Του Γιώργου Δαλιάνη, με τη συνεργασία του Φίλιππου Ζήρα (δικηγόρου της Artion A.E.)
Από την ψήφιση του νόμου για την οικειοθελή αποκάλυψη εισοδημάτων (ν.4446/2016) οι φορολογούμενοι που ενδιαφέρονται να κάνουν χρήση του προβληματίζονταν από δύο βασικά ζητήματα. Αυτά της α) παραγραφής των φορολογικών υποθέσεών τους και της υποχρέωσης διαφύλαξης των φορολογικών τους βιβλίων και β) του ελέγχου των τραπεζικών τους καταθέσεων. Για όλα αυτά οι ενδιαφερόμενοι, όπως είναι επόμενο, χρειάζονται οριστικές απαντήσεις πριν προχωρήσουν σε κάποια ενέργεια. Στόχος είναι η εξασφάλιση επιεικέστερων ποινών σε σύγκριση με αυτές ενός ενδεχόμενου ή και ήδη εκκρεμούς φορολογικού ελέγχου. Επειδή όμως κανείς δεν επιθυμεί να προχωρήσει σε οικειοθελή αποκάλυψη εισοδημάτων και να καταβάλει περισσότερα από αυτά που με βάση τον νόμο οφείλει εκείνη την στιγμή, πρέπει να γνωρίζει τι ισχύει με την παραγραφή των χρήσεων. Εξίσου σημαντική είναι η σύγχυση που επικρατεί με την υποχρέωση διαφύλαξης των φορολογικών βιβλίων και στοιχείων. Όσον αφορά το ιστορικό των τραπεζικών καταθέσεων στην Ελλάδα, περιμένουμε το ΣτΕ να αποφανθεί οριστικά.
Πρώτον ζήτημα: Παραγραφή Φορολογικών χρήσεων
Η μετάβαση από τον νόμο 2238/1994 στον νόμο 4174/2013 ο οποίος έθεσε νέα χρονικά όρια και κανόνες στα όσα γνωρίζαμε για την παραγραφή, σε συνδυασμό με την ελληνική πατέντα διαρκών παρατάσεων παραγραφής των φορολογικών ετών, προκάλεσε έντονη σύγχυση στον επιχειρηματικό κόσμο αλλά και τους λοιπούς φορολογούμενους. Απόδειξη πως το ζήτημα της παραγραφής απασχόλησε τόσο πολύ τις φορολογικές αρχές αποτελεί η έλλειψη των κατάλληλων εργαλείων εκ μέρους της διοίκησης για να προχωρούν σε απολύτως τυπικά νόμιμους ελέγχους, οι οποίοι λόγω της έλλειψης αυτής σε επόμενη φάση κατέπιπταν λόγω παραγραφής στις δικαστικές αίθουσες που κατακλύζονταν από προσφυγές κατά φορολογικών προστίμων και προσαυξήσεων. Σημαντικότερη όλων μέχρι σήμερα είναι η απόφαση 1738/2017 του ΣτΕ στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί διεξοδικά. Με δύο πρόσφατες αποφάσεις της, η ΑΑΔΕ προσπαθεί να βάλει για πρώτη φορά τάξη στο ποιες χρήσεις πρέπει να ελέγχονται και ποιες όχι (εκκρεμεί όπως θα δούμε παρακάτω το λεγόμενο ζήτημα των συμπληρωματικών στοιχείων).
Η σωρεία των δικαστικών αποφάσεων του ΣτΕ αλλά και των λοιπών Διοικητικών Δικαστηρίων, οι οποίες καταδίκαζαν τις πρακτικές της Διοίκησης με τις οποίες αυτή προέβαινε σε έλεγχο συχνά παραγεγραμμένων χρήσεων, οδήγησε στην έκδοση τόσο της υπ’αριθμ. ΔΙΠΑΕΕ 1466/2017 απόφασης της ΑΑΔΕ όσο και της ΔΙ.Π.Α.Ε.Ε. με αριθμό πρωτ.: 1752/2017, με τις οποίες έμμεσα έγιναν δεκτές οι αποφάσεις των δικαστηρίων. Μάλιστα, οι αποφάσεις αυτές της ΑΑΔΕ καλύπτουν τις εκκρεμείς υποθέσεις μέχρι και τις 21-9-2017 (ημέρα δημοσίευσης της απόφασης ΔΙΠΑΕΕ 1466/2017) ενώ δίνονται οδηγίες και για τις μη εκκρεμείς υποθέσεις. Εκκρεμείς θεωρούνται οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχουν θεωρηθεί (οριστικοποιηθεί) οι σχετικές με την υπόθεση εκθέσεις ελέγχου ή δεν έχουν υπογραφεί οι πληροφοριακές εκθέσεις από τον αρμόδιο κατά περίπτωση προϊστάμενο των ΥΕΔΔΕ.
Με την αριθμ. ΔΙΠΑΕΕ 1466/19.9.2017 Απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. ορίστηκε ότι για τη φορολογία εισοδήματος, καθώς και για τις φορολογίες για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις της φορολογίας αυτής, ελέγχονται ή ερευνώνται κατά προτεραιότητα και συντάσσονται εκθέσεις ελέγχου ή πληροφοριακές εκθέσεις, ως κατωτέρω:
Χρήσεις για τις οποίες ολοκληρώνεται η διενέργεια ελέγχων ή ερευνών και η σύνταξη εκθέσεων ελέγχου ή πληροφοριακών εκθέσεων, σύμφωνα με την ΔΙΠΑΕΕ 1466/19.9.2017 Απόφαση Διοικητή
Α.Α.Δ.Ε.
ΧΡΗΣΕΙΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΛΕΓΧΘΟΥΝΕΦΑΡΜΟΣΤΕΑ ΔΙΑΤΑΞΗΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
2011 και μετάΆρθρο 84 § 1 του ν.2238/1994 (σε συνδυασμό με άρθρο 72 § 11, εδ. α’, του ν.4174/2013, όπως ισχύουν) και άρθρο 36 § 1 του ν.4174/2013.Κανόνας πενταετούς παραγραφής
2008 και μετάΆρθρο 36 § 3 του ν.4174/2013, σε συνδυασμό με άρθρο 72 § 11, εδ. β’, του ν.4174/2013.Η εφαρμογή της διάταξης προϋποθέτει φοροδιαφυγή
2006 και μετάΆρθρο 84 § 4 του ν.2238/1994 και 68 § 2α’ του ν.2238/1994 (σε συνδυασμό με άρθρο 72 § 11, εδ. α’ του ν.4174/2013).Η εφαρμογή των διατάξεων προϋποθέτει συμπληρωματικά στοιχεία (βλέπε ανωτέρω εκκρεμή απόφαση για καταθέσεις εσωτερικού)
2001 και μετάΆρθρο 84 § 5 του ν.2238/1994 (σε συνδυασμό με άρθρο 72 § 11, εδ. α’, του ν.4174/2013 ).Αφορά αποκλειστικά την περίπτωση μη υποβολής δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος

Φυσικά, για τη φορολογία κεφαλαίου (Φόρος μεταβίβασης ακινήτων κλπ) και τελών χαρτοσήμου ισχύει η παραγραφή που προβλέπεται αυτοτελώς για την κάθε περίπτωση και θα πρέπει να εξεταστεί ειδικά.
Δεύτερο ζήτημα: Διάρκεια υποχρέωσης διαφύλαξης λογιστικών βιβλίων
Στον ίδιο άξονα της παραγραφής, εξίσου σημαντικό ζήτημα με το δικαίωμα ελέγχου μιας φορολογικής χρήσης είναι η υποχρέωση διαφύλαξης των φορολογικών βιβλίων. Η μη διαφύλαξη των βιβλίων και η μη προσκόμισή τους στον έλεγχο τιμωρούνται με βάση διαφορετικές διατάξεις ανάλογα με το ποια χρήση αφορούν τα βιβλία αυτά. Για βιβλία που αφορούν χρήσεις μέχρι και τις 31/12/2012 ισχύουν οι διατάξεις του Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992), από την 1/1/2013 έως και τις 31/12/2013 ισχύουν οι διατάξεις του Κ.Φ.Α.Σ. (νόμος 4093/2012 υποπαράγραφος Ε.1), ενώ από 1/1/2014 και εφεξής ισχύουν οι διατάξεις του Κ.Φ.Δ. (ν.4174/2013).
Ποια όμως βιβλία θεωρούνται ανεπαρκή ή ανακριβή; Το άρθρο 30 του Κ.Β.Σ. ορίζει ότι «…Τα  βιβλία και στοιχεία της τρίτης κατηγορίας κρίνονται ανεπαρκή όταν ο υπόχρεος διαζευκτικά ή  αθροιστικά: α) δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει το ή τα ημερολόγια, όπου καταχωρούνται  πρωτογενώς οι συναλλαγές, το γενικό καθολικό, το βιβλίο αποθήκης, το βιβλίο απογραφών, καθώς  και πρόσφατα βιβλία που ορίζονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του Κώδικα αυτού  …, β) δεν διαφυλάσσει τα συνοδευτικά στοιχεία των αγαθών, καθώς και τα  προβλεπόμενα από τον Κώδικα αυτό παραστατικά, … Η ανεπάρκεια πρέπει να αναφέρεται σε αδυναμία διενέργειας συγκεκριμένων  ελεγκτικών επαληθεύσεων για οικονομικά μεγέθη μεγάλης έκτασης σε σχέση με τα μεγέθη των βιβλίων και στοιχείων και να είναι αιτιολογημένη.
«Τα βιβλία και στοιχεία της τρίτης κατηγορίας  κρίνονται ανακριβή όταν ο υπόχρεος διαζευκτικά ή αθροιστικά: α) δεν εμφανίζει στα βιβλία του  έσοδα ή έξοδα ή εμφανίζει αυτά ανακριβώς, β) …, γ) δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβή ή εικονικά ή  πλαστά ως προς την ποσότητα ή την αξία ή τον αντισυμβαλλόμενο φορολογικά στοιχεία  διακίνησης ή αξίας, ή λαμβάνει ανακριβή ή εικονικά τέτοια στοιχεία, δ) δεν εμφανίζει την  πραγματική κατάσταση της επιχείρησής του, ε) … Οι πράξεις ή οι παραλείψεις της παραγράφου  αυτής, για να συνεπάγονται εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων, πρέπει να είναι  μεγάλης έκτασης σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη των βιβλίων, ώστε να τα επηρεάζουν  σημαντικά ή να οφείλονται σε πρόθεση του υπόχρεου για απόκρυψη φορολογητέας ύλης …»
Βλέπουμε λοιπόν πως εάν δεν είναι διαθέσιμα τα βιβλία για προσκόμιση σε έλεγχο, αυτό μπορεί να οδηγήσει αφενός σε εξωλογιστικό προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης και αφετέρου σε αδυναμία αντίκρουσης κατηγοριών του ελέγχου πως ορισμένα φορολογικά στοιχεία είναι π.χ. εικονικά. Εν ολίγοις είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντικρούσεις επιχειρήματα περί ανακρίβειας ή ανεπάρκειας χωρίς τα ίδια τα βιβλία και στοιχεία.
Η διάρκεια νόμιμης υποχρέωσης διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων μιας επιχείρησης προσδιορίζεται στο άρθρο 21 του Κ.Β.Σ. (χρήσεις έως και 31/12/2012) «…Τα βιβλία, οι οπτικοί δίσκοι και γενικά όλα τα ηλεκτρομαγνητικά μέσα στα οποία αποθηκεύονται δεδομένα βιβλίων, για τα οποία δεν υπάρχει υποχρέωση εκτύπωσης τους, τα στοιχεία που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό, καθώς και τα λοιπά δικαιολογητικά των εγγραφών στα βιβλία διατηρούνται στον εκάστοτε οριζόμενο από τις σχετικές φορολογικές διατάξεις χρόνο παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου. Τα βιβλία και τα στοιχεία αυτά διατηρούνται οπωσδήποτε όσο χρόνο εκκρεμεί σχετική υπόθεση ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας….». Αντίστοιχη είναι η πρόβλεψη και για τον ΚΦΑΣ (1/1/2013 έως 31/12/2013).
Ο νόμος 4174/2013 (χρήσεις από 1/1/2014 και μετά) αναφέρει ότι «Τα λογιστικά αρχεία, φορολογικοί ηλεκτρονικοί μηχανισμοί, φορολογικές μνήμες και αρχεία που δημιουργούν οι φορολογικοί ηλεκτρονικοί μηχανισμοί πρέπει να διαφυλάσσονται κατ’ ελάχιστον:
α) για διάστημα πέντε (5) ετών από τη λήξη του αντίστοιχου φορολογικού έτους εντός του οποίου υπάρχει η  υποχρέωση υποβολής δήλωσης ή
β) εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του Κώδικα, έως ότου παραγραφεί το δικαίωμα έκδοσης από τη Φορολογική Διοίκηση πράξης προσδιορισμού του φόρου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο αυτή ή
γ) έως ότου τελεσιδικήσει η απαίτηση της Φορολογικής Διοίκησης σε συνέχεια διενέργειας φορολογικού ελέγχου ή έως ότου αποσβεστεί ολοσχερώς η απαίτηση λόγω εξόφλησης.»
Άρα ο νόμιμος ελάχιστος χρόνος διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων μιας επιχείρησης είναι η πενταετία (χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου το Δημόσιο μπορεί να κοινοποιήσει την εντολή ελέγχου στον φορολογούμενο). Επειδή ορισμένες φορές επικρατεί σύγχυση με τον υπολογισμό της πενταετίας εντός της οποίας δικαιούται το Δημόσιο να ελέγξει μια χρήση, ο ευκολότερος τρόπος υπολογισμού του έτους παραγραφής είναι το 5+1. Αν π.χ. ελέγχεται η χρήση 2009, τότε έτος παραγραφής διακράτησης των βιβλίων (αλλά και ελάχιστης πενταετίας π.χ. για φόρο εισοδήματος) είναι το 2015 (έναρξη παραγραφής την πρώτη Ιανουαρίου 2011 και υποχρέωση διακράτησης των βιβλίων έως και 31 Δεκεμβρίου 2015). Άποψή μας σε κάθε περίπτωση είναι να επιδιώκεται η διαφύλαξή τους τουλάχιστον για δέκα έτη καθώς όπως προαναφέραμε αποτελούν όπλο αντίκρουσης κατά του ελέγχου σε περίπτωση π.χ. νέου ελέγχου λόγω συμπληρωματικών στοιχείων.
Παράδειγμα: Ο Α ελέγχεται για τη χρήση 2010 εντός της νόμιμης αρχικής πενταετίας και ο έλεγχος καταλήγει σε ένα ορισμένο πόρισμα. Ο Α εξοφλεί στο 2015 το ποσό που του προσδιόρισε ο έλεγχος αυτός. Μετά το πέρας της πενταετίας, το έτος 2017, ο Α αποφασίζει με δεδομένο πως έχει ελεγχθεί, να πετάξει τα βιβλία του καθώς δεν έχει και κάποια ένδειξη πως επίκειται επανέλεγχος λόγω συμπληρωματικού στοιχείου. Αν ο έλεγχος λόγω συμπληρωματικού στοιχείου χρήσης 2010, τον καλέσει για επανέλεγχο το 2018 (εντός νέας πενταετούς παράτασης αφού το 2018 ήρθε στα χέρια του ελέγχου το νέο στοιχείο από διασταύρωση με άλλο έλεγχο άλλου φορολογούμενου) και δεν προσκομίσει τα βιβλία αυτά επειδή τα πέταξε, τότε δεν θα του επιβληθεί πρόστιμο μη διατήρησης βιβλίων. Τίθεται όμως ζήτημα για το πώς θα αντικρούσει όποιες κατηγορίες του ελέγχου περί εικονικότητας.
Σημαντικές σημειώσεις:
  • Όσο εκκρεμεί έλεγχος (μας έχει κοινοποιηθεί σημείωμα ή πρόσκληση) απαγορεύεται η οποιαδήποτε καταστροφή βιβλίων και στοιχείων
  • Εάν έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος, η καταστροφή των βιβλίων γίνεται με την εξόφληση όποιου ποσού προσδιορίσει ο έλεγχος αυτός.
  • Όσο εκκρεμεί δικαστική διένεξη φορολογικού ενδιαφέροντος ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων ή του ΣτΕ.
  • Αν δε η περίπτωσή μας υπάγεται σε ειδική προθεσμία παραγραφής (π.χ. 20 έτη λόγω υπαγωγής στις διατάξεις περί φοροδιαφυγής) τότε είναι αντίστοιχη η διάρκεια υποχρέωσης διατήρησης των βιβλίων και στοιχείων.

Τρίτον ζήτημα: Ημεδαπές τραπεζικές καταθέσεις ως συμπληρωματικά στοιχεία
Πριν από 2 εβδομάδες, η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συνεδρίασε με κεντρικό αντικείμενο την έκδοση απόφασης με θέμα το αν οι καταθέσεις που βρίσκονταν όλα αυτά τα χρόνια στις εν Ελλάδι εγκατεστημένες τράπεζες, ήταν ή όχι συμπληρωματικά στοιχεία (στοιχεία διαθέσιμα και άρα προσβάσιμα στους ελεγκτές κατά το χρονικό διάστημα μετά την αρχική παραγραφή της υπόθεσης), για τις ελεγκτικές αρχές.  Επί του ζητήματος αυτού σε προγενέστερο χρόνο, το Διοικητικό Εφετείο με την απόφαση ΔΕφ.Αθ 3820/2016 έκρινε ότι στοιχεία των ελληνικών τραπεζικών καταθέσεων, ανεξαρτήτως του αν στοιχειοθετούν την απόκτηση εισοδήματος, δεν μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά» φορολογικά στοιχεία. Θυμίζουμε ότι με βάση τον ν.2238/1994 στην περίπτωση νέων στοιχείων, δίδεται η δυνατότητα παράτασης για άλλη μια 5ετία της περιόδου παραγραφής της ελεγχόμενης χρήσης. Το Διοικητικό Εφετείο εν προκειμένω έκρινε πως τα στοιχεία των τραπεζικών καταθέσεων του φορολογουμένου στις ημεδαπές τράπεζες ευρίσκονταν ανά πάσα στιγμή στη διάθεση του φορολογικού ελέγχου ή, τουλάχιστον, ο φορολογικός έλεγχος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λάβει γνώση αυτών. Στην πρόσφατη ακροαματική διαδικασία, σύμφωνα με πληροφορίες μας, το Δημόσιο υποστήριξε πως οι τραπεζικές καταθέσεις εσωτερικού αποτελούν νέα στοιχεία για τις ελεγκτικές υπηρεσίες γιατί το Δημόσιο δεν διέθετε τα προηγούμενα χρόνια σύστημα άμεσης πρόσβασης στις πληροφορίες αυτές. Οι εισηγητές δικαστές της υπόθεσης ενώπιον του ΣτΕ ήταν θετικά διακείμενοι για τη δυνατότητα της Διοίκησης να έχει πρόσβαση όλα αυτά τα χρόνια στα τραπεζικά στοιχεία ημεδαπών καταστημάτων. Γνωρίζουμε από το παρελθόν πως σπάνια η οριστική απόφαση εκφεύγει της κατεύθυνσης που έχει χαραχθεί ήδη με τις εισηγητικές εκθέσεις. Σε κάθε όμως περίπτωση είμαστε σε αναμονή της εν λόγω απόφασης.
Η απόφαση αυτή που αναμένεται να εκδώσει το Συμβούλιο της επικρατείας είναι εξαιρετικά σημαντική αφού όχι μόνο θα διαμορφώσει οριστικά ένα πλαίσιο ισχύος για τα παραγεγραμμένα φορολογικά έτη, αλλά θα καθορίσει και την τελική χρησιμότητα εργαλείων οικειοθελούς αποκάλυψης και φορολογικής συμμόρφωσης, όπως αυτό του νόμου 4446/2016 (οικειοθελής αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών). Η ανασφάλεια δικαίου που δημιουργούταν λόγω της αβεβαιότητας προσδιορισμού των οριστικά παραγεγραμμένων φορολογικών ετών ήταν σημαντική τροχοπέδη στην υιοθέτηση των κατά τα άλλα πραγματικά ευεργετικών ρυθμίσεων όπως του νόμου 4446/2016.
Θεωρούμε πως ο νόμος 4446/2016 για την οικειοθελή αποκάλυψη εισοδημάτων ψηφίσθηκε διότι η πρόθεση της Διοίκησης για την αξιοποίησή του από τους φορολογούμενους ήταν ειλικρινής. Στη βάση αυτή, οφείλουμε να πούμε ότι η πραγματική χρησιμότητα του νόμου θα φανεί με την οριστικοποίηση του χρονικού πλαισίου παραγραφής. Το ενδιαφέρον της πλειονότητας των προσώπων κατά την πρώτη δημοσίευση του νόμου ήταν να γνωρίζουν επακριβώς ποια είναι τα ελεγχόμενα φορολογικά έτη ώστε με αυτόν τον γνώμονα να προχωρήσουν στη χρήση του.
Το αλληλένδετο μεταξύ οικειοθελούς αποκάλυψης εισοδήματος και πλαισίου παραγραφής – χρόνου διαφύλαξης των βιβλίων – απόφασης ΣτΕ για καταθέσεις σε τράπεζες εσωτερικού, είναι παραπάνω από προφανές. Από την μία έχουμε έναν επαρκή νόμο πλαίσιο ο οποίος μπορεί να εξασφαλίσει εξαιρετικά ελαφριά επιβάρυνση για τροποποιητικές/συμπληρωματικές δηλώσεις παρελθόντων ετών σε σύγκριση με τις συνήθεις προσαυξήσεις και πρόστιμα, και από την άλλη έχουμε τις αποφάσεις ΔΙΠΑΕΕ 1466/2017 και 1752/2017 οι οποίες δίνουν εντολή στις ελεγκτικές αρχές έμμεσα να αρχειοθετήσουν ορισμένες εξεταζόμενες χρήσεις σύμφωνα με τον ανωτέρω πίνακα. Η συζητηθείσα και αναμενόμενη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για το αν θεωρούνται νέα στοιχεία οι τραπεζικές καταθέσεις εσωτερικού θα είναι ο τρίτος ακρογωνιαίος λίθος ο οποίος θα λύσει επιτέλους τα χέρια πολλών ενδιαφερομένων ώστε να συμμετάσχουν στη διαδικασία της οικειοθελούς αποκάλυψης εισοδημάτων.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα, ενώ το κράτος αναγνωρίζει την αναγκαιότητα παράτασης των προθεσμιών ένταξης των φορολογουμένων στις ρυθμίσεις του νόμου, εν τούτοις φαίνεται πως δεν υπολογίζει ορθά τους υπόλοιπους παράγοντες οι οποίοι είναι καθοριστικής σημασίας για την ευρεία αποδοχή του. Με την ψήφιση του νόμου, η πρώτη ορισθείσα προθεσμία ένταξης ήταν στις 31.05.2017 και στη συνέχεια κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων πήγε στις 30.09.2017 και τώρα στις 31.10.2017 (με τον νόμο 4490/2017). Καμία όμως απόφαση παράτασης δεν έλαβε υπόψη τους παραπάνω λοιπούς ακρογωνιαίους λίθους με βάση τους οποίους οι φορολογούμενοι θα λάμβαναν την απόφαση χρήσης του νόμου 4446/2016. Τόσο οι αποφάσεις ΔΙΠΑΕΕ 1466/2017 και 1752/2017 όσο και η αναμενόμενη απόφαση του ΣτΕ για τις τραπεζικές καταθέσεις ως συμπληρωματικά στοιχεία, έπρεπε να έχουν ήδη εκδοθεί κατά την πρώτη δημοσίευση του νόμου ώστε να μπορούν οι φορολογούμενοι να λάβουν ζυγισμένες αποφάσεις και να μην εξωθούνται σε βεβιασμένες κινήσεις ένταξης ή απόρριψης του πλαισίου οικειοθελούς αποκάλυψης παρελθόντων εισοδημάτων. Η τελευταία παράταση που δόθηκε με τον νόμο 4490/11-10-2017, εξασφαλίζοντας ουσιαστικά ακόμη 19 μέρες (αφού υπήρχε ένα κενό μεταξύ 1-10-2017 και 10-10-2017), ελάχιστη ουσιαστική αξία είχε. Άποψή μας είναι πως πρέπει να δοθεί μία παράταση τέτοια η οποία θα εξασφαλίζει στους φορολογούμενους τουλάχιστον 1-2 μήνες διαθέσιμους προς υποβολή μετά την αναμενόμενη έκδοση της απόφασης του ΣτΕ για τις τραπεζικές καταθέσεις ως συμπληρωματικά στοιχεία. Ανάλογα με το πότε θα εκδοθεί η απόφαση ΣτΕ, ενδεχομένως η παράταση ως τις 31/12/2017 ή και αργότερα να κρίνεται επιβεβλημένη.

O κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι ιδρυτής του Ομίλου Artion Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός και ο κ. Φίλιππος Ζήρας είναι συνεργάτης δικηγόρος-διαμεσολαβητής της Artion και Συντονιστής του νόμου 4469/2017 για την Εξωδικαστική Ρύθμιση Οφειλών Επιχειρήσεων.