασφαλισμένου στο ταμείο της Εθνικής Τράπεζας ΕΤΕ+0,08% Ελλάδας, σύμφωνα με το οποίο «ασφαλισμένος του πρώην ΤΣΠ-ΕΤΕ, του οποίου το ποσό της δικαιούμενης μηνιαίας σύνταξης (µαζί µε οικογενειακά επιδόµατα) ανέρχεται σε 2.850,00 ευρώ, θα δικαιωθεί σύνταξης ύψους 2.773,40 ευρώ, δηλαδή θα περιοριστεί στο ανωτέρω πλαφόν (απόφαση υπουργείου Εργασίας με Αριθμό Πρωτοκόλλου Φ80000/οικ.18304/1203) στις 28/9/2011». Αυτή η διάταξη έπαψε να ισχύει με το νόμο Κατρούγκαλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου