Άρειος Πάγος 254/2012
Καταγγελία εργασιακής σχέσεως η οποία συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου. Δεν υφίσταται τέτοια προσβολή σε περίπτωση απόλυσης Προϊσταμένου λογιστηρίου εταιρείας, η οποία έγινε συνεπεία κατάργησης της θέσεώς του και μόνο
Περίληψη
Καταγγελία εργασιακής σχέσεως η οποία συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου. Δεν υφίσταται τέτοια προσβολή σε περίπτωση απόλυσης Προϊσταμένου λογιστηρίου εταιρείας, η οποία έγινε συνεπεία κατάργησης της θέσεώς του και μόνο και μάλιστα εν συνεχεία του δόθηκαν επαινετικές συστατικές επιστολές προς ανεύρεση νέας θέσεως εργασίας.
Το γεγονός ότι συνεπεία προηγηθέντος ποινικού αδικήματος που τέλεσαν δύο άλλοι υπάλληλοι υπό την εποπτεία του ως άνω Προϊσταμένου, η εταιρεία προέβη σε σχετική παρουσίαση στους λοιπούς εργαζομένους του γεγονότος αυτού, αναφέροντας με γενικές επισημάνσεις ότι δεν υπήρχε επαρκής έλεγχος από τους Προϊσταμένους, χωρίς όμως να προσδιορίζονται συγκεκριμένα πρόσωπα Προϊσταμένων, δεν διαφοροποιεί το ως άνω συμπέρασμα, αφού δεν εκτέθηκε το όνομα του ενάγοντα.
ΑΠ 254/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 10η Ιανουαρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Γ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ".............................", που εδρεύει στο ................... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξιο Παπασταύρου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-9-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 555/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1281/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2-4-2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Βαρβάρα Κριτσωτάκη διάβασε την από 28-12-2011 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του αρ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., η απόφαση του δικαστηρίου στερείται νομίμου βάσεως κι έτσι ιδρύεται ο οικείος λόγος αναιρέσεως, όταν στο αιτιολογικό δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται αντιφατικώς ή ανεπαρκώς τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία εκείνο στήριξε την κρίση του επί ζητήματος, που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ώστε να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 του ΑΚ, 5 § 1 και 22 § 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι, αν η καταγγελία συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπολήψεως αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ' εύλογη κρίση.
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε τα εξής:
Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, την 1-3-1993 προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως Προϊστάμενος Λογιστηρίου, με κύριες υποχρεώσεις του την τήρηση των βιβλίων της εταιρείας, την υπογραφή των οικονομικών καταστάσεων, την επιλογή προσωπικού (λογιστών και βοηθών λογιστών) για τη στελέχωση του Λογιστηρίου, την παρακολούθηση ταμειακών ροών, την εφαρμογή διατάξεων του Κ.Β.Σ. κ.ά. Μετά από ευδόκιμη υπηρεσία του στη θέση αυτή η εκκαλούσα εργοδότρια του, τον Απρίλιο του 2000, τον προήγαγε στη θέση του Financial Controller. Στις αρμοδιότητες του της θέσης αυτής περιλαμβάνονταν η διαχείριση και ο προγραμματισμός των ταμιακών ροών, η εποπτεία έκδοσης οικονομικών καταστάσεων, οι χρηματοοικονομικοί έλεγχοι και οι έλεγχοι συμμόρφωσης με τα διεθνή εταιρικά πρότυπα, η προετοιμασία και υπογραφή οικονομικών καταστάσεων κ.λπ., ενώ παράλληλα με τα καθήκοντα της νέας του θέσης, κατ' εντολή της εργοδότριας του, συνέχισε να ασκεί και τα καθήκοντα του Προϊσταμένου Λογιστηρίου, υπογράφοντας οικονομικές καταστάσεις, ήτοι ισολογισμό, κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης και προσάρτημα. Τον Οκτώβριο του 2005 του ανακοινώθηκε ότι η αναιρεσίβλητη εταιρεία, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες ανάγκες της, χρειαζόταν να προσλάβει δύο (2) νέους ισόβαθμους με εκείνον Προϊσταμένους και δη έναν Προϊστάμενο Λογιστηρίου και έναν Προϊστάμενο για το Τμήμα του Οικονομικού Σχεδιασμού και Αναφορών προς το εξωτερικό και του ζητήθηκε να στηρίξει αυτή την επιλογή της Διοίκησης, όπως και έπραξε.
Σε υλοποίηση της παραπάνω απόφασης, τον Απρίλιο του 2006, προσλήφθηκε ο νέος Προϊστάμενος Λογιστηρίου και από τον επόμενο μήνα (Μάιο 2006), κατόπιν συμφωνίας του τελευταίου με τον αναιρεσείοντα, η οποία εγκρίθηκε από τον Οικονομικό Διευθυντή, ο έλεγχος των λογιστικών εγγραφών πέρασε στον Προϊστάμενο Λογιστηρίου και ταυτόχρονα αφαιρέθηκαν από τον ταμία τα μπλοκ αποδείξεων επαγγελματικής δαπάνης. Έκτοτε, σύμφωνα την καθιερωθείσα νέα διαδικασία, ο ταμίας της αναιρεσίβλητης πραγματοποιούσε τις συναλλαγές και προωθούσε τα παραστατικά στο Λογιστήριο, σε ημερήσια βάση, για έλεγχο και υπογραφή και στη συνέχεια αυτά παραδίδονταν στον αναιρεσείοντα ελεγμένα και υπογεγραμμένα από το Λογιστήριο για την ημερήσια απογραφή. Ακολούθως ο ταμίας τα αρχειοθετούσε. Και ενώ όλα κυλούσαν ομαλά, το Δεκέμβριο του 2006 παρουσιάστηκε στο Λογιστήριο πρόβλημα σε σχέση με μια απόδειξη αγοράς γραμματοσήμων, γεγονός που γνωστoπoιήθηκε στον ταμία για διευκρινίσεις και έλαβε γνώση ο Οικονομικός Διευθυντής της αναιρεσίβλητης. Σε γενόμενο δε έλεγχο, μετά τα μέσα Ιανουαρίου 2007, διαπιστώθηκε ότι ο ταμίας Π. Μ., και με τη συνδρομή εξωτερικού υπαλλήλου της εταιρείας, προέβαιναν σε πράξεις πλαστογραφίας παραστατικών εγγράφων (αποδείξεων ταχυδρομείου κ.λπ.).
Με αφορμή τις παραπάνω πράξεις του ταμία και του εξωτερικού υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε γενικευμένος έλεγχος από τον Προϊστάμενο Λογιστηρίου για τα έτη 2005 και 2006, καθώς και έλεγχος από την εταιρεία ορκωτών ελεγκτών Ernst & Young. Μετά το πέρας και των ελέγχων αυτών, ουδέν περισσότερο προέκυψε, πέραν της εμπλοκής των δύο ανωτέρω υπαλλήλων σε συγκεκριμένες πράξεις πλαστογραφήσεων, για τις οποίες θεωρήθηκαν οι ίδιοι υπαίτιοι και αποχώρησαν από την εταιρεία, χωρίς αποζημίωση, ενώ στον αναιρεσείοντα αποδόθηκε ευθύνη για το ότι δεν προέβαινε σε αποτελεσματικούς ελέγχους και του επιβλήθηκε από την αναιρεσίβλητη πρόστιμο ίσο με το 1/3 του ετήσιου bonus του, απόφαση για την οποία και δεν διαμαρτυρήθηκε. Στις 9-3-2007 με πρόσκληση του Γενικού Διευθυντή της αναιρεσίβλητης, όλο το προσωπικό της εκλήθη στο αμφιθέατρο της εταιρείας, όπου πραγματοποιήθηκε παρουσίαση με θέμα τις πράξεις των αποπεμφθέντων υπαλλήλων, που έλαβαν χώρα το Δεκέμβριο του 2006. Η παρουσίαση προετοιμάστηκε από τον Προϊστάμενο Λογιστηρίου, κατ' εντολή του Οικονομικού Διευθυντή. Βασικό χαρακτηριστικό της παρουσίασης αυτής ήταν, πέραν της αναφοράς στα συγκεκριμένα περιστατικά με πρωταγωνιστές τον ταμία και των εξωτερικό υπάλληλο, οι γενικές επισημάνσεις ότι δεν υπήρχε επαρκής έλεγχος από τους Προϊσταμένους των εν λόγω υπαλλήλων, ακριβή όρια αρμοδιοτήτων και κατάλληλοι ελεγκτικοί μηχανισμοί.
Στην εν λόγω παρουσίαση έγινε αναφορά μόνο του τρόπου με τον οποίο οι άνω υπάλληλοι παραποιούσαν κατά καιρούς διάφορα παραστατικά, προκειμένου να εκταμιευτούν χρηματικά ποσά, τα οποία οι τελευταίοι και καρπώνονταν, ενώ δεν υπήρξε, δημόσια, συγκεκριμένη απόδοση ευθυνών για συγκεκριμένα πρόσωπα Προϊσταμένων, τα οποία ήταν υπεύθυνα για την εποπτεία και τον έλεγχο των υπαλλήλων αυτών που προέβησαν στις ανωτέρω πράξεις.
Στις 2-5-2007 ο Οικονομικός Διευθυντής της εκκαλούσας κάλεσε τον αναιρεσείοντα στο γραφείο του, όπου του ανέφερε ότι αν και η εταιρεία ήταν απολύτως ευχαριστημένη από τη δουλειά και την αποδοτικότητα του, εντούτοις στα πλαίσια αναδιάρθρωσης των οικονομικών υπηρεσιών της, και δη δομικών αλλαγών και μείωσης των εξόδων της, που υπαγορεύονταν από τη μητρική της εταιρεία του εξωτερικού, καθίστατο επιτακτική η μείωση του προσωπικού της και είχε ληφθεί απόφαση, μεταξύ άλλων, για κατάργηση της θέσης του, που σηματοδοτούσε κατ' ανάγκη την αποχώρησή του από την εταιρεία, από τις 31-5-2007. Πράγματι σε εκτέλεση της παραπάνω απόφασης, στις 31-5-2007 καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του αναιρεσείοντος, την οποία ανεπιφύλακτα υπέγραψε και ο ίδιος, και του καταβλήθηκε αποζημίωση απόλυσης εκ ποσού 57.843,33 ευρώ, την οποία ανεπιφύλακτα, επίσης, και εισέπραξε.
Παράλληλα, προς διευκόλυνσή του για αναζήτηση νέας θέσης εργασίας του χορηγήθηκαν συστατικές επιστολές, επαινετικού περιεχομένου, από τους Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο του Δ.Σ. της εργοδότριας του, αλλά και από τον Οικονομικό Διευθυντή και την τότε Διευθύντρια του Ανθρώπινου Δυναμικού αυτής, ενώ παρασχέθηκαν, με επιμέλεια της τελευταίας, και οι συμβουλευτικές υπηρεσίες της εξειδικευμένης εταιρείας DBM. Ουδόλως αποδείχτηκε ο αγωγικός ισχυρισμός του αναιρεσείοντος επί του οποίου θεμελιώνεται και η ιστορική βάση της ένδικης αγωγής του, ότι δηλαδή η εκκαλούσα είχε καταστρώσει σε βάρος του σχέδιο ηθικής και επαγγελματικής του εξόντωσης και ότι υπήρξε εξιλαστήριο θύμα για να καλυφθούν οι ευθύνες εκείνων που πραγματικά ευθύνονταν για τις ατασθαλίες των αποπεμφθέντων δύο υπαλλήλων της, δοθέντος, άλλωστε ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί του αποκρούονται από τα αποδειχθέντα ως άνω περιστατικά και δη από το ότι
α) ουδέποτε η αναιρεσίβλητη επέρριψε δημόσια σ' αυτόν ευθύνες ότι υπήρξε αποκλειστικά υπεύθυνος για τις πράξεις των υπαλλήλων της, που υπεξαίρεσαν χρήματα από το ταμείο της και εξ αυτής της αιτίας απολύθηκε, ούτε τον εξέθεσαν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ενώπιον των συναδέλφων του στο χώρο του εργασιακού του περιβάλλοντος,
β) συνεπεία της αναδιοργάνωσης των οικονομικών της υπηρεσιών καταργήθηκε η θέση του και εξ' αυτoύ του λόγου απολύθηκε, χωρίς ποτέ ο τελευταίος να αμφισβητήσει το κύρος της καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης,
γ) κατά την απόλυση του επαινέθηκε και η αναιρεσίβλητη δημόσια εξέφρασε τις ευχαριστίες της για την επί δεκατρία έτη προσφορά των υπηρεσιών του και
δ) του παρείχε θερμές συστάσεις, και στήριξη στην προσπάθεια του για ανεύρεση νέας εργασίας.
Με βάση τις ως άνω παραδοχές έκρινε στη συνέχεια το Εφετείο ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχτηκε τα αντίθετα, και συγκεκριμένα ότι η απόλυση του ενάγοντος υπήρξε μεθοδευμένη, αφού σχεδιάστηκε από ανώτερα διοικητικά όργανα της εναγομένης από 9-3-2007 έως τις 11-5-2007, προκειμένου αυτός να εμφανιστεί αποκλειστικά υπαίτιος για τις πράξεις των δύο υπαλλήλων της, που ενεπλάκησαν στη διάπραξη ατασθαλιών σε βάρος της τελευταίας, με αποτέλεσμα να υποστεί πλήγμα η προσωπικότητα του και βλάβη στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, δοθέντος ότι η νέα εταιρεία του με την επωνυμία "..........................", στην οποία προσλήφθηκε ως Οικονομικός Διευθυντής, έχοντας μικρό κύκλο εργασιών και περιορισμένη δραστηριότητα, του κατέβαλλε μηνιαίο μισθό 2.000 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και αφού εξαφάνισε την απόφαση αυτή απέρριψε την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη.
Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση του νομίμου βάσεως, αφού περιέλαβε σ' αυτήν εμπεριστατωμένες, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς τις συνθήκες απολύσεως του αναιρεσείοντος, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των ως άνω αναφερομένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τις οποίες δεν παραβίασε εκ πλαγίου αφού με όσα παραπάνω ανελέγκτως δέχτηκε δεν υφίσταται προσβολή της προσωπικότητας του, ούτε θίχτηκε με κάποια ενέργεια των εκπροσώπων της αναιρεσίβλητης η τιμή, η υπόληψη και η επαγγελματική πίστη του αναιρεσείοντος, ώστε να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήματος, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και τα έγγραφα, που ο αναιρεσείων επικαλέστηκε και προσκόμισε νομίμως προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 237 παρ. 1 στοιχ. β', 453 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα Και έχει μεν υποχρέωση το δικαστήριο να αιτιολογήσει την απόφασή του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στο σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού, όχι όμως και να κάνει ειδική μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη.
Αν όμως από το όλο περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, τότε ιδρύεται ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναίρεσης. Για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αυτός αναίρεσης απαιτείται να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό μέσο, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, να προσδιορίζεται το περιεχόμενό του και ο παραδεκτό της προσαγωγής του, ακόμη και αν έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως, να καθορίζεται ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου το αποδεικτικό μέσο προσκομίστηκε, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα κατέληξε στο προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς τις συνθήκες που έλαβε χώρα η απόλυση του γιατί δεν έλαβε υπόψη:
α) το αντίγραφο του πτυχίου του στα οικονομικά από την ΑΒΣΠ,
β) αντίγραφο του πτυχίου του από το τμήμα πολιτικών επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών,
γ) αντίγραφο της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος του από το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος
δ) την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του λογιστή ε
) αντίγραφο του μεταπτυχιακού του στη Διοίκηση επιχειρήσεων και στ) τα δικαιολογητικά συμμετοχής σε πολλά σεμινάρια. Όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο προκειμένου να καταλήξει στο πιο πάνω αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα στα οποία χωρίς αμφιβολία, περιλαμβάνονται και τα παραπάνω. Επομένως και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11εδ. γ' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-4-2011 αίτηση του Χ. Γ. του Α. για αναίρεση της 1281/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταγγελία εργασιακής σχέσεως η οποία συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου. Δεν υφίσταται τέτοια προσβολή σε περίπτωση απόλυσης Προϊσταμένου λογιστηρίου εταιρείας, η οποία έγινε συνεπεία κατάργησης της θέσεώς του και μόνο
Περίληψη
Καταγγελία εργασιακής σχέσεως η οποία συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου. Δεν υφίσταται τέτοια προσβολή σε περίπτωση απόλυσης Προϊσταμένου λογιστηρίου εταιρείας, η οποία έγινε συνεπεία κατάργησης της θέσεώς του και μόνο και μάλιστα εν συνεχεία του δόθηκαν επαινετικές συστατικές επιστολές προς ανεύρεση νέας θέσεως εργασίας.
Το γεγονός ότι συνεπεία προηγηθέντος ποινικού αδικήματος που τέλεσαν δύο άλλοι υπάλληλοι υπό την εποπτεία του ως άνω Προϊσταμένου, η εταιρεία προέβη σε σχετική παρουσίαση στους λοιπούς εργαζομένους του γεγονότος αυτού, αναφέροντας με γενικές επισημάνσεις ότι δεν υπήρχε επαρκής έλεγχος από τους Προϊσταμένους, χωρίς όμως να προσδιορίζονται συγκεκριμένα πρόσωπα Προϊσταμένων, δεν διαφοροποιεί το ως άνω συμπέρασμα, αφού δεν εκτέθηκε το όνομα του ενάγοντα.
ΑΠ 254/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 10η Ιανουαρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Γ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ".............................", που εδρεύει στο ................... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξιο Παπασταύρου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-9-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 555/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1281/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2-4-2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Βαρβάρα Κριτσωτάκη διάβασε την από 28-12-2011 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του αρ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., η απόφαση του δικαστηρίου στερείται νομίμου βάσεως κι έτσι ιδρύεται ο οικείος λόγος αναιρέσεως, όταν στο αιτιολογικό δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται αντιφατικώς ή ανεπαρκώς τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία εκείνο στήριξε την κρίση του επί ζητήματος, που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ώστε να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 του ΑΚ, 5 § 1 και 22 § 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι, αν η καταγγελία συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπολήψεως αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ' εύλογη κρίση.
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε τα εξής:
Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, την 1-3-1993 προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως Προϊστάμενος Λογιστηρίου, με κύριες υποχρεώσεις του την τήρηση των βιβλίων της εταιρείας, την υπογραφή των οικονομικών καταστάσεων, την επιλογή προσωπικού (λογιστών και βοηθών λογιστών) για τη στελέχωση του Λογιστηρίου, την παρακολούθηση ταμειακών ροών, την εφαρμογή διατάξεων του Κ.Β.Σ. κ.ά. Μετά από ευδόκιμη υπηρεσία του στη θέση αυτή η εκκαλούσα εργοδότρια του, τον Απρίλιο του 2000, τον προήγαγε στη θέση του Financial Controller. Στις αρμοδιότητες του της θέσης αυτής περιλαμβάνονταν η διαχείριση και ο προγραμματισμός των ταμιακών ροών, η εποπτεία έκδοσης οικονομικών καταστάσεων, οι χρηματοοικονομικοί έλεγχοι και οι έλεγχοι συμμόρφωσης με τα διεθνή εταιρικά πρότυπα, η προετοιμασία και υπογραφή οικονομικών καταστάσεων κ.λπ., ενώ παράλληλα με τα καθήκοντα της νέας του θέσης, κατ' εντολή της εργοδότριας του, συνέχισε να ασκεί και τα καθήκοντα του Προϊσταμένου Λογιστηρίου, υπογράφοντας οικονομικές καταστάσεις, ήτοι ισολογισμό, κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης και προσάρτημα. Τον Οκτώβριο του 2005 του ανακοινώθηκε ότι η αναιρεσίβλητη εταιρεία, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες ανάγκες της, χρειαζόταν να προσλάβει δύο (2) νέους ισόβαθμους με εκείνον Προϊσταμένους και δη έναν Προϊστάμενο Λογιστηρίου και έναν Προϊστάμενο για το Τμήμα του Οικονομικού Σχεδιασμού και Αναφορών προς το εξωτερικό και του ζητήθηκε να στηρίξει αυτή την επιλογή της Διοίκησης, όπως και έπραξε.
Σε υλοποίηση της παραπάνω απόφασης, τον Απρίλιο του 2006, προσλήφθηκε ο νέος Προϊστάμενος Λογιστηρίου και από τον επόμενο μήνα (Μάιο 2006), κατόπιν συμφωνίας του τελευταίου με τον αναιρεσείοντα, η οποία εγκρίθηκε από τον Οικονομικό Διευθυντή, ο έλεγχος των λογιστικών εγγραφών πέρασε στον Προϊστάμενο Λογιστηρίου και ταυτόχρονα αφαιρέθηκαν από τον ταμία τα μπλοκ αποδείξεων επαγγελματικής δαπάνης. Έκτοτε, σύμφωνα την καθιερωθείσα νέα διαδικασία, ο ταμίας της αναιρεσίβλητης πραγματοποιούσε τις συναλλαγές και προωθούσε τα παραστατικά στο Λογιστήριο, σε ημερήσια βάση, για έλεγχο και υπογραφή και στη συνέχεια αυτά παραδίδονταν στον αναιρεσείοντα ελεγμένα και υπογεγραμμένα από το Λογιστήριο για την ημερήσια απογραφή. Ακολούθως ο ταμίας τα αρχειοθετούσε. Και ενώ όλα κυλούσαν ομαλά, το Δεκέμβριο του 2006 παρουσιάστηκε στο Λογιστήριο πρόβλημα σε σχέση με μια απόδειξη αγοράς γραμματοσήμων, γεγονός που γνωστoπoιήθηκε στον ταμία για διευκρινίσεις και έλαβε γνώση ο Οικονομικός Διευθυντής της αναιρεσίβλητης. Σε γενόμενο δε έλεγχο, μετά τα μέσα Ιανουαρίου 2007, διαπιστώθηκε ότι ο ταμίας Π. Μ., και με τη συνδρομή εξωτερικού υπαλλήλου της εταιρείας, προέβαιναν σε πράξεις πλαστογραφίας παραστατικών εγγράφων (αποδείξεων ταχυδρομείου κ.λπ.).
Με αφορμή τις παραπάνω πράξεις του ταμία και του εξωτερικού υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε γενικευμένος έλεγχος από τον Προϊστάμενο Λογιστηρίου για τα έτη 2005 και 2006, καθώς και έλεγχος από την εταιρεία ορκωτών ελεγκτών Ernst & Young. Μετά το πέρας και των ελέγχων αυτών, ουδέν περισσότερο προέκυψε, πέραν της εμπλοκής των δύο ανωτέρω υπαλλήλων σε συγκεκριμένες πράξεις πλαστογραφήσεων, για τις οποίες θεωρήθηκαν οι ίδιοι υπαίτιοι και αποχώρησαν από την εταιρεία, χωρίς αποζημίωση, ενώ στον αναιρεσείοντα αποδόθηκε ευθύνη για το ότι δεν προέβαινε σε αποτελεσματικούς ελέγχους και του επιβλήθηκε από την αναιρεσίβλητη πρόστιμο ίσο με το 1/3 του ετήσιου bonus του, απόφαση για την οποία και δεν διαμαρτυρήθηκε. Στις 9-3-2007 με πρόσκληση του Γενικού Διευθυντή της αναιρεσίβλητης, όλο το προσωπικό της εκλήθη στο αμφιθέατρο της εταιρείας, όπου πραγματοποιήθηκε παρουσίαση με θέμα τις πράξεις των αποπεμφθέντων υπαλλήλων, που έλαβαν χώρα το Δεκέμβριο του 2006. Η παρουσίαση προετοιμάστηκε από τον Προϊστάμενο Λογιστηρίου, κατ' εντολή του Οικονομικού Διευθυντή. Βασικό χαρακτηριστικό της παρουσίασης αυτής ήταν, πέραν της αναφοράς στα συγκεκριμένα περιστατικά με πρωταγωνιστές τον ταμία και των εξωτερικό υπάλληλο, οι γενικές επισημάνσεις ότι δεν υπήρχε επαρκής έλεγχος από τους Προϊσταμένους των εν λόγω υπαλλήλων, ακριβή όρια αρμοδιοτήτων και κατάλληλοι ελεγκτικοί μηχανισμοί.
Στην εν λόγω παρουσίαση έγινε αναφορά μόνο του τρόπου με τον οποίο οι άνω υπάλληλοι παραποιούσαν κατά καιρούς διάφορα παραστατικά, προκειμένου να εκταμιευτούν χρηματικά ποσά, τα οποία οι τελευταίοι και καρπώνονταν, ενώ δεν υπήρξε, δημόσια, συγκεκριμένη απόδοση ευθυνών για συγκεκριμένα πρόσωπα Προϊσταμένων, τα οποία ήταν υπεύθυνα για την εποπτεία και τον έλεγχο των υπαλλήλων αυτών που προέβησαν στις ανωτέρω πράξεις.
Στις 2-5-2007 ο Οικονομικός Διευθυντής της εκκαλούσας κάλεσε τον αναιρεσείοντα στο γραφείο του, όπου του ανέφερε ότι αν και η εταιρεία ήταν απολύτως ευχαριστημένη από τη δουλειά και την αποδοτικότητα του, εντούτοις στα πλαίσια αναδιάρθρωσης των οικονομικών υπηρεσιών της, και δη δομικών αλλαγών και μείωσης των εξόδων της, που υπαγορεύονταν από τη μητρική της εταιρεία του εξωτερικού, καθίστατο επιτακτική η μείωση του προσωπικού της και είχε ληφθεί απόφαση, μεταξύ άλλων, για κατάργηση της θέσης του, που σηματοδοτούσε κατ' ανάγκη την αποχώρησή του από την εταιρεία, από τις 31-5-2007. Πράγματι σε εκτέλεση της παραπάνω απόφασης, στις 31-5-2007 καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του αναιρεσείοντος, την οποία ανεπιφύλακτα υπέγραψε και ο ίδιος, και του καταβλήθηκε αποζημίωση απόλυσης εκ ποσού 57.843,33 ευρώ, την οποία ανεπιφύλακτα, επίσης, και εισέπραξε.
Παράλληλα, προς διευκόλυνσή του για αναζήτηση νέας θέσης εργασίας του χορηγήθηκαν συστατικές επιστολές, επαινετικού περιεχομένου, από τους Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο του Δ.Σ. της εργοδότριας του, αλλά και από τον Οικονομικό Διευθυντή και την τότε Διευθύντρια του Ανθρώπινου Δυναμικού αυτής, ενώ παρασχέθηκαν, με επιμέλεια της τελευταίας, και οι συμβουλευτικές υπηρεσίες της εξειδικευμένης εταιρείας DBM. Ουδόλως αποδείχτηκε ο αγωγικός ισχυρισμός του αναιρεσείοντος επί του οποίου θεμελιώνεται και η ιστορική βάση της ένδικης αγωγής του, ότι δηλαδή η εκκαλούσα είχε καταστρώσει σε βάρος του σχέδιο ηθικής και επαγγελματικής του εξόντωσης και ότι υπήρξε εξιλαστήριο θύμα για να καλυφθούν οι ευθύνες εκείνων που πραγματικά ευθύνονταν για τις ατασθαλίες των αποπεμφθέντων δύο υπαλλήλων της, δοθέντος, άλλωστε ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί του αποκρούονται από τα αποδειχθέντα ως άνω περιστατικά και δη από το ότι
α) ουδέποτε η αναιρεσίβλητη επέρριψε δημόσια σ' αυτόν ευθύνες ότι υπήρξε αποκλειστικά υπεύθυνος για τις πράξεις των υπαλλήλων της, που υπεξαίρεσαν χρήματα από το ταμείο της και εξ αυτής της αιτίας απολύθηκε, ούτε τον εξέθεσαν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ενώπιον των συναδέλφων του στο χώρο του εργασιακού του περιβάλλοντος,
β) συνεπεία της αναδιοργάνωσης των οικονομικών της υπηρεσιών καταργήθηκε η θέση του και εξ' αυτoύ του λόγου απολύθηκε, χωρίς ποτέ ο τελευταίος να αμφισβητήσει το κύρος της καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης,
γ) κατά την απόλυση του επαινέθηκε και η αναιρεσίβλητη δημόσια εξέφρασε τις ευχαριστίες της για την επί δεκατρία έτη προσφορά των υπηρεσιών του και
δ) του παρείχε θερμές συστάσεις, και στήριξη στην προσπάθεια του για ανεύρεση νέας εργασίας.
Με βάση τις ως άνω παραδοχές έκρινε στη συνέχεια το Εφετείο ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχτηκε τα αντίθετα, και συγκεκριμένα ότι η απόλυση του ενάγοντος υπήρξε μεθοδευμένη, αφού σχεδιάστηκε από ανώτερα διοικητικά όργανα της εναγομένης από 9-3-2007 έως τις 11-5-2007, προκειμένου αυτός να εμφανιστεί αποκλειστικά υπαίτιος για τις πράξεις των δύο υπαλλήλων της, που ενεπλάκησαν στη διάπραξη ατασθαλιών σε βάρος της τελευταίας, με αποτέλεσμα να υποστεί πλήγμα η προσωπικότητα του και βλάβη στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, δοθέντος ότι η νέα εταιρεία του με την επωνυμία "..........................", στην οποία προσλήφθηκε ως Οικονομικός Διευθυντής, έχοντας μικρό κύκλο εργασιών και περιορισμένη δραστηριότητα, του κατέβαλλε μηνιαίο μισθό 2.000 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και αφού εξαφάνισε την απόφαση αυτή απέρριψε την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη.
Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση του νομίμου βάσεως, αφού περιέλαβε σ' αυτήν εμπεριστατωμένες, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς τις συνθήκες απολύσεως του αναιρεσείοντος, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των ως άνω αναφερομένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τις οποίες δεν παραβίασε εκ πλαγίου αφού με όσα παραπάνω ανελέγκτως δέχτηκε δεν υφίσταται προσβολή της προσωπικότητας του, ούτε θίχτηκε με κάποια ενέργεια των εκπροσώπων της αναιρεσίβλητης η τιμή, η υπόληψη και η επαγγελματική πίστη του αναιρεσείοντος, ώστε να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήματος, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και τα έγγραφα, που ο αναιρεσείων επικαλέστηκε και προσκόμισε νομίμως προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 237 παρ. 1 στοιχ. β', 453 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα Και έχει μεν υποχρέωση το δικαστήριο να αιτιολογήσει την απόφασή του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στο σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού, όχι όμως και να κάνει ειδική μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη.
Αν όμως από το όλο περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, τότε ιδρύεται ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναίρεσης. Για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αυτός αναίρεσης απαιτείται να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό μέσο, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, να προσδιορίζεται το περιεχόμενό του και ο παραδεκτό της προσαγωγής του, ακόμη και αν έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως, να καθορίζεται ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου το αποδεικτικό μέσο προσκομίστηκε, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα κατέληξε στο προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς τις συνθήκες που έλαβε χώρα η απόλυση του γιατί δεν έλαβε υπόψη:
α) το αντίγραφο του πτυχίου του στα οικονομικά από την ΑΒΣΠ,
β) αντίγραφο του πτυχίου του από το τμήμα πολιτικών επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών,
γ) αντίγραφο της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος του από το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος
δ) την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του λογιστή ε
) αντίγραφο του μεταπτυχιακού του στη Διοίκηση επιχειρήσεων και στ) τα δικαιολογητικά συμμετοχής σε πολλά σεμινάρια. Όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο προκειμένου να καταλήξει στο πιο πάνω αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα στα οποία χωρίς αμφιβολία, περιλαμβάνονται και τα παραπάνω. Επομένως και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11εδ. γ' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-4-2011 αίτηση του Χ. Γ. του Α. για αναίρεση της 1281/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου