Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

Πολυνομοσχέδιο Οι τροποποιήσεις στον Κώδικα ΦΠΑ

ΠολυνομοσχέδιοΟι τροποποιήσεις στον Κώδικα ΦΠΑ

Με το άρθρο 111 του νομοσχεδίου "Διατάξεις για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων – Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022" επέρχονται τροποποιήσεις στον Κώδικα ΦΠΑ. Παρατίθεται ακολούθως η αιτιολογική έκθεση των εν λόγω διατάξεων και οι προτεινόμενες διατάξεις.
Αιτιολογική Έκθεση
Άρθρο 111
Τροποποίηση διατάξεων Κώδικα ΦΠΑ
Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 19 του Κώδικα ΦΠΑ. Ειδικότερα, προστίθεται νέα περίπτωση δ΄, προκειμένου να προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις πράξεων (παραδόσεων αγαθών ή/και παροχών υπηρεσιών) μεταξύ συγγενικών ή/και συνδεδεμένων προσώπων κατά τη Φορολογία Εισοδήματος, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται πλέον η κανονική αξία, για τις περιπτώσεις που η αντιπαροχή – τίμημα είναι κατώτερη από αυτήν.
Η διάταξη αυτή στόχο έχει να αντιμετωπίσει τις περιπτώσεις υποτιμολογήσεων μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος, οι οποίες επηρέαζαν και τα έσοδα του ΦΠΑ. Πρόκειται για διάταξη που ενσωματώνει δυνατότητα που παρέχεται από την οδηγία ΦΠΑ, εξορθολογίζοντας το σύστημα ΦΠΑ, για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την ορθή απόδοση του φόρου στις περιπτώσεις συγγενικών ή συνδεδεμένων επιχειρήσεων.
Για την εφαρμογή της κανονικής αξίας, η διάταξη προϋποθέτει ο προμηθευτής ή ο λήπτης να μην έχουν πλήρες δικαίωμα έκπτωσης, καθόσον, σε αντίθετη περίπτωση, το αποτέλεσμα (έσοδο για το κράτος) θα ήταν ουδέτερο.Αναλόγως η διάταξη προβλέπει ότι και στην περίπτωση που η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών απαλλάσσεται από το φόρο στο εσωτερικό της χώρας, και ο προμηθευτής δεν έχει πλήρες δικαίωμα έκπτωσης, εφαρμόζεται η κανονική αξία.
Επιπλέον, προστίθεται νέα περίπτωση ε΄, σύμφωνα με την οποία στις περιπτώσεις πλειστηριασμού ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται το εκπλειστηρίασμα, προκειμένου να μην υφίσταται αμφισβήτηση για τη φορολογητέα βάση σε περίπτωση πλειστηριασμού.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το άρθρο 39 του Κώδικα ΦΠΑ, προκειμένου να επιλυθούν διάφορα προβλήματα που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του άρθρου, καθώς και να καλυφθούν νομοθετικά κενά που είχαν εντοπιστεί. Έτσι, επιτρέπεται πλέον να υπάγονται στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων και όσοι για πρώτη φορά κάνουν έναρξη εργασιών, ενώ παύει να είναι υποχρεωτική η διετής παραμονή στο καθεστώς των απαλλασσόμενων επιχειρήσεων και οι υποκείμενοι μπορούν να μεταταχθούν στο κανονικό καθεστώς από το επόμενο έτος. Επίσης, για λόγους εναρμόνισης με την οδηγία ΦΠΑ, ορίζεται ότι δεν λαμβάνονται υπόψιν για τον προσδιορισμό του ορίου υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς οι μεταβιβάσεις παγίων και οι απαλλασσόμενες πράξεις χωρίς δικαίωμα έκπτωσης. Επιπλέον, καλύπτεται νομοθετικό κενό και πλέον με την υπέρβαση του ορίου των 10.000 ευρώ, ο υποκείμενος υποχρεούται άμεσα να επιβάλει ΦΠΑ και να εφαρμόσει το κανονικό καθεστώς από την πρώτη πράξη παράδοσης αγαθών ή υπηρεσιών με την οποία πραγματοποιείται η υπέρβαση του ορίου, ανεξάρτητα από το χρόνο υποβολής της δήλωσης μεταβολών, ώστε να μην υπάρχει έδαφος καταστρατήγησης της διάταξης.
Διατάξεις
Άρθρο 111
Τροποποίηση διατάξεων Κώδικα ΦΠΑ
1. Η παρ. 2 του άρθρου 19 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000, Α΄ 248) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Κατ’ εξαίρεση, στις πιο κάτω περιπτώσεις, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται:
α) για τις πράξεις παράδοσης αγαθών, που αναφέρονται στο άρθρο 7, καθώς και για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών, που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ του άρθρου 12, η τρέχουσα τιμή αγοράς των αγαθών ή παρόμοιων αγαθών ή, αν δεν υπάρχει τιμή αγοράς, το κόστος των αγαθών, κατά το χρόνο πραγματοποίησης των πράξεων αυτών,
β) για τις προβλεπόμενες από τις περίπτ. α΄ και β΄ του άρθρου 9 παροχές υπηρεσιών, το σύνολο των εξόδων που αναλογούν στην εκτέλεση της παροχής των υπηρεσιών αυτών,
γ) για την παροχή υπηρεσιών, που προβλέπει η διάταξη της περίπτ. γ΄ του άρθρου 9, για την ανταλλαγή αγαθών, καθώς και για κάθε περίπτωση που η αντιπαροχή δεν συνίσταται σε χρήμα, η κανονική αξία τους,
δ) για την παράδοση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, μεταξύ συγγενικών ή/και συνδεδεμένων προσώπων, όπως αυτά ορίζονται στο ν. 4172/2013, η κανονική αξία, στις περιπτώσεις που η αντιπαροχή είναι κατώτερη αυτής, υπό την προϋπόθεση πως είτε ο προμηθευτής είτε ο λήπτης δεν έχουν πλήρες δικαίωμα έκπτωσης.
Τα παραπάνω ισχύουν και στην περίπτωση που η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών απαλλάσσεται από το φόρο στο εσωτερικό της χώρας, και ο προμηθευτής δεν έχει πλήρες δικαίωμα έκπτωσης.
ε) για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περίπτ. α΄ του άρθρου 6, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται το τίμημα που έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο υποκείμενος από τον αγοραστή, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, προσαυξημένο με οποιαδήποτε παροχή που συνδέεται με τις πράξεις αυτές.
Για τις παραδόσεις ακινήτων στον κύριο του οικοπέδου που αναθέτει σε εργολάβο την ανέγερση οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται η αξία των κτισμάτων που παραδίδονται σε αυτόν, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αξία του ιδανικού μεριδίου του οικοπέδου που αντιστοιχεί σε αυτά. Η αξία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την αξία των ποσοστών του οικοπέδου που μεταβιβάζονται από τον κύριο του οικοπέδου στον εργολάβο κατασκευαστή ή στον από αυτόν υποδεικνυόμενο τρίτο.
Σε περίπτωση διαχωρισμού της επικαρπίας από την κυριότητα, η αξία της επικαρπίας προσδιορίζεται σε ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 15 του Κώδικα κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία που κυρώθηκε με το ν. 2961/2001 (Α΄ 266), όπως ισχύει.
 στ) για τις περιπτώσεις πλειστηριασμού ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται το εκπλειστηρίασμα.
Ως «κανονική αξία», για την εφαρμογή των περιπτώσεων γ) και δ), θεωρείται το συνολικό ποσό το οποίο αυτός που αποκτά αγαθά ή λαμβάνει υπηρεσίες, ευρισκόμενος στο ίδιο στάδιο εμπορίας με το στάδιο κατά το οποίο πραγματοποιείται η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών, θα έπρεπε να καταβάλει κατά το χρόνο της εν λόγω παράδοσης ή παροχής σε ανεξάρτητο προμηθευτή αγαθού ή πάροχο υπηρεσίας στο εσωτερικό της χώρας, υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού, προκειμένου να αποκτήσει το εν λόγω αγαθό ή την υπηρεσία.
Εάν δεν μπορεί να διαπιστωθεί ανάλογη παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών, η «κανονική αξία», για την εφαρμογή των περιπτ. γ) και δ), δεν μπορεί να είναι κατώτερη της τιμής της αγοράς των αγαθών αυτών ή παρόμοιων αγαθών ή ελλείψει τιμής αγοράς, του κόστους των αγαθών κατά το χρόνο της παράδοσης και προκειμένου περί υπηρεσιών, από το συνολικό κόστος που συνεπάγεται για τον υποκείμενο στο φόρο η παροχή των υπηρεσιών.».
2. Το άρθρο 39 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Δύνανται να απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης και καταβολής του φόρου υποκείμενοι, οι οποίοι, κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, πραγματοποίησαν παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 2, χωρίς το φόρο προστιθέμενης αξίας, αξίας μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ.
Δεν λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της αξίας αυτής οι μεταβιβάσεις ενσώματων ή άυλων αγαθών επένδυσης καθώς και οι απαλλασσόμενες πράξεις χωρίς δικαίωμα έκπτωσης. Επίσης, δύνανται να απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης και καταβολής του φόρου υποκείμενοι κατά το χρόνο έναρξης των εργασιών τους.
2. Οι διατάξεις της παρ. 1 δεν έχουν εφαρμογή,
α) στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος,
β) στους υποκείμενους στο φόρο που δεν είναι εγκαταστημένοι στο εσωτερικό της χώρας,
γ) στην παράδοση καινούργιου μεταφορικού μέσου, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 28,
3. Οι υποκείμενοι που δεν υπερβαίνουν το όριο του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 και επιθυμούν να ενταχθούν στο απαλλασσόμενο καθεστώς, υποβάλλουν δήλωση μεταβολών εντός τριάντα (30) ημερών από την έναρξη του φορολογικού έτους με ημερομηνία μεταβολής την έναρξη του φορολογικού έτους.
Οι ανωτέρω προθεσμίες για την ένταξη στο απαλλασσόμενο καθεστώς είναι ανατρεπτικές.
4. Αν ο υποκείμενος στο φόρο ασκεί τη δραστηριότητά του για χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους, προκειμένου να κριθεί αν μπορεί να απαλλαγεί κατά το επόμενο φορολογικό έτος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1, γίνεται αναγωγή της αξίας των παραδόσεων αγαθών ή των παροχών υπηρεσιών που πραγματοποιεί κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, σε ετήσια βάση.
5. Σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου του πρώτου εδαφίου της παρ. 1, ο υποκείμενος στο φόρο εφαρμόζει υποχρεωτικά το κανονικό καθεστώς για τις παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών που ακολουθούν, αρχής γενομένης από την πράξη παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών με την οποία πραγματοποιείται η υπέρβαση του ορίου αυτού και για το σύνολο της αξίας της πράξης αυτής, ανεξάρτητα από τον χρόνο υποβολής της δήλωσης μεταβολών.
6. Οι υποκείμενοι που απαλλάσσονται μπορούν να μεταταχθούν στο κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου εντός τριάντα (30) ημερών από την έναρξη του επόμενου φορολογικού έτους.
Η ανωτέρω προθεσμία για την ένταξη στο κανονικό καθεστώς είναι ανατρεπτική.
7. Αν υποκείμενος μετατάσσεται, υποχρεωτικά ή προαιρετικά, από το ένα καθεστώς στο άλλο, τα αποθέματα των εμπορεύσιμων αγαθών, τα οποία υπάρχουν κατά την τελευταία ημέρα πριν τη μετάταξη, απογράφονται υποχρεωτικά ανά ισχύοντα συντελεστή φόρου, αποτιμώνται, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, και υπάρχει υποχρέωση απόδοσης του φόρου που έχει εκπεσθεί για τα αποθέματα, όταν ο υποκείμενος μετατάσσεται από το κανονικό καθεστώς στο απαλλασσόμενο και δικαίωμα έκπτωσης, αντίστοιχα, όταν μετατάσσεται από το απαλλασσόμενο στο κανονικό καθεστώς.
8. Σε κάθε περίπτωση μετάταξης, ο υποκείμενος υποχρεούται να συντάσσει απογραφή των αγαθών επένδυσης, για τα οποία δεν έχει παρέλθει ο χρόνος διακανονισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33.
Τα εν λόγω αγαθά αποτιμώνται στην αξία κτήσης αυτών, η οποία προσαυξάνεται με τις δαπάνες βελτίωσης και επέκτασης, εκτός από τις δαπάνες επισκευής και συντήρησης. Οι μετατασσόμενοι υποκείμενοι, για τον εναπομένοντα χρόνο του διακανονισμού, έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου ή, κατά περίπτωση, υποχρέωση διακανονισμού και καταβολής του φόρου, ανάλογα με το εάν πρόκειται για μετάταξη από το απαλλασσόμενο στο κανονικό καθεστώς ή αντίστροφα.
9. Για τα απογραφόμενα αγαθά, που προβλέπουν οι διατάξεις των προηγούμενων παρ. 7 και 8, υποβάλλεται μέσα σε δύο μήνες από τη μετάταξη, δήλωση που περιλαμβάνει την αξία των αποθεμάτων κατά συντελεστή φόρου και το φόρο που αναλογεί.
 Για τους υποκείμενους που μετατάσσονται στο κανονικό καθεστώς ο φόρος αυτός εκπίπτεται με την προβλεπόμενη από το άρθρο 38 δήλωση ΦΠΑ της φορολογικής περιόδου κατά την οποία υποβάλλεται η δήλωση αποθεμάτων. Για τους υποκείμενους που μετατάσσονται στο απαλλασσόμενο καθεστώς, η δήλωση για την απόδοση του φόρου υποβάλλεται εντός ενός μήνα από την υποβολή της δήλωσης του πρώτου εδαφίου.
10. Οι υποκείμενοι της παρ. 1, στις περιπτώσεις που σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας έχουν υποχρέωση έκδοσης φορολογικών στοιχείων, αναγράφουν σε αυτά την ένδειξη «χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας-απαλλαγή μικρών επιχειρήσεων» και δεν δικαιούνται να εκπέσουν το φόρο των εισροών τους.
11. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.»

3. Οι διατάξεις της παρ. 2 ισχύουν από 1.1.2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια: