Πιέσεις στις τράπεζες για μείωση κόκκινων δανείων κάτω του 10%
Ασφυκτικές πιέσεις για τη μείωση των κόκκινων δανείων σε μονοψήφιο ποσοστό από το σημερινό υψηλό του 45% δέχονται οι ελληνικές τράπεζες, που εμφανίζουν μακράν τη χειρότερη εικόνα μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Η πίεση που ασκείται από τις εποπτικές αρχές θα αποτυπωθεί στα νέα πλάνα για τη μείωση των κόκκινων δανείων που είναι υποχρεωμένες να καταθέσουν οι τράπεζες εντός του Σεπτεμβρίου και τα οποία σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα ενσωματώνουν πιο φιλόδοξους, αλλά και πιο μακροπρόθεσμούς στόχους, καλύπτοντας την περίοδο έως και το 2021.
Η εντατικοποίηση των προσπαθειών υπαγορεύεται από την απλή διαπίστωση ότι ακόμα και αν τα πλάνα που έχουν συμφωνηθεί σήμερα και αφορούν την περίοδο έως και το 2019, τηρηθούν στο ακέραιο, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνουν σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο και συγκεκριμένα στο 26,1% και στο 39,7% αντιστοίχως, όταν το μέσο αποδεκτό επίπεδο κόκκινων δανείων στην Ευρώπη είναι κάτω από 10% και συγκεκριμένα μόλις στο 5%. Οι νέοι στόχοι μείωσης των κόκκινων δανείων που θα υποβληθούν από τις τράπεζες στον SSM τον Σεπτέμβριο του 2018 και θα επικαιροποιηθούν τον Μάρτιο του 2019, θα επικεντρώνουν τις προσπάθειες σε πιο εμπροσθοβαρείς κινήσεις, προτάσσοντας ως βασικό εργαλείο τις μαζικές πωλήσεις δανείων, μια πρακτική που έχει εφαρμοστεί κατά κόρον από τις ιταλικές, ισπανικές και πορτογαλικές τράπεζες και η οποία σύμφωνα με την άποψη των εποπτικών αρχών παράγει άμεσα αποτελέσματα.
Εμφαση στα νέα πλάνα που θα υποβάλουν οι τράπεζες θα δοθεί και στις διευρυμένες αποπληρωμές δανείων, οι οποίες προϋποθέτουν γενναία κουρέματα οφειλών προκειμένου να γίνουν πιο αποτελεσματικές οι ρυθμίσεις που θα προτείνουν στους δανειολήπτες. Τα κουρέματα θα έχουν επίκεντρο τα δάνεια που δεν έχουν εξασφαλίσεις, κυρίως τα καταναλωτικά και τα μικρά επαγγελματικά, ενώ στο κάδρο των ρυθμίσεων είναι και τα στεγαστικά δάνεια που θα ενσωματώνουν κούρεμα οφειλής με βάση την εμπορική αξία του ακινήτου.
Στο επίκεντρο των προσπαθειών μπαίνουν και οι πλειστηριασμοί των ακινήτων με εντατικότερο, ωστόσο, ρυθμό, καθώς σύμφωνα με τους υπολογισμούς των τραπεζών προς ρευστοποίηση στην προσεχή τριετία θα οδηγηθούν περίπου 20.000 ακίνητα. Τα έσοδα από τον πλειστηριασμό αυτών των ακινήτων υπολογίζονται σε 2 δισ. ευρώ, αλλά όπως επισημαίνουν τραπεζικές πηγές το όφελος θα είναι πολλαπλασιαστικό, καθώς ένας σημαντικός αριθμός δανειοληπτών που μέχρι πρόσφατα απέφευγε να ρυθμίσει τις οφειλές, θα υποχρεωθεί σε διακανονισμό προκειμένου να αποφύγει τη ρευστοποίηση της περιουσίας του.
Οι διαγραφές δανείων θα αποτελέσουν το έσχατο όπλο των τραπεζών στην προσπάθεια μείωσης των κόκκινων δανείων, καθώς σύμφωνα με την άποψη που εκφράζει ο SSM, πρόκειται για την εύκολη λύση που αποδυναμώνει τις προσπάθειες μιας πιο ενεργής διαχείρισης των κόκκινων δανείων και θα επιστρατευθεί μόνο εάν δεν αποδώσουν τα υπόλοιπα μέτρα.
Η προσπάθεια για πιο εμπροσθοβαρή μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μέσα από μαζικές πωλήσεις χαρτοφυλακίων, μπαίνει πρώτο στην ατζέντα της νέας στοχοθεσίας και ήδη η μία μετά την άλλη οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανακοινώσει την πώληση μεγάλων πακέτων. Η Εθνική έχει υλοποιήσει ήδη την πώληση του χαρτοφυλακίου Earth, η Eurobank έχει υλοποιήσει την πώληση του Eclipse και προχωρά στην πώληση του Zenith, η Alpha ολοκλήρωσε την πώληση του πακέτου Venus και δρομολογεί άλλα δύο με τις επωνυμίες Zuppiter και Mercury, ενώ η Πειραιώς ολοκλήρωσε την πώληση του Arctos και του Amoeba που ήταν και το πρώτο χαρτοφυλάκιο με εξασφαλίσεις που μεταβιβάστηκε σε μεγάλο fund. Μέχρι σήμερα τα πακέτα που έχουν μεταβιβαστεί αθροίζουν περί τα 16 δισ. (συνολική αξία μαζί με τους τόκους), ενώ πρόσθετα πακέτα δανείων ύψους 4,7 δισ. αναμένεται να μεταβιβαστούν έως τα τέλη του 2108.
Οι νέες δεσμεύσεις που θα αναλάβουν οι τράπεζες για τις πωλήσεις δανείων ανεβάζουν τον ετήσιο στόχο στα 10 δισ. και αν και οι μαζικές πωλήσεις χαρτοφυλακίων στις οποίες οδηγούνται, επιτρέπουν στις τράπεζες να θέσουν εκτός των ισολογισμών τους μεγάλους όγκους κόκκινων δανείων, παράγουν εντούτοις και άμεσες ζημίες.
Ετσι η προσπάθεια για πιο εμπροσθοβαρή μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, είτε μέσα από πωλήσεις είτε μέσα από διαγραφές δανείων, θα μειώσει το κεφαλαιακό «μαξιλάρι» που διαθέτουν οι τράπεζες και θα τις οδηγήσει σε πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Με δεδομένο ότι τα μέτρα για τη μείωση των κόκκινων δανείων θα «κάψουν» κεφάλαια, οι τράπεζες θα πρέπει να προετοιμαστούν για να «χτίσουν» νέα από το 2019 και μετά και η έμφαση σε αυτή την περίπτωση θα δοθεί στις ομολογιακές εκδόσεις. Οπως εξηγούν τραπεζικά στελέχη η αιτία δεν είναι μόνο ότι «η ΕΚΤ ζητεί επιτακτικά το ταχύτερο ξεκαθάρισμα των προβληματικών χαρτοφυλακίων, προκειμένου οι τράπεζες να μπορέσουν να επιτελέσουν τον στρατηγικό τους ρόλο ως επιταχυντής της οικονομίας». Εξίσου επίμονη είναι η θέση της «για την επάνοδο των ελληνικών τραπεζών στις αγορές μέσω ομολογιακών εκδόσεων, καθώς μόνο κάτι τέτοιο θα πιστοποιούσε την επάνοδο στην κανονικότητα», καταλήγουν.
Σε κάθε περίπτωση, «κλειδί» για τη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να βγει στις αγορές, απορροφώντας τις πιέσεις που θα υποστεί σε κεφάλαια είναι η βελτίωση της οικονομίας και η επίτευξη σταθερών ρυθμών ανάπτυξης που θα επιτρέψουν στο τραπεζικό σύστημα να δημιουργήσει σταθερές πηγές αύξησης της οργανικής κερδοφορίας και μείωσης των κόκκινων δανείων. Καταλύτης των εξελίξεων είναι το Δημόσιο που θα πρέπει να «στρώσει» το έδαφος προς αυτή την κατεύθυνση, συνεχίζοντας τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια χωρίς πισωγυρίσματα.
Εκδόσεις ομολόγων προκρίνουν οι θεσμοί
Τη λύση της κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών μέσω εκδόσεων ομολογιακών δανείων –τύπου Tier II– προκρίνουν τόσο οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί όσο και το ΔΝΤ. Δεν είναι τυχαίο ότι στην τελευταία έκθεσή του το Ταμείο εγκαταλείπει για πρώτη φορά τη σκληρή γραμμή για την ανάγκη ύπαρξης πρόσθετων κεφαλαίων ύψους 10 δισ.
Οπως εξηγεί ο επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank κ. Τάσος Αναστασάτος, «τα συμπεράσματα της έκθεσης του ΔΝΤ για το τραπεζικό σύστημα είναι ισορροπημένα στη βάση της γενικότερης στρατηγικής του Ταμείου για την Ελλάδα. Οι παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση εντάσσονται στο πλαίσιο της εποικοδομητικής κριτικής, καθώς για πρώτη φορά το Ταμείο αναφέρεται στα θετικά βήματα που έχουν γίνει για τη θωράκιση του τραπεζικού συστήματος». Στη βάση αυτή το Ταμείο περιορίζει το «έλλειμμα» στα βασικά κεφάλαια για τις τρεις συστημικές τράπεζες Εθνική, Eurobank και Πειραιώς, που με βάση το δυσμενές σενάριο των stress tests βρίσκονται κάτω από το όριο κεφαλαιακής επάρκειας του 7,5%-8% μεταξύ 1,3 έως και 1,9 δισ. ευρώ, προκρίνοντας την προσφυγή σε εργαλεία, όπως η έκδοση ομολόγων, που δεν θα οδηγούν σε απομείωση της θέσης των μετόχων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου