Πώς αποφάνθηκε η νομολογία για τις διαμάχες εργοδότη – εργαζομένου για τις αμοιβές πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσεως;
Άρειος Πάγος 270/2017
Αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων, είτε με την αρχική είτε με μεταγενέστερη συμφωνία, η παροχή από το μισθωτό εντός του νομίμου ωραρίου πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσεως, χωρίς να καθορισθεί και ο πρόσθετος μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του και χωρίς να συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβληθεί πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στο μισθωτό το συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες
Αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων, είτε με την αρχική είτε με μεταγενέστερη συμφωνία, η παροχή από το μισθωτό εντός του νομίμου ωραρίου πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσεως, χωρίς να καθορισθεί και ο πρόσθετος μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του και χωρίς να συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβληθεί πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στο μισθωτό το συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες
Περίληψη
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 652, 653 και 659 Α.Κ. προκύπτει ότι αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων, είτε με την αρχική είτε με μεταγενέστερη συμφωνία, η παροχή από το μισθωτό εντός του νομίμου ωραρίου πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσεως, η οποία σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν είναι συναφής με τη συμφωνηθείσα αρχικώς κύρια απασχόλησή του ούτε περιλαμβάνεται μεταξύ των καθηκόντων του μισθωτού που προβλέπονται από κανόνα δικαίου και κατά τις συνήθεις περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, χωρίς συγχρόνως να καθορισθεί και ο πρόσθετος αυτός μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του και χωρίς να συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβληθεί πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στο μισθωτό το συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες (ΑΠ 18/2011).
Τέτοια πρόσθετη και εντελώς διαφορετική εργασία συνιστά, επί οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων, η ανάθεση σ’ αυτούς της φορτοεκφόρτωσης των μεταφερομένων με το φορτηγό αυτοκίνητο εμπορευμάτων (ΑΠ 1062/2001).
Όμως η πρόσθετη αμοιβή δεν οφείλεται αν έχει συμφωνηθεί (άρθρο 361 Α.Κ.) μεταξύ μισθωτού και εργοδότη, ρητά ή σιωπηρά, είτε κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας είτε μεταγενέστερα, να παρέχει ο μισθωτός την πρόσθετη εργασία χωρίς αμοιβή ή η τελευταία να καλύπτεται από το μισθό της κύριας απασχόλησής του (Ολ. ΑΠ 861/1984 και ΑΠ 862/1984, ΑΠ 18/2011).
ΑΠ 270/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του την 1η Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………………………..» και το διακριτικό τίτλο «…………………..» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, όπως η επωνυμία αυτής τροποποιήθηκε νόμιμα από «……………………», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της ………………….. με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Β. Τ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ……………… με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Β. Τ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ……………… με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-7-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βεροίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 26/2011 του ίδιου δικαστηρίου και 930/2014 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-12-2014 αίτησή της, η οποία επαναφέρεται για συζήτηση με την από 6-6-2016 κλήση του αναιρεσιβλήτου, μετά τη ματαίωση αυτής κατά τη νομίμως ορισθείσα δικάσιμο της 22-9-2015.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Στυλιανή Γιαννούκου ανέγνωσε την από 21-6-2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των πρώτου και τρίτου λόγων της αίτησης και την παραδοχή του δευτέρου λόγου αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 652, 653 και 659 Α.Κ. προκύπτει ότι αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων, είτε με την αρχική είτε με μεταγενέστερη συμφωνία, η παροχή από το μισθωτό εντός του νομίμου ωραρίου πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσεως, η οποία σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν είναι συναφής με τη συμφωνηθείσα αρχικώς κύρια απασχόλησή του ούτε περιλαμβάνεται μεταξύ των καθηκόντων του μισθωτού που προβλέπονται από κανόνα δικαίου και κατά τις συνήθεις περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, χωρίς συγχρόνως να καθορισθεί και ο πρόσθετος αυτός μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του και χωρίς να συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβληθεί πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στο μισθωτό το συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες (ΑΠ 18/2011).
Τέτοια πρόσθετη και εντελώς διαφορετική εργασία συνιστά, επί οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων, η ανάθεση σ’ αυτούς της φορτοεκφόρτωσης των μεταφερομένων με το φορτηγό αυτοκίνητο εμπορευμάτων (ΑΠ 1062/2001).
Όμως η πρόσθετη αμοιβή δεν οφείλεται αν έχει συμφωνηθεί (άρθρο 361 Α.Κ.) μεταξύ μισθωτού και εργοδότη, ρητά ή σιωπηρά, είτε κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας είτε μεταγενέστερα, να παρέχει ο μισθωτός την πρόσθετη εργασία χωρίς αμοιβή ή η τελευταία να καλύπτεται από το μισθό της κύριας απασχόλησής του (Ολ. ΑΠ 861/1984 και ΑΠ 862/1984, ΑΠ 18/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα ουσιώδη, καθόσον αφορά τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους: «Η εναγομένη [σημ: εδώ αναιρεσείουσα] ανώνυμη εταιρεία διατηρεί στο… δημοτικό διαμέρισμα Πατρίδας του Δήμου Βέροιας… όπου βρίσκεται η έδρα της, επιχείρηση εμπορίας τροφίμων, ενώ παράλληλα διατηρεί και εκμεταλλεύεται πολυκαταστήματα τροφίμων και άλλων καταναλωτικών αγαθών (σούπερ μάρκετ)… σε διάφορες πόλεις της Μακεδονίας. Στον παραπάνω τόπο βρίσκονται τόσο το κτίριο της διοίκησης όσο και οι κεντρικές αποθήκες της εταιρείας, όπου συγκεντρώνονται τα εμπορεύματα και από εκεί μεταφέρονται με δικά της (ιδιόκτητα) φορτηγά αυτοκίνητα είτε σε παλέτες είτε σε μικρότερα δέματα, ανάλογα με τις παραγγελίες ανεφοδιασμού, και διανέμονται στα κατά τόπους καταστήματα (σούπερ μάρκετ). Την 3-1-2001 η εναγομένη, ενεργούσα δια του νομίμου εκπροσώπου της… προσέλαβε τον ενάγοντα [σημ: εδώ αναιρεσίβλητο], προκειμένου να εργασθεί ως οδηγός των φορτηγών αυτοκινήτων της με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Στη θέση αυτή ο ενάγων εργάσθηκε με πλήρη απασχόληση μέχρι την 21-1-2008, οπότε η εναγομένη τον απέλυσε… Όπως είχε ρητά συμφωνηθεί ο ενάγων θα εργαζόταν κατά το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας που ισχύει για τους εργαζόμενους σε όλες τις εμπορικές επιχειρήσεις της χώρας από τη Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, επί οκτώ… ώρες την ημέρα και σαράντα… ώρες την εβδομάδα, ενώ, σύμφωνα με την ταυτόχρονη με την πρόσληψή του γνωστοποίηση των όρων της σύμβασης εργασίας του, θα του καταβάλλονταν αποδοχές «σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας», χωρίς ειδικότερη αναφορά σε ποσό ή σε συγκεκριμένη συλλογική σύμβαση εργασίας και χωρίς ειδικότερο όρο για την παροχή πρόσθετης εργασίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια της εργασιακής του απασχόλησης στην επιχείρηση της εναγομένης, εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια στα καταστήματα της εναγομένης, τα οποία ανεφοδίαζε με εμπορεύματα. Ειδικότερα κάθε πρωί, κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας (Δευτέρα έως Παρασκευή) και περί ώρα 06.00′, προσερχόταν στις αποθηκευτικές εγκαταστάσεις της εναγομένης… από όπου παραλάμβανε το φορτηγό αυτοκίνητο που θα οδηγούσε… έμφορτο από τους εργαζόμενους της αποθήκης, οι οποίοι είχαν ολοκληρώσει τη φόρτωσή του ήδη από την προηγούμενη ημέρα, χωρίς να συμμετέχει καθόλου ο ίδιος στη φόρτωση των εμπορευμάτων που επρόκειτο να μεταφέρει στα καταστήματα… Ακολούθως ξεκινούσε ο ενάγων, χωρίς να επιβαίνει στο αυτοκίνητο συνοδηγός, για το πρώτο δρομολόγιο με προορισμό συνήθως τα πλησιέστερα προς τις αποθήκες καταστήματα στον ίδιο ή στους όμορους νομούς πριν ακόμη ξεκινήσει η λειτουργία τους, όπου μόλις έφθανε αφενός μεν εκφόρτωνε μόνος του χρησιμοποιώντας χειροκίνητο παλετοφόρο, το οποίο μόνιμα μετέφερε στην καρότσα του φορτηγού, τα εμπορεύματα, τα οποία εναπέθετε στον περιβάλλοντα χώρο των καταστημάτων, από όπου τα παρελάμβαναν οι κατά τόπους υπάλληλοι των σούπερ μάρκετ όταν αυτοί αργότερα προσέρχονταν στον τόπο της εργασίας τους… αφετέρου δε φόρτωνε ο ίδιος τυχόν επιστρεφόμενα εμπορεύματα, χαρτόνια συσκευασιών, τελάρα, άδεια μπουκάλια και παλέτες, τα οποία επίσης τακτοποιούσε στο εσωτερικό του φορτηγού για να μη μετακινηθούν κατά την κίνηση του οχήματος και τα οποία στη συνέχεια μετέφερε και παρέδιδε κατά την επιστροφή του περί ώρα 9.30′ στις αποθήκες της εναγομένης… Εκεί, αφού τα εκφόρτωνε από την καρότσα και τα παραλάμβαναν οι αποθηκάριοι με κλαρκ για να τα μεταφέρουν στις αποθήκες, ακολουθούσε με τον ίδιο τρόπο η φόρτωση των εμπορευμάτων από το προσωπικό της αποθήκης για το δεύτερο δρομολόγιο που ξεκινούσε περί τις 11.30′ και είχε ως προορισμό τα καταστήματα που βρίσκονταν σε μεγαλύτερη απόσταση. Κατά το χρονικό διάστημα των δύο περίπου ωρών που διαρκούσε η διαδικασία αυτή και μεσολαβούσε μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου δρομολογίου, ο ενάγων δεν παρείχε εργασία αλλά ήταν ελεύθερος να απομακρυνθεί από το χώρο της εργασίας του και είχε τη δυνατότητα να διαθέσει όπως επιθυμούσε το χρόνο του, χωρίς να τελεί ούτε σε απλή ετοιμότητα για εργασία, επέστρεφε δε στις εγκαταστάσεις της αποθήκης μόλις τον ειδοποιούσαν, συνήθως τηλεφωνικά, η υπεύθυνη του γραφείου κίνησης ή ο υπεύθυνος φορτώσεων ότι ολοκληρώθηκε η διαδικασία της φόρτωσης και ότι το φορτηγό ήταν έτοιμο για την εκτέλεση του δεύτερου δρομολογίου. Μετά και την παράδοση των εμπορευμάτων αυτών, με τον ίδιο όπως παραπάνω τρόπο, η ημερήσια απασχόλησή του έληγε περί ώρα 17.00′, όταν επέστρεφε στις εγκαταστάσεις της εναγομένης, όπου και στάθμευε το αυτοκίνητό του μέχρι το πρωί της επόμενης ημέρας, το ασφάλιζε και κατόπιν αποχωρούσε από την εργασία του. Έτσι συμπλήρωνε εργασία εννέα… ωρών ημερησίως (από την 06.00′ έως την 17.00′ , αφαιρουμένων των δύο ωρών που μεσολαβούσαν μεταξύ των δύο δρομολογίων) από τη Δευτέρα μέχρι την Παρασκευή, ενώ παρείχε την εργασία του και όλα τα Σάββατα, εργαζόμενος κατά την ημέρα αυτή (του Σαββάτου) επί πέντε… ώρες, από την 06.00′ έως την 11.00’… Από αυτά που εκτέθηκαν συνάγεται ότι ο ενάγων δεν εργαζόταν μόνο ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου αλλά πραγματοποιούσε παράλληλα με την κύρια εργασία του σταθερά και μόνιμα καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα καθημερινά και πρόσθετη εργασία φορτοεκφόρτωσης των εμπορευμάτων της εναγομένης διαρκείας δύο ωρών ημερησίως, η παροχή της οποίας δεν είχε ρητά συμφωνηθεί και ούτε συμπεριλαμβανόταν στα καθήκοντά του ως οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου και επομένως δικαιούται για την εργασία αυτή πρόσθετη αμοιβή… Για την πρόσθετη αυτή εργασία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε στον ενάγοντα πρόσθετη αμοιβή, ως τέτοια δε έκρινε ότι πρέπει να του επιδικασθεί το επίδομα που παρέχεται στους οδηγούς φορτηγών αυτοκινήτων με τις εκάστοτε ισχύουσες ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας «για τη ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των οδηγών των πάσης φύσεως φορτηγών κλπ αυτοκινήτων που απασχολούνται σε οποιονδήποτε εργοδότη όλης της χώρας», δεχόμενο ότι αυτή είναι η ειθισμένη για τη συγκεκριμένη εργασία αμοιβή. Ειδικότερα η εκκαλουμένη επιδίκασε ως πρόσθετη αμοιβή το ποσό των 32 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 31-12-2004, που προβλέπεται ως επίδομα διανομής μικροκιβωτίων κλπ από τις Δ.Α. 15/2003 και 20/2004, το ποσό των 35 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 31-12-2006 που προβλέπεται ως επίδομα διανομής μικροκιβωτίων κλπ από τις Δ.Α. 9/2005 και 14/2006, το ποσό των 36,02 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως 31-8-2007 και το ποσό των 37,10 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-9-2007 έως 21-1-2008, που προβλέπονται ως επίδομα διανομής μικροκιβωτίων κλπ από τη Σ.Σ.Ε. της 11-4-2007 (αντί του αληθούς ποσού των 38,21 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2008 έως 21-1-2008, που προβλέπεται ως επίδομα διανομής μικροκιβωτίων κλπ από τη Δ.Α. 15/2008, το οποίο όμως δεν θα ληφθεί υπόψη αφού ο ενάγων αξιώνει για το χρονικό αυτό διάστημα το έλασσον ποσό των 37,10 ευρώ). Δεδομένου δε ότι η εναγομένη-εκκαλούσα δεν αντέλεξε ειδικότερα ως προς το ύψος της πρόσθετης αμοιβής αλλ’ ούτε και προέβαλε ισχυρισμό για διαφορετικό υπολογισμό της, η εκκαλουμένη που κατέληξε στο παραπάνω συμπέρασμα δεν έσφαλε…». Με βάση αυτές τις παραδοχές και άλλες που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, το εφετείο δέχθηκε τις αντίθετες εφέσεις των διαδίκων, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και ως προς τα μη εκκληθέντα κεφάλαιά της για το ενιαίο της εκτέλεσης και αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, την δέχθηκε εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 39.672,52 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ άλλων και τα ποσά των 20.821,82 ευρώ για διαφορές αποδοχών, των 4.454,42 ευρώ για διαφορές επιδομάτων εορτών και των 962,07 ευρώ για διαφορά αποζημίωσης απόλυσης. Έτσι που έκρινε το εφετείο προέβη σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών – που αναιρετικώς ανέλεγκτα έκρινε αποδεδειγμένα – στις ρηθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 649, 652, 653, 659 AΚ που εφάρμοσε, τις οποίες δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή. Διέλαβε δε στον υπαγωγικό συλλογισμό του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των νομικών αυτών διατάξεων. Τούτο δε διότι οι διαλαμβανόμενες σ’ αυτήν σαφείς παραδοχές ότι: α) ο ενάγων δεν εργαζόταν μόνο ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου αλλά πραγματοποιούσε παράλληλα με την κύρια εργασία του σταθερά και μόνιμα καθημερινά εργασία φορτοεκφόρτωσης των εμπορευμάτων, β) ότι η παροχή αυτής δεν είχε ρητά συμφωνηθεί, δεν ήταν συναφής και δεν συμπεριλαμβανόταν στα καθήκοντα του ως οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, είχε δε το χαρακτήρα πρόσθετης εργασίας για την οποία δικαιούται αμοιβή και γ) ότι στην έγγραφη σύμβαση εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων και όπου καθορίζονταν οι συνθήκες εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος και στη γνωστοποίηση αρμοδίως των όρων αυτής ουδόλως περιλήφθηκε ειδικότερος όρος για την παροχή πρόσθετης εργασίας ούτε συμφωνήθηκε για την εργασία αυτή ιδιαίτερη αμοιβή ούτε ότι θα εκτελείται χωρίς αμοιβή, καταφάσκουν τη βασιμότητα της αγωγικής αξίωσης ότι η εκ μέρους του ενάγοντος παροχή εργασίας φορτοεκφόρτωσης κατά τη διάρκεια της ένδικης σύμβασης εμπίπτει στην έννοια της πρόσθετης, κατά το άρθρο 659 Α.Κ., εργασίας και ότι συνακόλουθα αυτός δικαιούται την οριζόμενη με την ίδια διάταξη αμοιβή.
Συνεπώς ο πρώτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι λοιπές διαλαμβανόμενες στον ίδιο πιο πάνω λόγο αιτιάσεις, όπως ότι «η παραδοχή της προσβαλλομένης ότι η περιγραφείσα ημερήσια απασχόληση του ενάγοντα διαρκούσε 2 ώρες ημερησίως είναι έωλη…» και ότι «αποτελεί επομένως αυθαίρετη παραδοχή», είναι απαράδεκτες διότι με αυτές, υπό την επίφαση της προαναφερθείσης πλημμέλειας του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. γ Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης. Επομένως πράγμα υπό την έννοια αυτή είναι και ο λόγος έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν στοιχειοθετείται αν δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. ΑΠ 25/2003) αλλά και αν το δικαστήριο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. ΑΠ 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο κατά το πρώτο σκέλος του λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. γ Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα ότι το εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον τρίτο λόγο έφεσης της αναιρεσείουσας, κατά το μέρος του (παρ. 6 αυτού) με το οποίο η τελευταία παραπονέθηκε ειδικώς για το νόμω και ουσία αβάσιμο της αιτούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία και ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων υποχρεώθηκε σε καταβολή ποσών ανώτερων των δικαιουμένων. Από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τον τρίτο λόγο της έφεσής της η αναιρεσείουσα προέβαλε (παρ. 6 του λόγου αυτού) ότι ο ενάγων δεν προσέφερε πρόσθετη εργασία ούτε δικαιούται πρόσθετη αμοιβή και ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κρίνοντας αντιθέτως, έσφαλε στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, καθόσον, όπως κατά λέξη αναγράφεται περαιτέρω στο λόγο αυτό: «υπό την ως άνω εσφαλμένη παραδοχή της όρισε το ύψος των τακτικών αποδοχών του αντιδίκου σε ποσά ανώτερα των όσων δικαιούταν και εν τέλει, με υποχρέωσε να του καταβάλω: α) 20.821,82 ευρώ για «διαφορά διευρυμένου βασικού μισθού» για την εργασία του, κατά τη διάρκεια του ανώτατου επιτρεπομένου ημερήσιου ωραρίου… β)… γ)… δ)… ε)… στ) 4.454,42 ευρώ «για επιδόματα εορτών» και ζ) 962,07 ευρώ για διαφορά αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του». Το εφετείο με τις προπαρατεθείσες παραδοχές του δεν υπέπεσε στην ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια. Τούτο δε διότι, κατά την εξαγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη τον ανωτέρω (τρίτο παρ. 6) λόγο έφεσης, τον οποίο απέρριψε ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν με εκτενή αιτιολογία, η εκτεθείσα δε επάλληλη αιτιολογία ότι «η εναγομένη-εκκαλούσα δεν αντέλεξε ειδικότερα ως προς το ύψος της πρόσθετης αμοιβής ούτε προέβαλε ισχυρισμό για διαφορετικό υπολογισμό της» (μετά την παραδοχή ότι ο ενάγων προσέφερε πράγματι πρόσθετη εργασία) στηρίζει το διατακτικό της. Ο ίδιος πιο πάνω (τρίτος) λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο, κατά την επιτρεπτή νοηματική του απόδοση, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. και ειδικότερα ότι δεν περιέχει αιτιολογία ως προς τον υπολογισμό του ύψους του ποσού της πρόσθετης αμοιβής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης προκύπτει λεπτομερής υπολογισμός του ύψους του ποσού της πρόσθετης αμοιβής κατά τα επί μέρους εκτεθέντα χρονικά διαστήματα. Εξ άλλου ο ίδιος (τρίτος) λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος αυτού με το οποίο, κατά την επιτρεπτή νοηματική του απόδοση, αποδίδεται στην προσβαλλομένη η ίδια πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα ότι: «σε σχέση με την αξίωση αυτή των 20.821,82 ευρώ για πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος από την παροχή πρόσθετης εργασίας… η εφετειακή απόφαση στο γενόμενο τελικό άθροισμα όλων των επιδικαζομένων λοιπών απαιτήσεων του ενάγοντος συμπεριέλαβε και το επίμαχο ποσό των 20.821,82 ευρώ… για το οποίο όμως δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη, αναφορά ή μνεία στις παραδοχές και αιτιολογίες της» είναι απορριπτέος ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως θεμελιούμενος και συνεπώς αβάσιμος. Τούτο δε διότι το εν λόγω ποσό δεν αφορά αποκλειστικά την αμοιβή πρόσθετης εργασίας αλλά, όπως και η αναιρεσείουσα εκθέτει στην έφεσή της και όπως ιστορείται στην αγωγή του αναιρεσιβλήτου, στο εν λόγω ποσό των 20.821,82 ευρώ συμποσούνται οι διαφορές «διευρυμένου μισθού», για την εξεύρεση των οποίων υπολογίσθηκε μεταξύ άλλων και η αμοιβή πρόσθετης εργασίας, το ποσό δε αυτό ζητήθηκε με την αγωγή, έγινε δεκτό με την πρωτόδικη απόφαση, μετά δε την απόρριψη του λόγου έφεσης για εσφαλμένη παραδοχή πρόσθετης εργασίας και επιδίκαση αμοιβής γι’αυτή, έγινε δεκτό και από το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του «ως επιδικασθείσες διαφορές αποδοχών».
Τέλος ο δεύτερος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη την αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα ότι χωρίς αιτιολογία συνάθροισε στο τέλος αυτής τα ποσά των 4.454,42 για διαφορά επιδομάτων εορτών και των 962,07 ευρώ για διαφορά αποζημιώσεως απολύσεως, τα οποία αυτή εξεκάλεσε με τον ίδιο (τρίτο παρ. 6) λόγο έφεσης, παραπονούμενη για εσφαλμένη ως προς το ύψος επιδίκαση στον ενάγοντα των ποσών αυτών, είναι απορριπτέος ομοίως ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως θεμελιούμενος και συνεπώς αβάσιμος. Τούτο δε διότι από την κατά τ’ ανωτέρω παραδεκτή επισκόπηση του ρηθέντος (τρίτου παρ. 6) λόγου έφεσης ουδόλως προκύπτει τούτο αλλά μόνο διατύπωση παραπόνου για τη γενόμενη δεκτή ως πρόσθετη επί δίωρο καθημερινή απασχόληση του ενάγοντος «για την οποία θα πρέπει πρόσθετα να αμειφθεί…» και ότι υπό την εσφαλμένη αυτή παραδοχή της η εκκαλούμενη απόφαση «όρισε το ύψος των τακτικών αποδοχών του αντιδίκου σε ποσά ανώτερα των όσων δικαιούταν» και όχι ότι τα ποσά των εν λόγω κονδυλίων με την παραδοχή ως βάσιμης της παροχής πρόσθετης εργασίας και συνυπολογισμό αμοιβής για την αιτία αυτή ήσαν ανώτερα των όσων δικαιούταν ο ενάγων.
Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-12-2014 αίτηση για αναίρεση της 930/2014 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Φεβρουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου