Μια προς μια οι φορολογικές αλλαγές με το νέο νομοσχέδιο
Το πρόγραμμα οικειοθελούς δήλωσης εισοδημάτων, τα κίνητρα για την πραγματοποίηση ηλεκτρονικών συναλλαγών, τις αλλαγές στον «μεγάλο αδελφό των καταθέσεων», την παράταση της διάταξης για την προστασία φορολογούμενων με χαμηλά εισοδήματα από τα τεκμήρια και σειρά άλλων φορολογικών διατάξεων, περιλαμβάνει το νομοσχέδιο «σκούπα» που κατατέθηκε τα μεσάνυχτα στη Βουλή. Προβλέπει τη διενέργεια "λοταρίας" όπου οι λαχνοί θα είναι οι αποδείξεις. Προβλέπει ότι καμία συναλλαγή άνω των 500 ευρώ δεν θα μπορεί να γίνει παρά με πλαστικό χρήμα.
Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση:
«με τις προτεινόμενες διατάξεις του κεφαλαίου αυτού τίθεται σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα οικειοθελούς γνωστοποίησης, στο πρότυπο προηγούμενων νομοθετημάτων, όπως των νόμων 3610/2007 και 4002/2011, το οποίο μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, να συμβάλει στην αύξηση των δημοσίων εσόδων και να δώσει τη δυνατότητα στους φορολογούμενους να συμπεριλάβουν τα πραγματικά εισοδήματά τους στη δήλωση Περιουσιολογίου, στην οποία και θα συγκεντρώνεται το σύνολο των πληροφοριών για κάθε φορολογούμενο. Σκοπό του προγράμματος δεν αποτελεί η θέσπιση ενός επιπλέον εισπρακτικού μέσου, ενώ το πρόγραμμα δεν δύναται να θεωρηθεί ως επιβράβευση ή ενθάρρυνση οποιοσδήποτε παραβατικής συμπεριφοράς ή παροχή φορολογικής αμνηστίας. Προς τούτο τα οφέλη του φορολογουμένου έγκεινται στη δυνατότητα αποδοχής κάθε είδους φορολογικών δηλώσεων και στις σημαντικές μειώσεις των πρόσθετων φόρων, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις του προγράμματος, και δεν υιοθετείται η επιβολή ενός αυτοτελούς φορολογικού συντελεστή, κατά τα πρότυπα προηγούμενων προγραμμάτων επαναπατρισμού κεφαλαίων, τα οποία δημιουργούσαν συνθήκες φορολογικής αμνησίας και εν τέλει δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα οφέλη στην ελληνική οικονομία».
Ειδικότερα, με το νέο νομοσχέδιο, επέρχονται οι ακόλουθες αλλαγές:
Ρύθμιση για την υποβολή δηλώσεων: Δεδομένης της εξαιρετικής δημοσιονομικής συγκυρίας και προκειμένου να διευκολυνθούν οι υπόχρεοι να εκπληρώσουν τις δηλωτικές τους υποχρεώσεις και να εισπραχθούν τα σχετικά δημόσια έσοδα δίνεται η δυνατότητα στους φορολογούμενους να υποβάλουν μέχρι τις 31.5.2017 μη υποβληθείσες ή ανακριβώς ή ελλιπώς υποβληθείσες δηλώσεις, ακόμη και πληροφοριακού χαρακτήρα, με μείωση, υπό προϋποθέσεις και κατά περίπτωση, από τις κατά νόμο επιβαρύνσεις μη υποβολής, ανακριβούς ή εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης ή καταβολής (πρόσθετους φόρους, τόκους και πρόστιμο). Από τη ρύθμιση καταλαμβάνονται δηλώσεις που αφορούν φόρο, τέλος ή εισφορά που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), εφόσον η προθεσμία υποβολής της αρχικής δήλωσης έχει λήξει μέχρι τις 30.9.2016, ανεξάρτητα εάν έχει επέλθει παραγραφή της σχετικής υποχρέωσης, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο άρθρο 60 του παρόντος νόμου για τα πρόσωπα που δεν μπορούν να υπαχθούν στην εν λόγω ρύθμιση. Εφόσον οι σχετικές δηλώσεις υποβληθούν μέχρι τις 31.3.2017, ο οφειλόμενος πρόσθετος φόρος κατά τα άρθρα 1 και 2 του ν. 2523/1997 ορίζεται στο 8% του κύριου φόρου που προκύπτει από την υποβληθείσα δήλωση. Εφόσον οι δηλώσεις υποβληθούν μετά τις 31.3.2017 και μέχρι τη λήξη του προγράμματος ο οφειλόμενος πρόσθετος φόρος ορίζεται στο 10% του κύριου φόρου που προκύπτει από την υποβληθείσα δήλωση. Ο κατά τα ανωτέρω προσδιορισθείς πρόσθετος φόρος αναπροσαρμόζεται περαιτέρω βάσει των συντελεστών αναπροσαρμογής του πίνακα της παρ. 4, αναλόγως του έτους εντός του οποίου έληξε η προθεσμία υποβολής της αρχικής δήλωσης.
Λοιπές περιπτώσεις υπαγωγής στη ρύθμιση για την υποβολή δηλώσεων. Με τη προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι στη ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν και φορολογούμενοι για τους οποίους έχει εκδοθεί ή θα εκδοθεί εντολή ελέγχου μέχρι τη λήξη του προγράμματος καθώς και φορολογούμενοι για τους οποίους κατά την κατάθεση του παρόντος νόμου έχει κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός φόρου ή προστίμων, εφόσον δεν έχει κοινοποιηθεί οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού. Ειδικότερα, ισχύουν τα ακόλουθα: Στην περίπτωση που έχει εκδοθεί ή θα εκδοθεί εντολή ελέγχου μέχρι το πέρας της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 57, ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλει τις σχετικές δηλώσεις με τους όρους και τις προϋποθέσεις του 57, οποτεδήποτε μέχρι την κοινοποίηση της εντολής ή της πρόσκλησης παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του ν. 4174/2013. Μετά την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή της πρόσκλησης παροχής πληροφοριών εφαρμόζεται η επόμενη παράγραφος.
3. α. Στην περίπτωση που η εντολή ελέγχου ή η πρόσκληση παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του ν. 4174/2013 κοινοποιείται μετά την κατάθεση του παρόντος στη Βουλή και έως το πέρας της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 57, οι φορολογούμενοι μπορούν να υποβάλουν δηλώσεις της παρ. 1 του άρθρου 57 για φορολογικά αντικείμενα που αποτελούν αντικείμενο της σχετικής εντολής. Οι σχετικές δηλώσεις υποβάλλονται εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών (ακόμη κι αν οι ενενήντα μέρες συμπληρώνονται μετά την 31.5.2017), από την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή της πρόσκλησης παροχής πληροφοριών στον φορολογούμενο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 57. β. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να κοινοποιήσει προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου ή προστίμων μόνο μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών. Ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλει δηλώσεις και μετά την πάροδο των ενενήντα (90) ημερών και μέχρι το πέρας της προθεσμίας της παραγράφου 1 του άρθρου 57 για τα φορολογικά αντικείμενα που αναφέρονται στην εντολή. Για δηλώσεις υποβαλλόμενες σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ο πρόσθετος φόρος ορίζεται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του κύριου φόρου, εάν πριν την υποβληθείσα δήλωση δεν έχει κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο προσωρινός προσδιορισμός φόρου ή προστίμων και σε τριάντα τοις εκατό (30%) του κύριου φόρου, εάν στο μεταξύ έχει κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός.
4. α. Στην περίπτωση που κατά την κατάθεση του παρόντος στη Βουλή έχει ήδη κοινοποιηθεί εντολή ελέγχου ή πρόσκληση παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του ν. 4174/2013 οι φορολογούμενοι μπορούν να υποβάλουν δηλώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 57, για φορολογικά αντικείμενα που αποτελούν αντικείμενο της εντολής. Οι σχετικές δηλώσεις υποβάλλονται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την δημοσίευση του παρόντος και το ποσοστό του πρόσθετου φόρου ορίζεται σε δέκα τρία τοις εκατό (13%) του κυρίου φόρου, β. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να κοινοποιήσει προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου ή προστίμων μόνο μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών. Ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλει δηλώσεις και μετά την πάροδο των εξήντα (60) ημερών και μέχρι το πέρας της προθεσμίας της παραγράφου 1 του άρθρου 57, για τα φορολογικά αντικείμενα που αναφέρονται στην εντολή. Για δηλώσεις υποβαλλόμενες σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ο πρόσθετος φόρος ορίζεται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του κύριου φόρου, εάν πριν την υποβληθείσα δήλωση δεν έχει κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο προσωρινός προσδιορισμός φόρου ή προστίμων και σε τριάντα τοις εκατό (30%) του κύριου φόρου, εάν στο μεταξύ έχει κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός.
5. Στην περίπτωση που κατά την κατάθεση του παρόντος στη Βουλή έχει ήδη κοινοποιηθεί προσωρινός διορθωτικός προσδιορισμός φόρου ή προστίμων, ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλει τις δηλώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 57 εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να κοινοποιήσει πράξεις οριστικού διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμων μόνο μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας και μόνο για φορολογητέα ύλη που δεν έχει περιληφθεί ή παραβάσεις που δεν έχουν αποκατασταθεί με τις υποβληθείσες δηλώσεις. Οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμων που κατά την κατάθεση του παρόντος στη Βουλή δεν έχουν κοινοποιηθεί, κοινοποιούνται μόνο μετά την πάροδο της ανωτέρω τριακονθήμερης προθεσμίας, αφού τροποποιηθούν, με πράξη του οργάνου που τις εξέδωσε, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο τυχόν υποβληθείσας δήλωσης κατά τον παρόντα νόμο. Το ποσοστό πρόσθετου φόρου ορίζεται σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του κυρίου φόρου. 6. Για τις υποβαλλόμενες του άρθρου 58 ισχύουν τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 57. Επιπλέον, οι συντελεστές των πρόσθετων φόρων του παρόντος άρθρου αναπροσαρμόζονται περαιτέρω αναλόγως της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή από το έτος εντός του οποίου έληξε η προθεσμία υποβολής της αρχικής δήλωσης, βάσει του οικείου συντελεστή αναπροσαρμογής του πίνακα της παρ. 4 του άρθρου 57. 7. Δηλώσεις για φορολογητέα ύλη και αντικείμενα που δεν έχουν περιληφθεί σε εντολή ελέγχου, προσωρινό προσδιορισμό ή οριστικό προσδιορισμό φόρου ή πράξη επιβολής προστίμων υποβάλλονται οποτεδήποτε μέχρι το πέρας της προθεσμίας της παραγράφου 1 του άρθρου 57, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 57.
Άρθρο 59 Ευεργετήματα από την υπαγωγή στη ρύθμιση Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ορίζεται ότι σε όσους υπαχθούν στη ρύθμιση του παρόντος νόμου δεν επιβάλλονται τα πρόστιμα των άρθρων 58, 58Α και 59 του ν. 4174/2013, ούτε του άρθρου 7 του ν. 4337/2015 ή του άρθρου 6 του ν. 2523/1997 ή άλλων διατάξεων, ούτε άλλες φορολογικές, διοικητικές ή ποινικές, κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένου του μέτρου του άρθρου 13 του ν. 2523/1997 και των κυρώσεων της υποπερ. α της περ. ιη' του άρθρου 3 του ν. 3691/2008, για τη φορολογητέα ύλη που περιλαμβάνεται στις ως άνω υποβαλλόμενες δηλώσεις ή για τις παραβάσεις που αποκαθίστανται με τις δηλώσεις αυτές, εφόσον υποβληθούν δηλώσεις για όλες τις φορολογίες για τις οποίες υπάρχει σχετική υποχρέωση για τη συγκεκριμένη φορολογητέα ύλη. Εάν έχουν υποβληθεί διασφαλιστικά μέτρα του άρθρου 46 ΚΦΔ, αυτά αίρονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό και στις κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση αυτού. Εάν από τα αποτελέσματα του φορολογικού ελέγχου δεν προκύπτει διαφοροποίηση της φορολογικής οφειλής σε σχέση με τις υποβληθείσες δηλώσεις, τα διασφαλιστικά μέτρα αίρονται, εφόσον καταβληθεί η οφειλή σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 46 ΚΦΔ και στις οικείες κανονιστικές πράξεις. Η υποβολή δηλώσεων κατά τα ως άνω δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής προς έλεγχο κατ' άρθρο 26 ΚΦΔ.
Άρθρο 60 Εξαιρέσεις από την υπαγωγή στη ρύθμιση Στο άρθρο αυτό ορίζονται πρόσωπα τα οποία εξαιρούνται από την υπαγωγή στη ρύθμιση του παρόντος κεφαλαίου.
Άρθρο 61 Λοιπά ζητήματα Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι οι καταβολές που διενεργούνται δυνάμει της υπαγωγής στην παρούσα ρύθμιση δεν επιστρέφονται ούτε συμψηφίζονται με άλλες υποχρεώσεις του φορολογούμενου και οι σχετικές δηλώσεις δεν ανακαλούνται. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 ορίζεται η καταβολή του φόρου και των επ' αυτού επιβαρύνσεων καθώς και οι επιπτώσεις σε περίπτωση μη καταβολής κατά τα οριζόμενα. Με Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων μπορεί να ρυθμίζεται κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των άρθρων 57 έως 61 του παρόντος. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΥΨΗΣ ΕΣΟΔΩΝ Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ - ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ Κεντρική δέσμευση της Κυβέρνησης και θεμέλιο της λαϊκής ετυμηγορίας της 20ης Σεπτεμβρίου 2015 είναι η ανάληψη πρωτοβουλιών που θα ανατάξουν την εθνική οικονομία, θα επαναφέρουν την ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσημο και θα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών που αποστέρησαν δημόσια έσοδα, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν διοχετευθεί προς την ανακούφιση των Ελλήνων πολιτών και ιδιαιτέρως των περισσότερο αδυνάμων. Στο πιο πάνω πλαίσιο, στόχος του νομοσχεδίου είναι η δημιουργία μιας συγκροτημένης δέσμης υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μεταξύ πολιτών και επιχειρήσεων, αναφορικά με τη διενέργεια ηλεκτρονικών συναλλαγών. Εισάγονται μέτρα διεύρυνσης της αποδοχής ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής από τις επιχειρήσεις, ώστε η χώρα να ωφεληθεί από τις ευρωπαϊκές τεχνολογικές και κανονιστικές εξελίξεις στον τομέα των ηλεκτρονικών πληρωμών και να ανακτήσει το χαμένο έδαφος των προηγούμενων ετών. Η εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία ανταποκρίνεται επιπλέον σε ένα διαρκές αίτημα της αγοράς και των θεσμικών φορέων της, εξορθολογίζοντας τις συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν μεταξύ των παροχών υπηρεσιών πληρωμών που παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα (τράπεζες, ιδρύματα πληρωμών, ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος), αίροντας στρεβλώσεις πολλών ετών. Επιπρόσθετα, το νομοσχέδιο δημιουργεί ένα συνεκτικό μηχανισμό για τη συνεχή τροφοδότηση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων με τα στοιχεία των ηλεκτρονικών συναλλαγών των επιχειρήσεων, δια μέσου των παροχών υπηρεσιών πληρωμών του Ν. 3862/2010 (εγχώριων ή αλλοδαπών) που δραστηριοποιούνται νομίμως στη χώρα, ώστε να καταστεί ευχερέστερη η διασταύρωση των στοιχείων συναλλαγών των επιχειρήσεων. Το μέτρο θα επιτρέψει την αξιοποίηση δεδομένων συναλλαγών με οργανωμένο τρόπο από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, δίνοντας για πρώτη φορά στο Ελληνικό Δημόσιο ένα σύγχρονο πλαίσιο για τον προσδιορισμό των εσόδων των επιχειρήσεων και τον εντοπισμό ενδεχόμενης φοροδιαφυγής. Το νομοσχέδιο εισάγει επίσης μέτρα για την υποχρέωση ταυτοποίησης των μέσων πληρωμής για ηλεκτρονικές συναλλαγές από το πρώτο ευρώ. Τα ανώνυμα μέσα πληρωμής (ανώνυμες κάρτες, ανώνυμο ηλεκτρονικό χρήμα κλπ) αποτελούν διεθνώς ένα από τα βασικά μέσα χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και κατ' εξοχήν μέσο «ξεπλύματος μαύρου χρήματος» (money laundering). Το νομοσχέδιο είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο με τις Ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, ιδιαιτέρως μετά την υιοθέτηση της σχετικής πρότασης COM(2016) 450 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 5 Ιουλίου 2016. Της απαγόρευσης χρήσης ανωνύμων μέσων πληρωμής θα εξαιρούνται συγκεκριμένοι τομείς οι οποίοι θα προσδιορίζονται εκάστοτε από τον Υπουργό Οικονομικών. Η εν λόγω πρωτοβουλία, παράλληλα με τα οφέλη καταπολέμησης του «μαύρου χρήματος», θα αποτρέψει τη χρήση ανώνυμων μέσων πληρωμής που εκδίδουν άγνωστοι πάροχοι πληρωμών του εξωτερικού, διευκολύνοντας την απόκρυψη συναλλαγών των Ελλήνων πολιτών και των επιχειρήσεων εις βάρος των δημοσίων εσόδων και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Συνεπώς η εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία στηρίζει έμπρακτα την ελληνική οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Β. ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ - ΚΑΤ' ΑΡΘΡΟ ΤΜΗΜΑ Α' Μέτρα για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών
Άρθρο 62 Ορισμοί Αξιοποιούνται οι ορισμοί των νόμων 3862/2010 και 4021/2011, των Κανονισμών 2015/751 και 260/2012 καθώς και της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ της Ε.Ε. ως πεδίο ορισμών του Σχεδίου Νόμου, ώστε να εξασφαλίζεται η συνεκτικότητα με το ισχύον εθνικό και ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο.
Άρθρο 63 Πεδίο εφαρμογής Καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής του νόμου, το οποίο καταλαμβάνει όχι μόνο τις κάρτες πληρωμής (πιστωτικές, χρεωστικές, προπληρωμένες) αλλά και το σύνολο των μέσων πληρωμής και των υποθεμάτων που βασίζονται στη χρήση καρτών (ηλεκτρονικά πορτοφόλια κλπ.).
Άρθρο 64 Εξαιρέσεις
Καθορίζονται εξαιρέσεις κατά την εφαρμογή του νόμου, με σκοπό την προστασία των επιχειρήσεων, των παροχών υπηρεσιών πληρωμών και των καταναλωτών από μονοπωλιακές πρακτικές σχημάτων καρτών. Πιο συγκριμένα: α) εξαιρούνται οι επιχειρήσεις από την υποχρεωτική αποδοχή «εταιρικών» καρτών, καθώς αυτές αποτελούν ειδικά προϊόντα, με ειδικές εφαρμογές και με υψηλότερες χρεώσεις που δεν ρυθμίζονται από το ευρωπαϊκό και εθνικό κανονιστικό πλαίσιο. Η μη συμπερίληψη αυτής της ειδικής κατηγορίας στις υποχρεώσεις αποδοχής καρτών προστατεύει τις ελληνικές επιχειρήσεις από υψηλότερες, μη ρυθμιζόμενες, χρεώσεις επί των συναλλαγών. β) αποτρέπεται πληθώρα τεχνικών προβλημάτων και κυρίως ο αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των παροχών υπηρεσιών πληρωμών, που θα προέκυπτε από την υποχρέωση αποδοχής στα γκισέ τους και τα ΑΤΜ μέσων πληρωμής με κάρτα, εν δυνάμει, ανταγωνιστικών παροχών. γ) προστατεύονται οι ελληνικές επιχειρήσεις από μονοπωλιακές πρακτικές στην περίπτωση κατά την οποία ο εκδότης μιας κάρτας αποτελεί ταυτόχρονα και μοναδικό φορέα εκκαθάρισης συναλλαγών με τη συγκεκριμένη κάρτα (τριμερές σύστημα καρτών). Εξαιρώντας τα τριμερή συστήματα καρτών από τις υποχρεώσεις αποδοχής καρτών αποφεύγεται η ουσιαστική καθοδήγηση των επιχειρήσεων στο να επιλέξουν ως συνεργάτη τον ένα και μοναδικό εκδότη- εκκαθαριστή καρτών ("acquirer"). δ) τα συστήματα πληρωμών, διαθέτουν ένα πλαίσιο απαγορεύσεων διάθεσης υπηρεσιών εκκαθάρισης καρτών σε συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, για λόγους προστασίας του κοινού, διαχείρισης ρίσκου, κανονιστικούς, κλπ. Επιχειρήσεις που υπόκεινται σε τέτοιες απαγορεύσεις λόγω των πολιτικών των συστημάτων καρτών εξαιρούνται από τις προβλέψεις του νομοσχεδίου, εξαιτίας της αντικειμενικής αδυναμίας τους να αποδέχονται κάρτες.
Άρθρο 65 Υποχρέωση αποδοχής μέσων πληρωμής με κάρτα Καταληκτικός στόχος του νομοσχεδίου είναι η καθιέρωση της υποχρεωτικής αποδοχής μέσων πληρωμής με κάρτα, στο σύνολο των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική επικράτεια. Στο πλαίσιο του άρθρου 66, δίνεται η δυνατότητα στον Υπουργό Οικονομικών να ορίζει τις κατηγορίες επιχειρήσεων που θα εμπίπτουν στην υποχρέωση αποδοχής καρτών, ώστε να γίνει σταδιακή, ομαλή μετάβαση στην καθιέρωση των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλο το εύρος της οικονομίας. Στόχος είναι η τροφοδότηση του Υπουργείου Οικονομικών και της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων με πλήρη και ολοκληρωμένα στοιχεία που αφορούν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές των επιχειρήσεων, δια μέσου στοιχείων συναλλαγών που διαβιβάζονται από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Η διαμεσολάβηση τρίτων επιχειρήσεων, που δεν αποτελούν αδειοδοτημένους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, για την αποδοχή πληρωμών των πραγματικών δικαιούχων πληρωμής διαστρεβλώνει την πραγματική εικόνα των ηλεκτρονικών συναλλαγών και των εσόδων των δικαιούχων πληρωμής και δημιουργεί συνθήκες απόκρυψης φορολογητέας ύλης. Προς το σκοπό αυτό προβλέπεται η απαγόρευση αποδοχής μέσων πληρωμής με κάρτα και μετρητά καθώς και η απαγόρευση είσπραξης για λογαριασμό τρίτου εν γένει για κάθε πληρωμή, συμπεριλαμβανομένων των εξοφλήσεων λογαριασμών, από επιχειρήσεις που δεν αποτελούν αδειοδοτημένους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, ώστε να διαβιβάζουν τη σχετική συναλλακτική δραστηριότητα στις αρμόδιες υπηρεσίες. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις είσπραξης για λογαριασμό τρίτου που ρητώς προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία για συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων (π.χ. τουριστικοί και ασφαλιστικοί πράκτορες, πωλήσεις με αντικαταβολή κλπ.).
Άρθρο 66 Υποχρέωση ενημέρωσης καταναλωτή Θεσπίζεται ένα σαφές πλαίσιο για την υποχρέωση ενημέρωσης και τα δικαιώματα μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων, αναφορικά με την αποδοχή καρτών και τη διενέργεια ηλεκτρονικών συναλλαγών με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα. Επιπρόσθετα, καθορίζεται το πλαίσιο προσφυγής των καταναλωτών στις αρμόδιες αρχές, στις περιπτώσεις παραβάσεων.
Άρθρο 67 Υποχρεώσεις παρόχων υπηρεσιών πληρώμων προς τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή σχετικά με τιμολογιακά δεδομένα Εισάγεται η υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών να γνωστοποιούν στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή στοιχεία που αφορούν την τιμολογιακή τους πολιτική για ορισμένα βασικά προϊόντα. Το ακριβές περιεχόμενο των παρεχόμενων στοιχείων πρόκειται να εξειδικευτεί με κοινή υπουργική απόφαση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο. Σκοπός της ρύθμισης είναι να παρέχεται στον καταναλωτή η δυνατότητα σύγκρισης ορισμένων βασικών προϊόντων ως προς τις τιμές και τις προμήθειες (πχ εμβάσματα, αγορά pos κα) ώστε να επιλέγει το προϊόν που τον συμφέρει. ΤΜΗΜΑ Β' Φορολογικές και λοιπές ρυθμίσεις
Άρθρο 68 Μειώσεις φόρου μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών Με την προτεινόμενη ρύθμιση εισάγεται από 01.01.2017 ένα ισχυρό πλαίσιο κινήτρων προς τους πολίτες για τη διεύρυνση της χρήσης μέσων πληρωμής με κάρτα. Οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής συμβάλλουν στη διατήρηση του προβλεπόμενου ποσού μείωσης του φόρου, βάσει συγκεκριμένης κλίμακας. Παράλληλα, η προτεινόμενη ρύθμιση προβλέπει ότι προϋπόθεση για τον συνυπολογισμό των ιατρικών δαπανών στον προσδιορισμό του ποσού μείωσης φόρου, βάσει των εκάστοτε διατάξεων, είναι η πραγματοποίηση αυτών με τη χρήση μέσου πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής.
Άρθρο 69 Διασφάλιση και έλεγχος συναλλαγών Καθορίζεται το πλαίσιο για τη διαβίβαση, την επεξεργασία, τη διαχείριση και τη διάθεση των δεδομένων των συναλλαγών. Αρμόδια υπηρεσία ορίζεται η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων. Μειώνεται από 1.500 ευρώ σε 500 ευρώ το ύψος των συναλλαγών μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων πάνω από το οποίο οι συναλλαγές πραγματοποιούνται αποκλειστικά με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής (ενδεικτικά άλλα όχι περιοριστικά τραπεζικό έμβασμα, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών, χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού κλπ.). Δεν επιτρέπεται εξόφληση με μετρητά για συναλλαγές μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων αξίας μεγαλύτερης των 500 ευρώ.
Άρθρο 70 Πρόγραμμα Δημοσίων Κληρώσεων (Λοταρία) Καθορίζεται πρόγραμμα δημοσίων κληρώσεων (λοταρία) που θα βασίζεται στις συναλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί με τη χρήση μέσων πληρωμής, κάρτας ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής για την αγορά αγαθών ή την λήψη υπηρεσιών. Το συνολικό διανεμόμενο χρηματικό ποσό κατά τις διενεργούμενες κληρώσεις επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό και δεν υπερβαίνει το ποσό των 12 εκατομμυρίων ευρώ κατ' έτος. Ο Υπουργός Οικονομικών ρυθμίζει οποιοδήποτε σχετικό θέμα για τη διενέργεια του προγράμματος δημοσίων κληρώσεων, ώστε να τεθεί σε εφαρμογή το εν λόγω επιπρόσθετο κίνητρο.
Άρθρο 71 Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμώνστη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και λοιπές διατάξεις Καταρτίζεται ενός συνεκτικός μηχανισμός για την συνεχή τροφοδότηση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων με τα στοιχεία των ηλεκτρονικών συναλλαγών των επιχειρήσεων, διαμέσου των παροχών υπηρεσιών πληρωμών, που δραστηριοποιούνται νομίμως στη χώρα, ώστε να καταστεί ευχερέστερη η διασταύρωση των στοιχείων συναλλαγών των επιχειρήσεων. Τα πιστωτικά ιδρύματα, τα ιδρύματα πληρωμών, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος καθώς και οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που αποδέχονται συναλλαγές καρτών πληρωμών («card acquirers") ανεξαρτήτως της χώρας προέλευσης, με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα, που παρέχουν υπηρεσίες εξυπηρετώντας Ελληνικές επιχειρήσεις, διασυνδέονται στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών και τροφοδοτούν με στοιχεία τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, Οι ως άνω πάροχοι, που διαβιβάζουν στοιχεία στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, συμπεριλαμβάνονται σε δημόσιο μητρώο που είναι προσβάσιμο ηλεκτρονικά μέσω TAXISNET. Οι ελληνικές επιχειρήσεις υποχρεουνται να δηλώνουν μέσω του TAXISNET τους συνεργαζόμενους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, διαμέσου των οποίων αποδέχονται ηλεκτρονικές πληρωμές. Οι επιχειρήσεις δηλώνουν πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, μεταξύ αυτών που έχουν συμπεριληφθεί στο ως άνω δημόσιο μητρώο. Κατ' αυτό τον τρόπο, οι οικείες Αρχές έχουν τη δυνατότητα διασταύρωσης των στοιχείων συναλλαγών των επιχειρήσεων δια μέσου των δεδομένων συναλλαγών που διαβιβάζουν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών. Η περίπτωση που επιχείρηση δεν δηλώνει συνεργαζόμενο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών δηλοί ότι αυτή δεν αποδέχεται ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής και, κατά συνέπεια, δεν διαβιβάζει στο Υπουργείο Οικονομικών τα δεδομένα των συναλλαγών. Η περίπτωση αυτή συνιστά υπόθεση υψηλής προτεραιότητας για τον περαιτέρω έλεγχο ενδεχόμενης απόκρυψης φορολογητέας ύλης. Το μέτρο θα επιτρέψει την αξιοποίηση δεδομένων συναλλαγών με οργανωμένο τρόπο από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, δίνοντας για πρώτη φορά στο Ελληνικό Δημόσιο ένα σύγχρονο οπλοστάσιο για τον προσδιορισμό των πραγματικών εσόδων των επιχειρήσεων και τον εντοπισμό της φοροδιαφυγής. Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου και με σκοπό την δραστική καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος και της φοροαποφυγής, εισάγεται η υποχρέωση ταυτοποίησης των μέσων πληρωμής για ηλεκτρονικές συναλλαγές από το πρώτο ευρώ. Η χρήση μη ονομαστικοποιημένων και μη ταυτοποιημένων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής κατά την πραγματοποίηση συναλλαγών με δικαιούχους που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται. Από την απαγόρευση χρήσης ανωνύμων μέσων πληρωμής θα εξαιρούνται συγκεκριμένοι τομείς οι οποίοι θα προσδιορίζονται εκάστοτε, από τον Υπουργό Οικονομικών σε περιπτώσεις δραστηριοτήτων χαμηλού κινδύνου όπως ενδεικτικά στον τομέα της σίτισης κλπ. Παράλληλα με τα οφέλη καταπολέμησης του «ξεπλύματος» χρήματος, οι προβλέψεις του Άρθρου 71 θα αποτρέψουν τη χρήση ανώνυμων μέσων πληρωμής εκδόσεως άγνωστων παροχών πληρωμών του εξωτερικού, που διευκολύνει την απόκρυψη συναλλαγών Ελλήνων πολιτών και επιχειρήσεων εις βάρος των δημοσίων εσόδων και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επιπρόσθετα, το άρθρο 71 ενισχύει το πλαίσιο καταγραφής και ταυτοποίησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και απαγορεύει ρητά την αδήλωτη και ανεξέλεγκτη διανομή ηλεκτρονικού χρήματος καθώς και την ανώνυμη είσπραξη έναντι τρίτου, με τρία ουσιαστικά μέτρα: α) Απαγορεύεται η διανομή ηλεκτρονικού χρήματος καθώς και η είσπραξη έναντι τρίτου τόσο με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής όσο και με μετρητά από μη ελεγμένους φορείς και οντότητες, που δεν έχουν εκπληρώσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις Αντιπροσώπευσης όπως αυτές ορίζονται αποκλειστικά για τα ιδρύματα πληρωμών και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, βάσει των Ν. 3862/2010 και Ν. 4021/2011. Η έννοια του αντιπροσώπου πιστωτικού ιδρύματος δεν υφίσταται στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο. β) Απαγορεύεται η αντιπροσώπευση ιδρυμάτων πληρωμών και ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς του στοιχηματισμού και των τυχερών παιγνίων καθώς και στον τομέα της διάθεσης και εμπορίας όπλων, καθώς αποτελούν τομείς υψηλού κινδύνου για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες , ξέπλυμα χρήματος και φοροδιαφυγή. γ) Κατά την πραγματοποίηση ακύρωσης, επιστροφής, αποζημίωσης ή απόδοσης κέρδους στο πλαίσιο ηλεκτρονικής συναλλαγής, η επιχείρηση υποχρεούται στην πίστωση του πληρωτή με χρήση του ιδίου μέσου πληρωμής και διαμέσου του ίδιου παρόχου από τον οποίο έγινε η αρχική συναλλαγή. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η «κλειστή ροή» χρήματος (closed-loop) στο πλαίσιο της συναλλαγής και σε κάθε περίπτωση από και προς το ίδιο ταυτοποιημένο μέσο πληρωμής, αποκλείοντας περιπτώσεις έμμεσης χρηματοδότησης τρίτων, ανώνυμων αποδεκτών με σκοπό το ξέπλυμα χρήματος. δ) Επιχειρήσεις που υπέχουν τις υποχρεώσεις αυξημένης επιμέλειας των νόμων 3691/2008 και 3932/2011 και οφείλουν να συλλέγουν και να τηρούν στοιχεία των πελατών τους προς το σκοπό της καταπολέμησης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, υποχρεούνται να συλλέγουν με δέουσα επιμέλεια τα στοιχεία ταυτοποίησης και των πληρωτών ανά συναλλαγή υποχρεωτικά μέσω των παροχών υπηρεσιών πληρωμών του Ν. 3862/2010, με τους οποίους συνεργάζονται. Κατ' αυτό τον τρόπο, οι εν λόγω επιχειρήσεις αξιοποιούν τα πλέον επίκαιροποιημένα στοιχεία ταυτοποίησης του πληρωτή και δη ανά συναλλαγή μέσω των παροχών. Παράλληλα, η προβλεπόμενη διαδικασία μειώνει σημαντικά το κόστος τήρησης πολλαπλών αρχείων ταυτοποίησης των ίδιων πληρωτών για τις δραστηριοποιούμενες στην Ελλάδα επιχειρήσεις, καθώς αξιοποιούνται ήδη υφιστάμενα στοιχεία ταυτοποίησης και ελέγχου ξεπλύματος χρήματος που, ούτως ή άλλως, υποχρεούνται να τηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών πλη ρωμών. Άρθρο 72 Μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες Ρυθμίζονται θέματα συγκεκριμένων εκπιπτόμενων επιχειρηματικών δαπανών, υπό την προϋπόθεση πληρωμής τους με χρήση μέσου πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής. Άρθρου 73 Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4174/2013 (Α' 170) Προβλέπονται οι ποινές και τα πρόστιμα για τις επιχειρήσεις που δεν συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις που προβλέπει το νομοσχέδιο ή υποβάλλουν ανακριβή στοιχεία. Άρθρο 74 Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4308/2014 (Α' 251) Αποσαφηνίζεται ο Ν. 4308/2014, ώστε να υλοποιηθεί η δυνατότητα ηλεκτρονικής τιμολόγησης στο πεδίο της λιανικής πώλησης και να μειωθεί σημαντικά το κόστος των επιχειρήσεων μέσω της υιοθέτησης πλήρως ηλεκτρονικών μεθόδων τιμολόγησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου