Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

Οι τροποποιήσεις του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων με το πολυνομοσχέδιο

Οι τροποποιήσεις του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων με το πολυνομοσχέδιο





Με το πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή ρυθμίζονται μεταξύ άλλων και  θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομίας & Ανάπτυξης:

Τροποποιούνται-συμπληρώνονται διατάξεις του ν. 4469/2017 περί του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων. 

Ειδικότερα:

α. Επεκτείνεται η δυνατότητα υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης χρηματικών οφειλών του ν. 4469/2017, και στις οφειλές προς το Δημόσιο και υπέρ τρίτων πιστωτών που έχουν βεβαιωθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017 (σήμερα υπάγονται οφειλές βεβαιωμένες μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016).

Ως προς τις οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) προβλέπεται πως αντί να έχουν βεβαιωθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016 (που ισχύει σήμερα), μπορούν να υπαχθούν στην ως άνω διαδικασία οφειλές που γεννήθηκαν έως την 31η Δεκεμβρίου 2017 ή ανάγονται σε χρόνο έως την 31η Δεκεμβρίου 2017 κατά τα ειδικότερα οριζόμενα.

β. Προβλέπεται ότι εάν δύο ή περισσότεροι πιστωτές έχουν ακριβώς ίσες απαιτήσεις και οι απαιτήσεις τους, αθροιζόμενες με τις μικρότερες απαιτήσεις, υπερβαίνουν το 15% του συνολικού χρέους ή το ποσό των 20 εκατ. ευρώ, τότε οι πιστωτές αυτοί συμμετέχουν στη διαδικασία για το σύνολο των απαιτήσεών τους και δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών του ν. 4469/2017.

γ. Οι ομόρρυθμοι εταίροι ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας μπορούν να ζητήσουν τη ρύθμιση και του συνόλου των δικών τους οφειλών, οι οποίες θα επιτρεπόταν να ρυθμιστούν, αν οι εταίροι υπέβαλλαν αίτηση ως ιδιοκτήτες ατομικής επιχείρησης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα κ.λπ.

δ. Το ύψος της αμοιβής του συντονιστή της διαδικασίας υπαγωγής οφειλετών στον εξωδικαστικό μηχανισμό (η οποία σήμερα ορίζεται στο ποσό των 200 και των 400 ευρώ για οφειλέτες που εντάσσονται στις κατηγορίες των μικρών και των μεγάλων επιχειρήσεων αντίστοιχα) θα καθορίζεται εφεξής με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους και θα μπορεί να κλιμακώνεται ανάλογα με την κατηγοριοποίηση του οφειλέτη ως μικρής ή μεγάλης επιχείρησης κ.λπ.

ε. Επιμηκύνεται από 70 σε 90 ημέρες το χρονικό διάστημα αυτοδίκαιης αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η εξωδικαστική ρύθμιση. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα αναστέλλεται και κάθε διοικητικό μέτρο, το οποίο επιβάλλεται, αυτοδικαίως ή με πράξη της Διοίκησης, ως συνέπεια της μη εξόφλησης υποχρεώσεων, των οποίων ζητείται η ρύθμιση, και το οποίο συνεπάγεται την αναστολή λειτουργίας της επιχείρησης.

στ.
 Επανακαθορίζεται η ρύθμιση του άρθρου 15 του ν. 4469/2017 σχετικά με τη συμμετοχή του Δημοσίου και των Φ.Κ.Α. στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης χρηματικών οφειλών. Μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της σχετικής σύμβασης αναδιάρθρωσης η Φορολογική Διοίκηση αποφασίζει ότι οι κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων σε βάρος του οφειλέτη δεν καταλαμβάνουν μελλοντικές απαιτήσεις. Η απόφαση αυτή εκδίδεται ανεξάρτητα από το εάν οι κατασχέσεις επιβλήθηκαν για υπαγόμενες ή μη στη σύμβαση οφειλές, και γνωστοποιείται στον τρίτο. Ποσά απαιτήσεων που γεννώνται μετά την ως άνω γνωστοποίηση, αποδεσμεύονται και αποδίδονται κατά νόμο, ενώ ποσά απαιτήσεων που γεννήθηκαν πριν από αυτή αποδίδονται στο Δημόσιο. Αν ανατραπεί ή ακυρωθεί η σύμβαση, οι ανωτέρω κατασχέσεις αναπτύσσουν πλήρως τις έννομες συνέπειές τους, αναφορικά με τις μελλοντικές απαιτήσεις, από τη γνωστοποίηση της ανατροπής στον τρίτο. Τυχόν αποκτηθέντα δικαιώματα ή αξιώσεις τρίτων δεν αντιτάσσονται έναντι του κατασχόντος Δημοσίου. Οι κατασχέσεις στα χέρια τρίτων, που έχουν επιβληθεί αποκλειστικά για οφειλές υπαγόμενες στη σύμβαση, αίρονται μετά από αίτηση του οφειλέτη, εφόσον έχει εξοφληθεί ποσοστό τουλάχιστον 75% του συνολικού προς καταβολή στο Δημόσιο ποσού της σύμβασης. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, ποσά που έχουν αποδοθεί στο Δημόσιο δεν επιστρέφονται.    (άρθρα 45-55)


Αιτιολογική έκθεση άρθρων 45 έως 55 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Τροποποιήσεις του ν. 4469/2017 (Α΄ 62)

Από τον Αύγουστο του 2017 άρχισε να λειτουργεί ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων, τον οποίο εισήγαγε ο ν. 4469/2017 (Α΄ 62). Μολονότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα λειτουργίας του εξωδικαστικού μηχανισμού η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.) αντιμετωπίζει τα προβλήματα που παρουσιάζονται κατά την εφαρμογή του, επισημάνθηκαν διάφορα θέματα, τα οποία απαιτούν νομοθετική ρύθμιση. Ως προς αυτά τα θέματα το κεφάλαιο Α΄ επιδιώκει να βελτιώσει το πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού, χωρίς πάντως να επηρεάζει τη γενική δομή του.

Άρθρο 45

Ορισμοί


Σύμφωνα με το ν. 4469/2017 μπορούν να ρυθμιστούν μόνο οι οφειλές που γεννήθηκαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016, καθώς και οι οφειλές προς το Δημόσιο και προς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες βεβαιώθηκαν μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία. Η πρόβλεψη της ημερομηνίας αυτής ήταν επιβεβλημένη, δεδομένου ότι το νομοσχέδιο του εξωδικαστικού μηχανισμού τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση την 21η Φεβρουαρίου 2017 και έπρεπε να αποτραπεί το ενδεχόμενο δημιουργίας οφειλών με σκοπό μελλοντικής υπαγωγής τους στο μηχανισμό. Τώρα όμως παρατηρείται το φαινόμενο υπαγωγής πολλών επιχειρήσεων στον εξωδικαστικό μηχανισμό, οι οποίες βαρύνονται με μεγάλες οφειλές, γεννημένες ή βεβαιωμένες το 2017. Οι τελευταίες οφειλές, ως ανεπίδεκτες υπαγωγής στο μηχανισμό, έπρεπε να εξοφληθούν κατά προτεραιότητα, με αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά η ικανότητα της επιχείρησης να αποπληρώσει τις υπαγόμενες οφειλές. Έτσι, αρκετές επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν εκ των πραγμάτων να υποβάλουν προτάσεις ρύθμισης των οφειλών τους, οι οποίες δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από τους πιστωτές.

Για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο αυτό, το άρθρο 45 τροποποιεί τους ορισμούς των οφειλών προς το Δημόσιο, των οφειλών υπέρ τρίτων, που εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση, και των οφειλών προς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, ώστε να μπορούν να υπαχθούν και οι οφειλές του 2017.

Περαιτέρω, εισάγεται διαφοροποίηση ως προς τον ορισμό των οφειλών προς το Δημόσιο και υπέρ τρίτων σε σχέση με τις οφειλές προς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης. Ενώ για τις δύο πρώτες κατηγορίες κρίσιμος παραμένει ο χρόνος της βεβαίωσης, για την τελευταία κατηγορία κρίσιμος καθίσταται ο χρόνος γέννησης της οφειλής. Σκοπός της ρύθμισης αναφορικά με τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, είναι να μη χάνει ο διοικούμενος το δικαίωμα ρύθμισης των εισφορών του 2017 μόνο και μόνο για το λόγο ότι αυτές βεβαιώθηκαν το 2018. Αντίστοιχη ρύθμιση δεν μπορεί να εισαχθεί για τις οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς δεν έχει λήξει ακόμα η προθεσμία υποβολής δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2017 και επομένως η εισαγωγή δυνατότητας ρύθμισης οφειλών που ανάγονται στο φορολογικό έτος 2017 και βεβαιώνονται το 2018 θα δημιουργούσε ηθικό κίνδυνο.

Άρθρο 46

Πεδίο εφαρμογής


Οι παρ. 1 και 2 κινούνται στην ίδια κατεύθυνση με τις ρυθμίσεις του άρθρου 45, επιδιώκοντας να καταστήσουν επιδεκτικές υπαγωγής τις οφειλές που γεννήθηκαν εντός του 2017. Επιπλέον η παρ. 1 διευρύνει και το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του νόμου, μεταθέτοντας στην 31η Δεκεμβρίου 2017 το χρόνο, κατά τον οποίο ο οφειλέτης πρέπει να έχει οφειλή προς χρηματοδοτικό φορέα με καθυστέρηση 90 ημερών ή ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση ή προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης κλπ.

Με την παρ. 3 αντιμετωπίζεται το πρόβλημα που προέκυπτε, όταν ένας πιστωτής συγκέντρωνε περισσότερο από το 85% των συνολικών απαιτήσεων και η διμερής διαπραγμάτευση διαρκούσε περισσότερο από τρεις μήνες. Η ισχύουσα διάταξη προβλέπει ότι ο πιστωτής ενημερώνει εντός τριών μηνών την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. για την επίτευξη ή όχι συμφωνίας. Αν η διμερής διαπραγμάτευση δεν είχε ολοκληρωθεί εντός του τριμήνου, δεν προβλεπόταν περαιτέρω ενημέρωση, με αποτέλεσμα η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. να μην μπορεί να έχει ακριβή εικόνα για τις διμερείς διαδικασίες που περατώθηκαν επιτυχώς και γι’ αυτές που περατώθηκαν ανεπιτυχώς. Προς αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, προβλέπεται με την παρ. 3 ότι, αν η διαπραγμάτευση ολοκληρωθεί μετά την αρχική ενημέρωση της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., ο πιστωτής θα ενημερώσει την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. για την επίτευξη ή μη συμφωνίας μέσα σε ένα μήνα από την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης.

Με την παρ. 4 καλύπτεται ένα κενό της ισχύουσας ρύθμισης της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 4469/2017. Η ισχύουσα διάταξη δεν προβλέπει τι ισχύει αν δύο ή περισσότεροι πιστωτές, με ποσοστό ο καθένας μικρότερο του 1,5% της συνολικής οφειλής, έχουν ακριβώς ίσες απαιτήσεις και οι απαιτήσεις αυτές, αθροιζόμενες με τις μικρότερες απαιτήσεις, υπερβαίνουν το 15% της συνολικής οφειλής. Η περίπτωση αυτή μπορεί να φαίνεται απίθανη, παρουσιάστηκε όμως στην πράξη και χρειάζεται αντιμετώπιση. Η λύση που προκρίθηκε είναι η συμμετοχή όλων των μικροπιστωτών με ίσες απαιτήσεις στη διαδικασία και η δέσμευσή τους από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης. Η λύση αυτή αποσκοπεί στο να αποτραπεί το ενδεχόμενο συγκέντρωσης μεγάλου συνολικού ποσοστού απαιτήσεων μικροπιστωτών ανεπίδεκτων ρύθμισης (π.χ. πολλών εργαζομένων με ακριβώς ίσα ποσά οφειλόμενων αποδοχών), το οποίο θα αναιρούσε τη βασική επιδίωξη του εξωδικαστικού μηχανισμού για συνολική ρύθμιση των οφειλών της επιχείρησης.

Άρθρο 47

Ρύθμιση οφειλών ομόρρυθμων εταίρων


Με το άρθρο 47 επιλύεται ένα πρόβλημα, το οποίο αντιμετώπιζαν οι ομόρρυθμοι εταίροι ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιριών, όταν ζητούσαν τη ρύθμιση όχι των οφειλών της εταιρίας, αλλά των ατομικών τους οφειλών. Οι εταίροι αυτοί, επειδή έχουν πτωχευτική ικανότητα, μπορούν μεν να υποβάλουν αυτοτελή αίτηση για ρύθμιση των δικών τους χρεών. Ωστόσο, κατά τον έλεγχο των κριτηρίων επιλεξιμότητας του άρθρου 3 του ν. 4469/2017, δεν είναι σαφές, αν αυτά θα πρέπει να κριθούν με βάση τα αποτελέσματα της εταιρίας ή κάποιας ατομικής επιχείρησης των εταίρων, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υφίσταται καν.

Για τους εταίρους αυτούς η εισαγόμενη διάταξη προβλέπει ρητώς τη δυνατότητά τους να ζητήσουν τη ρύθμιση και των δικών τους οφειλών μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού. Προϋπόθεση βέβαια αποτελεί το να είναι οι υπό ένταξη ατομικές οφειλές επιλέξιμες κατά νόμο. Επομένως δεν εντάσσονται οφειλές άσχετες με την επιχειρηματική δραστηριότητα, που δεν κρίνονται απαραίτητες για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του εταίρου, ή οφειλές μεταγενέστερες της 31/12/2017 ή οφειλές για επιστροφή κρατικών ενισχύσεων.

Το αν οι εταίροι θα υποβάλουν αυτοτελή αίτηση, η οποία θα συσχετιστεί με την αίτηση της εταιρίας, ή αν, κατά τη συνυπογραφή της αίτησης της εταιρίας θα δηλώνουν ότι επιθυμούν τη ρύθμιση και των ατομικών τους οφειλών, αποτελεί τεχνικό ζήτημα, το οποίο θα επιλύσει η κοινή υπουργική απόφαση της παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 4469/2017.

Σε κάθε περίπτωση, όταν εταίροι ζητούν τη ρύθμιση των δικών τους οφειλών, οι πιστωτές επιβάλλεται να έχουν πλήρη εικόνα των οικονομικών τους στοιχείων, σαν να υποβαλλόταν αυτοτελής αίτηση. Γι’ αυτό προβλέπεται ότι σε αυτήν την περίπτωση η αίτηση πρέπει να περιέχει το σύνολο των στοιχείων και να συνοδεύεται από το σύνολο των δικαιολογητικών του άρθρου 5 του ν. 4469/2017. Για τον ίδιο λόγο επιβάλλεται να κριθούν στο πρόσωπο του εταίρου οι περιορισμοί των παρ. 3 και 5 του άρθρου 2 του ν. 4469/2017 (μη πτώχευση του εταίρου, μη καταδίκη του εταίρου για συγκεκριμένα αδικήματα, μη συγκέντρωση πλέον του 85% των οφειλών του εταίρου σε έναν πιστωτή). Εξυπακούεται ότι οι περιορισμοί αυτοί θα εφαρμοστούν μόνο όταν συμβιβάζονται με το γεγονός ότι ζητείται ρύθμιση των οφειλών του εταίρου και όχι της εταιρίας. Έτσι, δεν θα αποκλειστεί η ρύθμιση των οφειλών του εταίρου από το γεγονός ότι ο εταίρος έχει διακόψει ατομική επιχειρηματική του δραστηριότητα (περ. γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 4469/2017), αρκεί να μην έχει λυθεί η ίδια η εταιρία. Από την άλλη πλευρά, ο εταίρος μπορεί να ρυθμίσει τις δικές του οφειλές, εντάσσοντας και τις οφειλές που τον βαρύνουν ως ομόρρυθμο εταίρο, ακόμα και αν η εταιρία έχει λυθεί, εφόσον ο εταίρος διατηρεί δική του ατομική επιχείρηση σε λειτουργία. Αναφορικά με την επιλεξιμότητα (μία θετική χρήση στις τρεις τελευταίες), αυτή εκ των πραγμάτων δεν θα μπορεί να κριθεί στο πρόσωπο του εταίρου, αφού ο ίδιος δεν τηρεί λογιστικά βιβλία στο δικό του όνομα. Επομένως αναγκαστικά η επιλεξιμότητα θα πρέπει να κριθεί στο πρόσωπο της εταιρίας.

Προκειμένου να εξοικονομηθούν χρόνος και ανθρώπινοι πόροι, προβλέπεται ότι η διαδικασία ρύθμισης οφειλών της εταιρίας διεξάγεται ενιαία και υπό τον ίδιο συντονιστή με τη διαδικασία ρύθμισης οφειλών όλων των εταίρων, που ζητούν ρύθμιση και του συνόλου των δικών τους οφειλών. Αυτό βέβαια θα γίνεται μόνο στο μέτρο του εφικτού, καθώς δεν αποκλείεται η διαδικασία να καθυστερήσει για λόγο που αφορά μόνο ένα συνοφειλέτη, π.χ. να αμφισβητηθεί προσωπική οφειλή εταίρου και να ανατεθεί η επαλήθευσή της σε εμπειρογνώμονα, οπότε δεν υπάρχει λόγος να καθυστερήσει η διαδικασία και για τους άλλους συνοφειλέτες. Εξάλλου δεν θα ήταν επιεικές να στερηθεί ένας συνοφειλέτης και η πλειοψηφία των πιστωτών του το δικαίωμα να ρυθμίσουν τις οφειλές του, μόνο και μόνο για το λόγο ότι η πλειοψηφία των πιστωτών ενός άλλου συνοφειλέτη δεν συμφώνησε με τη ρύθμιση ή δεν δέχτηκε καν να συμμετάσχει στη διαδικασία. Για το λόγο αυτό προβλέπεται ότι, παρά το ενιαίο της διαδικασίας, η απαρτία υπολογίζεται χωριστά για κάθε συνοφειλέτη, ο κάθε συνοφειλέτης υποβάλλει χωριστή πρόταση ρύθμισης και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για την πρόταση του ενός συνοφειλέτη δεν επηρεάζεται από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για τις λοιπές προτάσεις. Επειδή λοιπόν είναι αρκετά πιθανό η διαδικασία να παρουσιάσει ουσιώδεις αποκλίσεις για τον κάθε συνοφειλέτη, είναι εύλογο ο συντονιστής να δικαιούται πλήρη αμοιβή για κάθε ομόρρυθμο εταίρο που ζητεί ρύθμιση και των δικών του οφειλών.

Άρθρο 48

Περιεχόμενο αίτησης και συνοδευτικά έγγραφα


Με την παρ. 1 αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της διαφωνίας μεταξύ οφειλέτη και πιστωτή ως προς το ύψος της οφειλής, η οποία διαφωνία οφείλεται στη χρέωση του οφειλέτη με τόκους. Συγκεκριμένα παρατηρήθηκε το φαινόμενο, μετά τη συμπλήρωση της αίτησης από τον οφειλέτη, να επιβαρύνεται η οφειλή του με τόκους ή έξοδα και έτσι, όταν ο πιστωτής δηλώνει αν συμμετέχει ή όχι, να αμφισβητεί το ύψος της οφειλής, ενίοτε και την ειλικρίνεια του οφειλέτη. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού προβλέπεται ότι ο οφειλέτης θα συμπληρώνει και το χρόνο, αναφορικά με τον οποίο προσδιορίζεται το ύψος της κάθε οφειλής, οπότε, αν μετά το χρόνο αυτό η οφειλή επιβαρύνθηκε, να μην θεωρείται καν ότι υφίσταται διαφωνία.

Με την παρ. 2 τροποποιείται η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 4469/2017. Σκοπός της τροποποίησης είναι η παροχή δυνατότητα στους συναρμόδιους υπουργούς να προβλέψουν τη δυνατότητα τμηματικής υποβολής των δικαιολογητικών. Με τον τρόπο αυτό, η τυχόν καθυστέρηση της Διοίκησης να εκδώσει κάποια δικαιολογητικά, τα οποία δεν είναι απαραίτητα για την έναρξη της διαδικασίας, δεν θα εμποδίζει τον οφειλέτη από το να υποβάλει την αίτηση και να δρομολογήσει τη διαδικασία ρύθμισης, προσκομίζοντάς τα μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 49

Συντονιστής

Το άρθρο 6 του ν. 4469/2017 προβλέπει ότι η έδρα του συντονιστή πρέπει να βρίσκεται εντός της Περιφερειακής Ενότητας, στην οποία έχει την έδρα του ο οφειλέτης και μόνο, αν δεν υπάρχει εγγεγραμμένος συντονιστής με έδρα εντός της ίδιας Περιφερειακής Ενότητας, επιτρέπεται διορισμός συντονιστή με έδρα άλλη Περιφερειακή Ενότητα της ίδιας Περιφέρειας. Η ρύθμιση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα εντός της ίδιας Περιφέρειας να υπάρχουν αφενός Περιφερειακές Ενότητες με αριθμό συντονιστών δυσανάλογα μικρό σε σχέση με τις υποβληθείσες αιτήσεις, αφετέρου Περιφερειακές Ενότητες με αριθμό συντονιστών δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τις υποβληθείσες αιτήσεις. Το φαινόμενο αυτό οδηγεί όχι μόνο σε άνιση κατανομή των υποθέσεων ανά συντονιστή, αλλά και σε καθυστέρηση διεκπεραίωσης των υποθέσεων στις Περιφερειακές Ενότητες που έχουν μικρό αριθμό συντονιστών. Δεδομένου ότι η ηλεκτρονική πλατφόρμα λειτουργεί άψογα και η διαδικασία διεξάγεται ηλεκτρονικά, καθίσταται σαφές ότι η φυσική εγγύτητα του συντονιστή στην έδρα του οφειλέτη έχει μειωμένη χρησιμότητα. Για το λόγο αυτό τροποποιείται το άρθρο 6 του ν. 4469/2017 και προβλέπεται ότι ο συντονιστής μπορεί να εδρεύει οπουδήποτε στην Περιφέρεια του οφειλέτη, με απλή προτίμηση των συντονιστών που εδρεύουν στην ίδια Περιφερειακή Ενότητα, εφόσον φυσικά ο κατά προτίμηση διορισμός τους δεν παραβιάζει τον κανόνα της ισοκατανομής των υποθέσεων μεταξύ των συντονιστών της Περιφέρειας (παρ. 2).

Άρθρο 50

Διαδικασία διαπραγμάτευσης

Η παρ. 1 επιδιώκει να συμβάλει στην αντιμετώπιση της περίπτωσης, όπου ο οφειλέτης και ο πιστωτής διαφωνούν για το ύψος της οφειλής. Η παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 4469/2017 προβλέπει ότι σε αυτήν την περίπτωση ο συντονιστής ζητεί αποδεικτικά στοιχεία από τον οφειλέτη και τον πιστωτή και, αν από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει το ύψος της απαίτησης, τότε ο πιστωτής συμμετέχει μόνο για το μη αμφισβητούμενο ποσό. Αν όμως η διαφορά που παραμένει είναι ιδιαίτερα σημαντική, τότε η εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα απειλεί την επιτυχία της διαδικασίας, διότι αφενός δημιουργείται κλίμα δυσπιστίας μεταξύ οφειλέτη και αμφισβητούμενου πιστωτή, αφετέρου οι μη αμφισβητούμενοι πιστωτές θα είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί στην υπερψήφιση μίας πρότασης ρύθμισης, η οποία θα κινδυνεύει να ανατραπεί αν ο αμφισβητούμενος πιστωτής διεκδικήσει το αμφισβητούμενο τμήμα της απαίτησής του. Για το λόγο αυτό προτείνεται σε αυτήν την περίπτωση (ύπαρξη αδικαιολόγητης απόκλισης μεγάλου ύψους) ένας δεύτερος γύρος συλλογής δικαιολογητικών από το συντονιστή, ως μία πρόσθετη προσπάθεια προσδιορισμού του ύψους της οφειλής πριν την έναρξη της διαδικασίας. Αν κι αυτή η προσπάθεια αποβεί άκαρπη, τότε θα ισχύουν οι υπόλοιποι κανόνες που προβλέπει η παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 4469/2017.

Με την παρ. 2 προστίθεται εξουσιοδοτική διάταξη, προκειμένου να ρυθμιστούν λεπτομερειακά θέματα της διαδικασίας, ώστε να αντιμετωπίζονται με ευελιξία πρακτικές ανάγκες που προέκυψαν στην πράξη ή που ενδεχομένως προκύψουν στο μέλλον. Η διάταξη μνημονεύει ρητώς ορισμένα θέματα, όπως την πρόβλεψη, την τροποποίηση ή την παράταση προθεσμιών, ώστε να μην υφίσταται αμφιβολία για το αν τα θέματα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο της εξουσιοδοτικής διάταξης ή όχι.

Άρθρο 51

Αμοιβή του συντονιστή


Η παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4469/2017 καθορίζει την αμοιβή του συντονιστή στα 200 ευρώ για τις μικρές και στα 400 ευρώ για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Η αμοιβή αυτή μπορεί να είναι εύλογη, αν η διαδικασία τερματιστεί σε πρώιμο στάδιο, π.χ. αν υπάρχουν λίγοι πιστωτές και δεν επιτευχθεί απαρτία, είναι όμως ιδιαίτερα χαμηλή, αν η διαδικασία προχωρήσει και ιδίως αν αποδειχθεί πολύπλοκη, π.χ. επειδή υπάρχει μεγάλο πλήθος πιστωτών, πολλές αντιπροτάσεις, ενστάσεις κλπ. Σε τέτοιες περιπτώσεις μία χαμηλή αμοιβή εγκυμονεί τον κίνδυνο είτε απροθυμίας του συντονιστή να επισπεύσει τη διαδικασία είτε και απαίτησης πρόσθετης αμοιβής, ενόψει της δυνατότητας συμφωνίας για μεγαλύτερη αμοιβή που προβλέπει η ισχύουσα διάταξη. Για να αποτραπούν τα ενδεχόμενα αυτά, προτείνεται αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4469/2017 με εξουσιοδοτική διάταξη, η οποία θα επιτρέπει στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ.) όχι μόνο να προσαρμόσει την αμοιβή με βάση τα δεδομένα της αγοράς, αλλά κυρίως να την κλιμακώσει ανάλογα με την πρόοδο της διαδικασίας. Για να μη δημιουργείται αντικίνητρο στους συντονιστές από την ανάληψη υποθέσεων πριν την έκδοση της εν λόγω απόφασης του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ., προβλέπεται δυνατότητα της πράξης του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. να καταλάβει και τις εκκρεμείς υποθέσεις. Τέλος καταργείται η δυνατότητα συμφωνίας μεγαλύτερης αμοιβής, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο καταχρήσεων.

Άρθρο 52

Αναστολή εκτέλεσης


Με την παρ. 1 επιμηκύνεται το χρονικό διάστημα αυτοδίκαιης αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά το άρθρο 13 του ν. 4469/2017 από εβδομήντα σε ενενήντα ημέρες. Η επιμήκυνση κρίνεται αναγκαία, καθώς είναι αρκετές οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες η διαδικασία δεν ολοκληρώνεται εντός εβδομήντα ημερών. Άλλωστε δεν υφίσταται σοβαρός κίνδυνος κατάχρησης της επιμήκυνσης από στρατηγικούς κακοπληρωτές, δεδομένης της δυνατότητάς τους να άρουν οποτεδήποτε την αυτοδίκαιη αναστολή (περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 4469/2017).

Με τις παρ. 2 έως 4 επεκτείνεται η αυτοδίκαιη αναστολή και σε διοικητικά μέτρα, τα οποία επιβάλλονται συνεπεία της μη πληρωμής των προς ρύθμιση χρεών και τα οποία συνεπάγονται την αναστολή λειτουργίας της επιχείρησης. Σκοπός της ρύθμισης είναι η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, χωρίς να παρεμποδίζεται από διοικητικά μέτρα αναστολής λειτουργίας, τα οποία επιβάλλονται αποκλειστικά λόγω ύπαρξης χρεών προς ρύθμιση. Εξυπακούεται ότι μέτρα αναστολής λειτουργίας, που επιβάλλονται λόγω άλλων παραβάσεων, π.χ. δυνάμει του άρθρου 13α του ν. 2523/1997 (Α΄ 179), και όχι λόγω της απλής μη πληρωμής χρεών, δεν αναστέλλονται.

Δεδομένου ότι τα ανωτέρω διοικητικά μέτρα αφορούν αποκλειστικά τη σχέση της επιχείρησης με τη Διοίκηση, η παρ. 5 προβλέπει ότι η πρόωρη παύση της αναστολής τους δεν απαιτεί δικαστική απόφαση, όπως στην περίπτωση των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά πράξη της διοίκησης. Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις πάντως της πρόωρης παύσης της αναστολής των διοικητικών μέτρων είναι ανάλογες με αυτές της παύσης της αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης, θα πρέπει δηλαδή να πιθανολογεί η Διοίκηση ότι η αναστολή των διοικητικών μέτρων θα επιφέρει ανεπανόρθωτη προσβολή του δημοσίου συμφέροντος που υπαγορεύει την επιβολή τους.

Άρθρο 53

Συμμετοχή του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης

Με την παρ. 1 προβλέπεται ότι ως προς τις απαιτήσεις του Δημοσίου η καθαρή παρούσα αξία θα λαμβάνεται υπόψη αναφορικά με την εφαρμογή όλων των υποχρεωτικών κανόνων. Η υφιστάμενη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017προβλέπει λήψη υπόψη της καθαρής παρούσας αξίας μόνο αναφορικά με τους κανόνες της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών και της είσπραξης τουλάχιστον της αξίας ρευστοποίησης. Τούτο έχει σαν συνέπεια να είναι αμφίβολο, αν η εφαρμογή του κανόνα της σύμμετρης διανομής των καταβολών επιπλέον της αξίας ρευστοποίησης λαμβάνει υπόψη την καθαρή παρούσα αξία των καταβολών προς το Δημόσιο. Επειδή η μη συνεκτίμησή της θα οδηγούσε σε διατάραξη της ισορροπίας των πιστωτών σε βάρος του Δημοσίου, γενικεύεται η λήψη υπόψη της καθαρής παρούσας αξίας και επεκτείνεται σε όλους τους υποχρεωτικούς κανόνες.

Με την παρ. 2 συμπληρώνεται ένα κενό της υφιστάμενης νομοθεσίας. Η παρ. 6 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017 προβλέπει ότι, όταν το Δημόσιο ή, κατ’ αναλογία, Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης, έχει απαίτηση έως 20.000 ευρώ, εφαρμόζει τους ειδικότερους κανόνες της διάταξης αυτής και δεν συμμετέχει στη διαπραγμάτευση ούτε υποβάλλει πρόταση, αλλά οι οφειλές προς αυτό προσμετρώνται στις θετικές ψήφους των ιδιωτών πιστωτών. Η διάταξη αυτή όμως δεν προέβλεψε την περίπτωση, που παρουσιάστηκε στην πράξη, ο οφειλέτης να έχει οφειλές μόνο προς Δημόσιο και προς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, χωρίς να συμμετέχουν ιδιώτες πιστωτές. Για την περίπτωση αυτή η προτεινόμενη διάταξη προβλέπει ότι το Δημόσιο και αντίστοιχα οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης θα συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις και θα υποβάλουν αντιπρόταση, τηρώντας φυσικά όλους τους υποχρεωτικούς κανόνες.

Με την παρ. 3 επιλύεται το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι οφειλέτες όταν, πριν την έναρξη της διαδικασίας του εξωδικαστικού μηχανισμού και τη συνακόλουθη αυτοδίκαιη αναστολή εκτέλεσης, το Δημόσιο τους επέβαλε κατάσχεση εις χείρας τρίτων, συνήθως πιστωτικών ιδρυμάτων. Δεδομένου ότι η αναστολή εκτέλεσης δεν συνεπαγόταν άρση των ήδη επιβληθεισών κατασχέσεων, αυτές διατηρούνται και καταλαμβάνουν ποσά που πιστώνονται στους κατασχεθέντες τραπεζικούς λογαριασμούς τόσο κατά τη διάρκεια της αναστολής εκτέλεσης όσο και κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Με αυτόν τον τρόπο όμως οι οφειλέτες δεν έχουν πρόσβαση στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς και στερούνται τη ρευστότητα που είναι απαραίτητη για τη συνέχιση λειτουργίας της επιχείρησής τους. Από την άλλη πλευρά, πλήρης άρση των κατασχέσεων δεν θα ήταν εύλογη, καθώς τούτο θα σήμαινε αποδέσμευση και των ποσών που ήταν πιστωμένα στο λογαριασμό πριν την επιβολή της κατάσχεσης και δεν πρόλαβαν να αποδοθούν στο Δημόσιο, ενώ περαιτέρω το Δημόσιο θα παρέμενε πλήρως απροστάτευτο σε περίπτωση ανατροπής ή ακύρωσης της σύμβασης λόγω υπερημερίας του οφειλέτη. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, η παρ. 3 προβλέπει έκδοση πράξης της Φορολογικής Διοίκησης, γνωστοποιούμενης στον τρίτο, η οποία περιορίζει τις συνέπειες των κατασχέσεων στα χέρια του τρίτου, αποδεσμεύοντας τις μελλοντικές απαιτήσεις. Για την έκδοση της πράξης αυτής προβλέπονται προϋποθέσεις, οι οποίες διασφαλίζουν ότι η πιθανότητα ανατροπής της σύμβασης είναι μειωμένες. Με την έκδοση της πράξης αυτής ο οφειλέτης έχει πρόσβαση στα ποσά που πιστώνονται μετά τη γνωστοποίηση της αδρανοποίησης στον τρίτο. Ωστόσο η κατάσχεση δεν ανατρέπεται, με αποτέλεσμα: α) ποσά απαιτήσεων, που γεννήθηκαν πριν τη γνωστοποίηση στον τρίτο, να αποδίδονται στο Δημόσιο, β) αν η σύμβαση ανατραπεί ή ακυρωθεί, οι κατασχέσεις αναπτύσσουν τις έννομες συνέπειές τους τόσο έναντι του οφειλέτη όσο και των τρίτων που επικαλούνται δικαιώματα ή αξιώσεις. Πλήρης ανατροπή της κατάσχεσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον η κατάσχεση επιβλήθηκε αποκλειστικά για οφειλές εντεταγμένες στη σύμβαση και μόνο εφόσον εξοφλήθηκε τουλάχιστον το 75% του ποσού που πρέπει να καταβληθεί στο Δημόσιο δυνάμει της σύμβασης.

Με την παρ. 4 επεκτείνεται η αυτοδίκαιη αναστολή εκτέλεσης και στην περίπτωση της διαδικασίας διμερούς διαπραγμάτευσης με το Δημόσιο ή με Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης. Η διάταξη επιδιώκει να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα που παρουσιάστηκε στην πράξη. Συγκεκριμένα, υπήρξαν περιπτώσεις που, ενώ η Α.Α.Δ.Ε. εξέταζε αίτημα ρύθμισης, η αρμόδια Δ.Ο.Υ. επέβαλλε μέτρα διοικητικής εκτέλεσης, μη όντας ενήμερη για την εκκρεμότητα του αιτήματος ρύθμισης. Η προτεινόμενη ρύθμιση λοιπόν διασφαλίζει το απαραίτητο για τη διαπραγμάτευση κλίμα συνεργασίας και αποτρέπει την παρεμπόδιση της λειτουργίας της επιχείρησης από ενέργειες της Διοίκησης, που οφείλονται σε πλημμελή συντονισμό. Οπωσδήποτε η Φορολογική Διοίκηση διατηρεί το δικαίωμα να άρει από μόνη της τόσο την αναστολή διοικητικής εκτέλεσης όσο και την αναστολή των διοικητικών μέτρων που αναστέλλουν τη λειτουργία της επιχείρησης (περ. β΄ της παρ. 2 και τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4469/2017, που εφαρμόζονται αναλόγως). Ωστόσο αυτό θα πρέπει να το κάνει με ρητή και αιτιολογημένη πράξη της και όχι εν αγνοία της εκκρεμούς διαδικασίας διαπραγμάτευσης.

Τέλος, με την παρ. 5 επιδιώκεται να διευκολυνθεί ο διορισμός εμπειρογνώμονα από το Δημόσιο, ώστε να μην καθυστερεί η διεκπεραίωση ιδίως εκείνων των υποθέσεων, στις οποίες ο διορισμός εμπειρογνώμονα είναι υποχρεωτικός.

Άρθρο 54

Ηλεκτρονική πλατφόρμα εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών


Η ηλεκτρονική πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού αποδείχθηκε στην πράξη πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη ρύθμιση των οφειλών των επιχειρήσεων. Χάρη σε αυτήν αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες επίτευξης συμφωνίας, καθώς μειώνεται το διοικητικό κόστος εξέτασης του αιτήματος από τους πιστωτές, καθώς και η ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών. Λόγω αυτής της χρησιμότητάς της, είναι σκόπιμο η δυνατότητα χρήσης της πλατφόρμας να επεκταθεί και σε περιπτώσεις επιχειρήσεων, οι οποίες δεν υπάγονται στην κανονική διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού, ιδίως αγροτών ή ελεύθερων επαγγελματιών, που όμως επιθυμούν να ρυθμίσουν διμερώς τις οφειλές τους με τους χρηματοδοτικούς φορείς. Αυτήν την επέκταση εισάγει η προτεινόμενη ρύθμιση. Προς περαιτέρω άρση της ασυμμετρίας πληροφόρησης και ενίσχυση της πιθανότητας επιτυχίας της διαπραγμάτευσης προβλέπεται άρση του τραπεζικού και του φορολογικού απορρήτου και σε αυτές τις περιπτώσεις.

Άρθρο 55

Μεταβατικές διατάξεις


Με την παρ. 1 τίθεται ως γενικός μεταβατικός κανόνας ότι οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται μόνο στις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του. Ο κανόνας αυτός επιβάλλεται από την ανάγκη να μη διαταραχθεί η ομαλότητα της διαδικασίας από τη μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος κατά τη διάρκειά της.

Με την παρ. 2 τίθενται κάποιες εξαιρέσεις από τον κανόνα της παρ. 1, στις οποίες κρίνεται ότι είναι σκόπιμη η εφαρμογή του προτεινόμενου σχεδίου νόμου και στις εκκρεμείς υποθέσεις. Συγκεκριμένα: α) η ενημέρωση της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. μετά την περάτωση των διαδικασιών διμερούς διαπραγμάτευσης που παραμένουν εκκρεμείς και μετά την παρέλευση τριμήνου θα δώσει στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. πληρέστερη εικόνα για την αποτελεσματικότητα του εξωδικαστικού μηχανισμού, χωρίς να διαταράσσει την ομαλότητα της διαδικασίας· β) η εφαρμογή του κανόνα για τη συμμετοχή μικροπιστωτών με ίσες ακριβώς απαιτήσεις θα δώσει λύση και σε εκκρεμείς υποθέσεις που, ελλείψει ρύθμισης, δεν μπορούν να προχωρήσουν· γ) η ρύθμιση με κ.υ.α. λεπτομερειακών θεμάτων της διαδικασίας θα αντιμετωπίσει προβλήματα που εντοπίζονται στην πράξη και επομένως χρειάζονται άμεση αντιμετώπιση· δ) η άμεση επέκταση της αναστολής εκτέλεσης και στις εκκρεμείς υποθέσεις (άρθρο 52 και παρ. 4 του άρθρου 53) επιβάλλεται από την ανάγκη αποτροπής της δημιουργίας αμετάκλητων καταστάσεων εις βάρος των οφειλετών αυτών· ε) η λήψη υπόψη, και στις εκκρεμείς υποθέσεις, της καθαρής παρούσας αξίας των καταβολών προς το Δημόσιο για την ανάγκη εφαρμογής όλων των υποχρεωτικών κανόνων περισσότερο θα απλοποιήσει τους υπολογισμούς στη σύμβαση αναδιάρθρωσης, παρά θα περιπλέξει τις εκκρεμείς υποθέσεις· στ) η συμμετοχή του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, με απαίτηση μέχρι 20.000 ευρώ έκαστος, στη διαπραγμάτευση υποθέσεων που δεν έχουν ιδιώτες πιστωτές, επιβάλλεται να καταλάβει και εκκρεμείς υποθέσεις, καθώς σε αντίθετη περίπτωση αυτές οι υποθέσεις δεν θα μπορούν να περατωθούν. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται στις εκκρεμείς διαδικασίες άμεσα, δηλαδή από το στάδιο, στο οποίο οι εκκρεμείς υποθέσεις βρίσκονται κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, χωρίς να επηρεάζουν στάδια της διαδικασίας που προηγήθηκαν της έναρξης ισχύος του.

Με την παρ. 3 επεκτείνεται και σε ήδη υπογραφείσες συμβάσεις η ρύθμιση για τον περιορισμό των συνεπειών των κατασχέσεων στα χέρια τρίτων, καθώς η ανάγκη πρόσβασης στα μελλοντικά έσοδα από τους τρίτους είναι το ίδιο επιτακτική και σε αυτούς που έχουν ήδη ολοκληρώσει επιτυχώς τη διαδικασία διαπραγμάτευσης του εξωδικαστικού μηχανισμού.

Με την παρ. 4 ρυθμίζονται ζητήματα διαχρονικού δικαίου που προκύπτουν από την υπαγωγή στον εξωδικαστικό μηχανισμό και των οφειλών του 2017. Οπωσδήποτε συμβάσεις αναδιάρθρωσης, που έχουν ήδη συναφθεί, δεν μπορούν να θιχτούν. Η άμεση ένταξη των οφειλών του 2017 σε εκκρεμείς διαδικασίες θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη διατάραξη της διαδικασίας, αφού θα έπρεπε π.χ. να επανεξεταστεί η ύπαρξη απαρτίας και να αναπροσαρμοστούν οι προτάσεις και αντιπροτάσεις. Γι’ αυτό το λόγο το δεύτερο εδάφιο προβλέπει δυνατότητα διαγραφής της αίτησης με ταυτόχρονη επανυποβολή της, προκειμένου είτε να ενταχθούν οφειλές του 2017 είτε να συσχετιστεί η αίτηση της προσωπικής εταιρίας με αίτημα του ομόρρυθμου εταίρου για ρύθμιση των δικών του οφειλών. Αυτή η διαγραφή θα πρέπει πάντως να γίνει μετά την έκδοση της απόφασης της παρ. 2 του άρθρου 50, ώστε να τηρηθεί συγκεκριμένη διαδικασία και να μπορεί η διαγραφή να υποστηριχθεί τεχνικά από την ηλεκτρονική πλατφόρμα. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούν να αγνοηθούν οι περιπτώσεις εκείνες, που λόγω μεγάλου ύψους οφειλών του 2017 οι πιστωτές είτε έκριναν τον οφειλέτη μη βιώσιμο είτε έκριναν την πρόταση ρύθμισης ασύμφορη, δεδομένου ότι η ικανότητα αποπληρωμής των παλαιών οφειλών περιορίστηκε από την ανάγκη άμεσης εξόφλησης των οφειλών του 2017. Για την αντιμετώπιση αυτών των περιπτώσεων το πρώτο εδάφιο προβλέπει τη δυνατότητα επανυποβολής της αίτησης και επί διαδικασιών που περατώθηκαν ως άκαρπες, προκειμένου να συμπεριληφθούν οφειλές του 2017.

Η παρ. 5 παρέχει στους ομορρύθμους εταίρους εταιριών, οι οποίες υπέβαλαν αίτηση πριν την έναρξη ισχύος του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, ανεξαρτήτως της τύχης της αίτησης της εταιρίας, τη δυνατότητα να ζητήσουν τη ρύθμιση των δικών τους οφειλών. Η ρύθμιση αυτή επιβάλλεται, προκειμένου να μη δημιουργηθεί ανισότητα εις βάρος των ομόρρυθμων μελών των εταιριών που έχουν ήδη υποβάλει αιτήσεις. Ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις η διάταξη επαναλαμβάνει ουσιαστικά τη διάταξη του άρθρου 47. Ωστόσο προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις αυτές η διαδικασία ούτε χρειάζεται να είναι ενιαία ούτε να διεξαχθεί υπό τον ίδιο συντονιστή, δεδομένου ότι η υπόθεση επί της αίτησης της εταιρίας μπορεί να βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο ή και να έχει περατωθεί.

Η παρ. 6 διατηρεί προσωρινά σε ισχύ τη διάταξη που καθορίζει την αμοιβή των συντονιστών, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. που θα τις αναπροσαρμόζει. Η ρύθμιση αποσκοπεί στην αποτροπή δημιουργίας νομικού κενού κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ έναρξης ισχύος του νόμου και έκδοσης της απόφασης του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ.







Διατάξεις νομοσχεδίου άρθρα 45 έως 55



ΤΜΗΜΑ Θ΄

Διατάξεις του Υπουργείου Οικονομίας & Ανάπτυξης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Τροποποιήσεις του ν. 4469/2017 (Α΄ 62)

Άρθρο 45

Ορισμοί


1. Στην περίπτ. ιστ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4469/2017 (Α΄ 62) η ημερομηνία «31η Δεκεμβρίου 2016» αντικαθίσταται με την ημερομηνία «31η Δεκεμβρίου 2017».

2. Στην περίπτ. ιζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4469/2017 η ημερομηνία «31η Δεκεμβρίου 2016» αντικαθίσταται με την ημερομηνία «31η Δεκεμβρίου 2017».

3. Η περίπτ. ιη΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4469/2017 αντικαθίσταται ως εξής:

«ιη) Ως «οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης» νοούνται οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, που βεβαιώθηκαν έως το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4 και γεννήθηκαν έως την 31η Δεκεμβρίου 2017 ή ανάγονται σε χρόνο έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, με τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.»

Άρθρο 46

Πεδίο εφαρμογής


1. Στην περίπτ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4469/2017 η ημερομηνία «31η Δεκεμβρίου 2016» αντικαθίσταται με την ημερομηνία «31 η Δεκεμβρίου 2017».

2. Στην παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4469/2017 η ημερομηνία «31 η Δεκεμβρίου 2016» αντικαθίσταται με την ημερομηνία «31 η Δεκεμβρίου 2017».

3. Το εδάφιο γ΄ της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4469/2017 αντικαθίσταται ως εξής:

«Ο πιστωτής ενημερώνει την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.) εντός τριών μηνών από την ημερομηνία προώθησης της αίτησης για την ολοκλήρωση ή μη της διαπραγμάτευσης και σε καταφατική περίπτωση για την επίτευξη ή μη συμφωνίας με τον οφειλέτη. Αν η διαπραγμάτευση ολοκληρωθεί μετά την ενημέρωση του προηγούμενου εδαφίου, ο πιστωτής ενημερώνει την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. μέσα σε ένα μήνα από την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης για την επίτευξη ή μη συμφωνίας.»

4. Στο τέλος της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 4469/2017 προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Αν δύο ή περισσότεροι πιστωτές έχουν ακριβώς ίσες απαιτήσεις και οι απαιτήσεις τους, αθροιζόμενες με τις μικρότερες απαιτήσεις, υπερβαίνουν το 15% του συνολικού χρέους ή το ποσό των 20.000.000 ευρώ, τότε οι πιστωτές αυτοί συμμετέχουν στη διαδικασία για το σύνολο των απαιτήσεών τους και δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών».

Άρθρο 47

Ρύθμιση οφειλών ομόρρυθμων εταίρων


Μετά το πέμπτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 4469/2017 προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Οι ομόρρυθμοι εταίροι ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας μπορούν να ζητήσουν τη ρύθμιση και του συνόλου των δικών τους οφειλών, οι οποίες θα επιτρεπόταν να ρυθμιστούν, αν οι εταίροι υπέβαλλαν αίτηση ως ιδιοκτήτες ατομικής επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση περιέχει ως προς αυτούς το σύνολο των στοιχείων και συνοδεύεται από το σύνολο των δικαιολογητικών του άρθρου 5 και οι περιορισμοί των παρ. 3 και 5 του άρθρου 2 ισχύουν και ως προς το πρόσωπο του ομόρρυθμου εταίρου, ενώ οι περιορισμοί της παρ. 1 του άρθρου 2 και του άρθρου 3 κρίνονται με βάση το πρόσωπο της εταιρίας. Για την εταιρία και τους ομόρρυθμους εταίρους της, που ζητούν ρύθμιση και του συνόλου των δικών τους οφειλών ακολουθείται, κατά το δυνατόν, ενιαία διαδικασία υπό τον ίδιο συντονιστή. Η απαρτία υπολογίζεται χωριστά για κάθε συνοφειλέτη. Οι προτάσεις ρύθμισης υποβάλλονται χωριστά για τον κάθε συνοφειλέτη και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για τη μία πρόταση δεν επηρεάζεται από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για τις λοιπές προτάσεις. Ο συντονιστής δικαιούται πλήρη αμοιβή για κάθε ομόρρυθμο εταίρο που ζητεί ρύθμιση του συνόλου των δικών του οφειλών.»

Άρθρο 48

Περιεχόμενο αίτησης και συνοδευτικά έγγραφα


1. Στην περίπτ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4469/2017, μετά τη φράση «των οφειλόμενων ποσών ανά πιστωτή» προστίθεται η φράση «, της ημερομηνίας, αναφορικά με την οποία προσδιορίζεται το ύψος της κάθε οφειλής,».

2. Η παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 4469/2017 αντικαθίσταται ως εξής:

«Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών μπορεί να τροποποιείται ο κατάλογος των δικαιολογητικών της παρ. 8. Με την απόφαση του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να προβλέπεται ότι ορισμένα από τα δικαιολογητικά απαιτούνται μόνο σε κάποιες κατηγορίες υποθέσεων, καθώς και ότι ορισμένα δικαιολογητικά δεν υποβάλλονται υποχρεωτικά μαζί με την αίτηση, αλλά μπορούν να υποβληθούν το αργότερο έως τη λήξη της διαπραγμάτευσης.»

Άρθρο 49

Συντονιστής


1. Η παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 4469/2017 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Εντός δύο εργάσιμων ημερών από την κατάθεση της αίτησης, η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. διορίζει συντονιστή της διαδικασίας από το μητρώο συντονιστών που τηρείται στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. Προτιμάται συντονιστής με έδρα εντός της Περιφερειακής Ενότητας, στην οποία έχει την έδρα του ο οφειλέτης.».

2. Η παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 4469/2017 αντικαθίσταται ως εξής:

«Δεν επιτρέπεται ο διορισμός ως συντονιστή του ίδιου προσώπου σε περισσότερες από μία αιτήσεις, αν προηγουμένως δεν έχει εξαντληθεί η δυνατότητα διορισμού των λοιπών εγγεγραμμένων στο μητρώο της παρ. 1 με έδρα την Περιφέρεια, εντός της οποίας λαμβάνει χώρα η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών.».

Άρθρο 50

Διαδικασία διαπραγμάτευσης


1. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 4469/2017 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Αν μετά την εξέταση των προσκομισθέντων εγγράφων παραμένει αδικαιολόγητη απόκλιση, που υπερβαίνει το ένα πέμπτο της συνολικής οφειλής προς ρύθμιση, τότε ο συντονιστής ζητά από τον οφειλέτη και τον πιστωτή πρόσθετα αποδεικτικά έγγραφα για το ύψος της απαίτησης εντός προθεσμίας πέντε ημερών».

2. Στο τέλος του άρθρου 8 του ν. 4469/2017 προστίθεται παρ. 18 ως εξής:

«18. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών μπορούν να ρυθμίζονται λεπτομερειακά θέματα της διαδικασίας ελέγχου πληρότητας της αίτησης ή της διαδικασίας διαπραγμάτευσης, καθώς και να τροποποιούνται οι προθεσμίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο ή στο άρθρο 7. Με την απόφαση αυτή μπορεί ιδίως:

1) να καθορίζεται διαδικασία συμπλήρωσης των στοιχείων της αίτησης, καθώς και διόρθωσης των σφαλμάτων της·

2) να ορίζονται προθεσμίες για συγκεκριμένες ενέργειες, όταν τέτοιες προθεσμίες δεν ορίζονται στο νόμο·

3) να προβλέπεται διαδικασία παράτασης της προθεσμίας σε συγκεκριμένη περίπτωση, όταν η μη τήρησή της οφείλεται σε λόγους, τους οποίους δεν μπορεί να ελέγξει το μέρος που ζητά την παράταση·

4) να καθορίζεται διαδικασία διαγραφής της αίτησης με ταυτόχρονη επανυποβολή της, όταν υπάρχουν ελλείψεις ή σφάλματα, τα οποία κατά το χρόνο διαπίστωσής τους δεν μπορούν να διορθωθούν με εισαγωγή των στοιχείων στην ηλεκτρονική πλατφόρμα· στην περίπτωση αυτή ο συντονιστής που διορίστηκε για τη διαγραφόμενη αίτηση διατηρεί την ιδιότητά του και για τη νέα αίτηση, χωρίς να δικαιούται νέα αμοιβή, ενώ η προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 13 υπολογίζεται από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης στα πλαίσια της αρχικής αίτησης·

5) να προβλέπεται δυνατότητα και διαδικασία για την παραίτηση του οφειλέτη από εκκρεμή αίτηση· στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η υποβολή νέας αίτησης από τον ίδιο οφειλέτη.»

Άρθρο 51

Αμοιβή του συντονιστή


Η παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4469/2017 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους καθορίζεται το ύψος της αμοιβής του συντονιστή. Η αμοιβή μπορεί να κλιμακώνεται ανάλογα με την κατηγοριοποίηση του οφειλέτη ως μικρής ή μεγάλης επιχείρησης ή ανάλογα με την πρόοδο της διαδικασίας. Η απόφαση αυτή μπορεί να προβλέπει ότι εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις.».

Άρθρο 52

Αναστολή εκτέλεσης


1. Στην παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4469/2017 ο αριθμός «εβδομήντα (70)» αντικαθίσταται με τον αριθμό «ενενήντα».

2. Μετά την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4469/2017 προστίθεται παρ. 1α ως εξής:

«1α. Κατά το χρονικό διάστημα της παρ. 1 αναστέλλεται και κάθε διοικητικό μέτρο, το οποίο επιβάλλεται, αυτοδικαίως ή με πράξη της Διοίκησης, ως συνέπεια της μη εξόφλησης υποχρεώσεων, των οποίων ζητείται η ρύθμιση, και το οποίο συνεπάγεται την αναστολή λειτουργίας της επιχείρησης.».

3. Στην παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 4469/2017 η φράση «την παράγραφο 1» αντικαθίσταται με τη φράση «τις παρ. 1 και 1α».

4. Στην παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 4469/2017 η φράση «της παραγράφου 1» αντικαθίσταται με τη φράση «των παρ. 1 και 1α».

5. Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4469/2017 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Με τις ίδιες προϋποθέσεις μπορεί η Διοίκηση να διατάξει την πρόωρη παύση της αναστολής της παρ. 1α.».

Άρθρο 53

Συμμετοχή του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης


1. Στην παρ. 5 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017 διαγράφεται η φράση «, σύμφωνα με τις περιπτ. α΄ και β΄ της παρ. 2 του άρθρου 9».

2. Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017, μετά τη φράση «Στις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου,» προστίθεται η φράση «και εφόσον συμμετέχουν ιδιώτες πιστωτές,».

3. Στο τέλος της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017 προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της σύμβασης και υπό την προϋπόθεση ότι: α) έχει εξοφληθεί τουλάχιστον η πρώτη δόση της ρύθμισης δυνάμει αυτής, β) έχουν εξοφληθεί ή τακτοποιηθεί με νόμιμο τρόπο, με αναστολή είσπραξης ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής οι μη υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές και γ) έχουν υποβληθεί όλες δηλώσεις που προβλέπονται στην περίπτ. β΄ της παρ. 6 του άρθρου 14, μετά από αίτηση του οφειλέτη, η Φορολογική Διοίκηση αποφασίζει ότι οι κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων σε βάρος του οφειλέτη δεν καταλαμβάνουν μελλοντικές απαιτήσεις. Η απόφαση αυτή εκδίδεται ανεξάρτητα από το εάν οι κατασχέσεις επιβλήθηκαν για υπαγόμενες ή μη στη σύμβαση οφειλές, και γνωστοποιείται στον τρίτο. Ποσά απαιτήσεων που γεννώνται μετά την ως άνω γνωστοποίηση, αποδεσμεύονται και αποδίδονται κατά νόμο, ενώ ποσά απαιτήσεων που γεννήθηκαν πριν από αυτή αποδίδονται στο Δημόσιο. Αν ανατραπεί ή ακυρωθεί η σύμβαση, οι ανωτέρω κατασχέσεις αναπτύσσουν πλήρως τις έννομες συνέπειές τους, αναφορικά με τις μελλοντικές απαιτήσεις, από τη γνωστοποίηση της ανατροπής στον τρίτο. Τυχόν αποκτηθέντα δικαιώματα ή αξιώσεις τρίτων δεν αντιτάσσονται έναντι του κατασχόντος Δημοσίου. Οι κατασχέσεις στα χέρια τρίτων, που έχουν επιβληθεί αποκλειστικά για οφειλές υπαγόμενες στη σύμβαση, αίρονται μετά από αίτηση του οφειλέτη, εφόσον έχει εξοφληθεί ποσοστό τουλάχιστον 75% του συνολικού προς καταβολή στο Δημόσιο ποσού της σύμβασης. Στις περιπτώσεις των ανωτέρω εδαφίων, ποσά που έχουν αποδοθεί στο Δημόσιο δεν επιστρέφονται.».

4. Στην παρ. 21 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017, μετά τη φράση «της παρ. 8 του άρθρου 9,» προστίθεται η φράση «των παρ. 1, 1α, 2 και 5 του άρθρου 13,».

5. Στο άρθρο 11 του ν. 4469/2017 προστίθεται παρ. 5 ως εξής:

«5. Όταν το Δημόσιο ή Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης προτείνει εμπειρογνώμονα, αυτός επιλέγεται από μητρώο εμπειρογνωμόνων που συστήνεται με κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Στην απόφαση αυτή καθορίζεται η διαδικασία εγγραφής στο μητρώο, ο τρόπος επιλογής των εμπειρογνωμόνων από αυτό, τυχόν ασυμβίβαστα καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.».

Άρθρο 54

Ηλεκτρονική πλατφόρμα εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών


Στο τέλος του άρθρου 16 του ν. 4469/2017 προστίθεται παρ. 4 ως εξής:

«4. Μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών μπορούν να υποβάλλονται και να προωθούνται αιτήσεις οφειλετών, που υπάγονται στην παρ. 21 του άρθρου 15, για διμερή ρύθμιση των οφειλών τους είτε προς το Δημόσιο είτε προς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης είτε προς χρηματοδοτικούς φορείς. Με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία κατά το προηγούμενο εδάφιο παρέχεται από τον οφειλέτη άδεια για κοινοποίηση στον πιστωτή, επεξεργασία και διασταύρωση από αυτόν των δεδομένων του, τα οποία περιλαμβάνονται στην αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα για τους σκοπούς της διαδικασίας ρύθμισης οφειλών. Η άδεια του προηγούμενου εδαφίου συνεπάγεται την άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του άρθρου 1 του ν.δ. 1059/1971 και του φορολογικού απορρήτου του άρθρου 17 του ν. 4174/2013».

Άρθρο 55

Μεταβατικές διατάξεις


1. Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται στις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του.

2. Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 46, τα άρθρα 50 και 52 και οι παρ. 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 53 έχουν άμεση εφαρμογή και σε υποθέσεις που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.

3. Η παρ. 3 του άρθρου 53 εφαρμόζεται και σε συμβάσεις αναδιάρθρωσης που υπογράφτηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος.

4. Αιτήσεις, στις οποίες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος η διαδικασία έχει περατωθεί ως άκαρπη, μπορούν να επανυποβληθούν, εφόσον συμπεριλαμβάνουν οφειλές, οι οποίες καθίστανται επιδεκτικές ρύθμισης με το άρθρο 45 ή την παρ. 2 του άρθρου 46. Μετά την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται στην παρ. 18 του άρθρου 8 του ν. 4469/2017, που προστίθεται με την παρ. 2 του άρθρου 50, μπορούν οι οφειλέτες εκκρεμών αιτήσεων να ζητήσουν τη διαγραφή της αίτησης με ταυτόχρονη επανυποβολή της, προκειμένου να συμπεριληφθούν οφειλές, οι οποίες καθίστανται επιδεκτικές ρύθμισης με τα άρθρα 45 έως 47.

5. Ομόρρυθμοι εταίροι εταιριών, οι οποίες πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος υπέβαλαν αίτηση, εκκρεμή ή περατωθείσα, μπορούν να υποβάλουν αυτοτελώς αίτηση για ρύθμιση των δικών τους οφειλών. Στην περίπτωση αυτή οι περιορισμοί των παρ. 3 και 5 του άρθρου 2 του ν. 4469/2017 ισχύουν και ως προς το πρόσωπο του ομόρρυθμου εταίρου, ενώ οι περιορισμοί της παρ. 1 του άρθρου 2 και του άρθρου 3 του ν. 4469/2017 κρίνονται με βάση το πρόσωπο της εταιρίας. Στις περιπτώσεις αυτές η διαδικασία δεν απαιτείται να είναι ενιαία, ούτε είναι απαραίτητος ο διορισμός του ίδιου συντονιστή.

6. Μέχρι την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4469/2017, όπως αυτή αντικαθίσταται με το άρθρο 51, εξακολουθεί να εφαρμόζεται η παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4469/2017, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της.





https://www.taxheaven.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: