Γιατί ο Στουρνάρας βάζει «πάγο» στην κυβέρνηση για τον ΦΠΑ
Η αύξηση του ΦΠΑ επιβαρύνει το επενδυτικό κλίμα, μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα και οδηγεί σε περαιτέρω έκρηξη της φοροδιαφυγής.
Η αύξηση του ΦΠΑ επιβαρύνει το επενδυτικό κλίμα, μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα και οδηγεί σε περαιτέρω έκρηξη της φοροδιαφυγής. Είναι δε αναποτελεσματική και από δημοσιονομικής άποψης καθώς οι αλλεπάλληλες αυξήσεις των συντελεστών απλώς διογκώνουν το λεγόμενο «VAT-GAP» τον ποσοστιαίο δείκτη που καταγράφει τη διαφορά των πραγματικών εισπράξεων ΦΠΑ από το ποσό που κανονικά θα έπρεπε να εισπράττεται. Το κενό αυτό έχει ήδη διαμορφωθεί στην Ελλάδα στο 34% των θεωρητικών εσόδων ΦΠΑ, έναντι 15,2% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ.
Η έντονη κριτική για την ακολουθούμενη πολιτική της κυβέρνησης και στο θέμα των έμμεσων φόρων και ειδικά του ΦΠΑ, ασκείται στην κυβέρνηση από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα. Η ΤτΕ έχοντας ταχθεί ανοικτά κατά της υπέρμετρης φορολόγησης –μάλιστα στο εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης νομισματικής πολιτικής αναφέρεται ότι οι τόσο υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν στοιχείο κινδύνου για την ελληνική οικονομία- εξειδικεύει την κριτική: «Με την πρόσφατη αύξηση του βασικού συντελεστή από 23% σε 24% στον πολυνόμο του Μαΐου, η Ελλάδα θα διαθέτει τον τέταρτο υψηλότερο ΦΠΑ στην ΕΕ, γεγονός που συνεπάγεται περαιτέρω επιβάρυνση του επενδυτικού κλίματος, ειδικότερα σε σύγκριση με τις γειτονικές χώρες».
Πράγματι, η Ελλάδα με αυτή την αύξηση έχει μπει στο κλαμπ των χωρών με τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στην Ευρώπη. Το κλάμπ αυτό, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχει τα εξής… μέλη:
1. Ουγγαρία 27%
2. Δανία, Σουηδία, Κροατία 25%
3. Φινλανδία, Ελλάδα 24%
4. Ιρλανδία, Πολωνία, Πορτογαλία 23%
Όπως φαίνεται και στον σχετικό πίνακα, δεν υπάρχει καμία γειτονική χώρα στον σχετικό πίνακα. Δεν είναι τυχαίο ότι ολοένα και περισσότεροι καταναλωτές από τη Βόρειο Ελλάδα καλύπτουν τις ανάγκες τους στη… Βουλγαρία.
Έντονη κριτική ασκείται και για την εισπρακτική αποτελεσματικότητα των συγκεκριμένων μέτρων: «Παρά τις διαδοχικές αυξήσεις του συντελεστή τα τελευταία έτη, τα έσοδα από τον ΦΠΑ βαίνουν μειούμενα ως αποτέλεσμα μεταξύ άλλων της μεγάλης μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και της αναποτελεσματικότητας των εισπρακτικών μηχανισμών».
Να τι δείχνουν τα στοιχεία: Από το 2009 μέχρι το 2015, τα έσοδα από τον ΦΠΑ έχουν μειωθεί κατά τουλάχιστον 3,5 δις. ευρώ σε απόλυτους αριθμούς κατά τη διάρκεια των τριών μνημονίων. Τα στοιχεία από το δελτίο των κεντρικών υπηρεσιών του κρατικού προϋπολογισμού αλλά και από τους απολογισμούς των τελευταίων ετών δείχνουν ότι σε καμία από τις τέσσερις τελευταίες χρονιές δεν επιτεύχθηκε ο εισπρακτικός στόχος. Το 2012 η απόκλιση στόχου-είσπραξης έφτασε τα 1,374 δις. ευρώ. Το 2013, ήταν 659 εκατ. ευρώ και το 2014 208 εκατ. ευρώ. Ακόμη και το 2015, η απόκλιση έφτασε στα 883 εκατ. ευρώ. Ειδικά για το τελευταίο έτος, αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί με το ότι ο προϋπολογισμός συντάχθηκε με την προοπτική να υπάρξει ανάπτυξη και τελικώς η χρονιά έκλεισε για μια ακόμη φορά με έστω και περιορισμένη ύφεση (-0,2%). Παρ’ όλα αυτά, η επίδοση του 2015 συγκριτικά με το 2014 ήταν αποκαλυπτική για το πώς έχουν λειτουργήσει οι αυξήσεις έμμεσων φόρων τα τελευταία χρόνια. Κατά την υπογραφή του 3ου μνημονίου, συμφωνήθηκε μαζική μετάταξη προϊόντων και υπηρεσιών από το συντελεστή του 13% στο 23%. Από το συγκεκριμένο μέτρο, είχε προϋπολογιστεί να εισπραχθούν τουλάχιστον 2,5 δις. ευρώ επιπλέον. Τελικώς το 2015 έκλεισε με τα έσοδα από τον ΦΠΑ να διαμορφώνονται ακριβώς στα ίδια επίπεδα με το 2014: 12,23 δις. ευρώ. Δηλαδή το 2015 εισπράχθηκαν τα ίδια έσοδα από τον ΦΠΑ με το 2014 παρά το γεγονός ότι το 2014 είχαμε έως και 10 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο ΦΠΑ σε εκατοντάδες προϊόντα και υπηρεσίες αλλά και το ειδικό καθεστώς των νησιών σε πλήρη εφαρμογή για όλα τα νησιά του Αιγαίου.
Όσον αφορά στις υπόλοιπες επιβαρύνσεις η ΤτΕ αναφέρει ότι «πλήγμα στην ήδη επιβαρυμένη επιχειρηματικότητα καταφέρουν και οι αυξήσεις στα καύσιμα που διογκώνουν το μεταφορικό και ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων, οι αυξημένοι συντελεστές του ΕΝΦΙΑ, καθώς και η αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τα κέρδη των προσωπικών εταιριών και η αλλαγή στη φορολόγηση των επενδύσεων. Επιπλέον, η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών εντείνει τη φορολογική επιβάρυνς της εργασίας και οδηγεί μεσοπρόθεσμα σε μείωση του ΑΕΠ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου