Χτύπημα στη μεσαία και μεγάλη ακίνητη περιουσία
Ανησυχία και προβληματισμό δημιουργεί στην αγορά ακινήτων αλλά και στους ιδιοκτήτες η πρόθεση της κυβέρνησης να αντικαταστήσει τον ΕΝΦΙΑ με τον φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Μάλιστα, η μεταφορά των φορολογικών βαρών σε όσους έχουν μεσαία και μεγαλύτερη περιουσία φοβίζει τους ιδιοκτήτες ακινήτων που ήδη μετά βίας καταφέρνουν να πληρώσουν τον υπερβολικό φόρο που τους καταλογίζεται κάθε έτος.
Ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, σε σχετική αναφορά, είπε στην «Κ» ότι «στόχος είναι η είσπραξη 2,65 δισ. ευρώ. Αυτό προβλέπει η συμφωνία με τους θεσμούς. Το πώς θα γίνει ο επιμερισμός αφορά αποκλειστικά την ελληνική κυβέρνηση, η οποία και ασκεί την πολιτική. Στις προθέσεις μας, λοιπόν, είναι να μεταφερθεί το φορολογικό βάρος από τις μικρές περιουσίες στις μεγαλύτερες».
Ωστόσο, η πρόθεση της κυβέρνησης δεν είναι σίγουρο ότι συμβαδίζει με όσα σκέφτονται οι πιστωτές της χώρας. Υπενθυμίζεται ότι οι επικεφαλής των θεσμών υποχρεώσαν την Αθήνα στον τελευταίο φορολογικό νόμο που ψηφίσθηκε και αφορούσε τη νέα κλίμακα μισθωτών και συνταξιούχων που θα εφαρμοσθεί από το 2020 να μεταφέρει τα βάρη προς τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις, έτσι ώστε να ελαφρυνθούν τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα, που επί της ουσίας σήκωναν και συνεχίζουν ακόμα να σηκώνουν τα φορολογικά βάρη. Οπότε δεν αποκλείεται το σχέδιο της κυβέρνησης να απορριφθεί εξ ολοκλήρου.
Ως προς τον υπολογισμό του νέου φόρου, η κυβέρνηση σχεδιάζει να εντάξει το σύνολο της ακίνητης περιουσίας που διαθέτει η οικογένεια. Δηλαδή, θα φορολογηθεί ενιαία η περιουσία που έχει ο σύζυγος, η σύζυγος και τα ανήλικα παιδιά. Ταυτόχρονα, θα θεσπιστεί και μικρό αφορολόγητο όριο, με στόχο να εξαιρεθούν οι πολύ μικρές ιδιοκτησίες από τον νέο φόρο.
Ο λόγος που εξετάζεται η φορολόγηση της οικογενειακής περιουσίας έγκειται στο γεγονός ότι αρκετοί ιδιοκτήτες «έσπασαν» την ακίνητη περιουσία τους στα μέλη της οικογένειάς τους για να περιορίσουν τον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ. Με αυτόν τον τρόπο, κλείνουν την τρύπα, επιβαρύνοντας όμως ακόμα περισσότερο τους ιδιοκτήτες ακινήτων.
Εφόσον αποφασισθεί η θεσμοθέτηση αφορολόγητου ορίου, αυτό δεν θα ξεπερνά τις 50.000 ευρώ. Ακίνητα αντίστοιχης αξίας διαθέτουν 2,8 εκατ. ιδιοκτήτες ακινήτων, ωστόσο θα απαλλαγούν λιγότεροι, καθώς θα φορολογηθεί το σύνολο της οικογενειακής περιουσίας.
«Μόνον αν μειωθούν οι φόροι των ακινήτων, θα μπορέσουν να επαναλειτουργήσουν η αγορά και η επιχειρηματική δραστηριότητα στον κλάδο των κατασκευών, που θα έχει πολλαπλασιαστικά φορολογικά οφέλη για το Δημόσιο. Με το να αλλάξουμε το όνομα του φόρου κατοχής ακινήτων από ΕΝΦΙΑ σε φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας δεν επιτυγχάνουμε κάτι», τονίζει στην «Κ» ο κ. Δημήτρης Μπινιάρης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μεσιτών Ελλάδος (ΟΜΑΣΕ). Κατά τον ίδιο, πρέπει ο κάθε πολίτης να πληρώνει ανάλογα με την αξία του ακινήτου του και, για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να επιτευχθεί η εξίσωση των αντικειμενικών με τις εμπορικές τιμές και πάνω στις νέες αυτές αξίες να ακολουθηθεί αναλογική φορολόγησή τους.
Κατά τον κ. Μπινιάρη, η αλλαγή του φόρου είναι απαραίτητη, αλλά μόνον προς την κατεύθυνση της μείωσης της συνολικής επιβάρυνσης.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει οι αντικειμενικές τιμές να πάψουν να αποτελούν αντικείμενο πολιτικής, όπως συνέβη με την προηγούμενη αναθεώρηση του 2015, με την οποία οι τιμές μειώθηκαν περισσότερο στις φθηνές περιοχές, όπου ήδη υπήρχε μεγάλη απόκλιση (δηλαδή οι εμπορικές τιμές ήταν ήδη υψηλότερες) και λιγότερο στις πιο ακριβές περιοχές και στις περιοχές του κέντρου, όπου εντοπίζεται και η μεγαλύτερη στρέβλωση, δεδομένου ότι, σε πολλές περιπτώσεις, εκεί οι εμπορικές τιμές είναι αισθητά χαμηλότερες των εμπορικών τιμών.
Καθαρά ψηφοθηρικός ο νέος ΦΜΑΠ
Το ζήτημα του νέου ΦΜΑΠ θίγει με χθεσινή ανακοίνωσή του και ο ΣΕΠΑΚ (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων για την Ποιότητα και την Ανάπτυξη των Κατασκευών), ο οποίος εκπροσωπεί παραγωγικούς φορείς από όλο το φάσμα του κλάδου των κατασκευών και των ακινήτων. Σύμφωνα με τον ΣΕΠΑΚ, ο προσανατολισμός με τον νέο φόρο είναι καθαρά ψηφοθηρικός και καταλήγει να «μαστιγώνει τα άλογα που σύρουν την άμαξα της οικονομίας και να αυξάνει συνεχώς τους τζαμπατζήδες επιβάτες της». Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, οι κυβερνητικοί παράγοντες ενδιαφέρονται μόνο να εξαγοράσουν την ψήφο τους με βραχυπρόθεσμα οφέλη, κάνοντας τη χώρα φτωχότερη.
Ο ΣΕΠΑΚ εκτιμά ότι η εν λόγω πολιτική φιλοσοφία οδηγεί στην απαξίωση και δήμευση της ακίνητης περιουσίας όσων για μια ζωή δούλευαν, αποταμίευαν και πλήρωναν ακριβούς φόρους για την απόκτηση της περιουσίας τους. Διαμαρτύρεται, επίσης, για τις αποφάσεις υπερφορολόγησης και απαξίωσης των ακινήτων, των προϊόντων δηλαδή ενός τεράστιου επαγγελματικού κλάδου με δυναμική χιλιάδων θέσεων εργασίας, που έτσι οδηγείται στην ανεργία και στην παρακμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου