Κατώτατος μισθός: Τι ζητούν τα συνδικάτα, τι προτείνουν οι εργοδότες
Oι κοινωνικοί εταίροι, εργοδοτικοί φορείς και η ΓΣΕΕ έχουν έτοιμα τα πορίσματα τους για τον κατώτατο μισθό. Σήμερα μάλιστα προχωρούν σε διαδικτυακή διαβούλευση στην οποία θα τα παρουσιάσουν. Η διαδικασία αναμένεται να ολοκληρωθεί στα μέσα Ιουλίου όταν και ο Υπουργός Εργασίας θα πρέπει να εισηγηθεί τον «νέο» κατώτατο μισθό στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Όπως αναφέρουν στελέχη του οικονομικού επιτελείου στο MR η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό θα πρέπει να ανοίξει όταν θα γυρίσουμε στα επίπεδα του ΑΕΠ του 2019.Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά δεν μπορούμε να ανοίγουμε την συζήτηση σε μια μεταβατική περίοδο στην οποία οι επιχειρήσεις βιώνουν μια αβεβαιότητα. Όπως είχε γράψει και το MR το επικρατέστερο σενάριο είναι το πάγωμα του κατώτατου στα 650 ευρώ τουλάχιστον για το 2021.
Οι εργοδοτικοί φορείς στις εκθέσεις τους καταγράφουν τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία και τονίζουν την ανάγκη για «στάθμευση» του κατώτατου μισθού 650 ευρώ, στα σημερινά δηλαδή επίπεδα ενώ από την άλλη πλευρά, η ΓΣΕΕ προτείνει ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί φέτος στα 751 ευρώ και στη συνέχεια στα 809 ευρώ που αντιστοιχεί στο 60% του διάμεσου μισθού του ΟΟΣΑ.
Οι θέσεις των φορέων
ΣΕΒ
Τουλάχιστον για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας. Στο πλαίσιο της ταχύτερης οικονομικής ανάκαμψης που έχει ανάγκη σήμερα η Ελληνική οικονομία, και για την υποστήριξη του διαθεσίμου εισοδήματος και της απασχόλησης των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, προτείνεται να δοθεί προτεραιότητα δημιουργίας και αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού χώρου για την μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας, ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
ΓΣΕΒΕΕ
Στην παρούσα περίοδο και παρά την αισιοδοξία που δημιουργεί η σταδιακή επανεκκίνηση της οικονομίας δεν είναι ακόμα εφικτό να αποτιμηθεί όλο το εύρος των επιπτώσεων της πανδημίας, ούτε όμως και να εκτιμηθεί με μια σχετική ασφάλεια το βάθος των αλλαγών στην οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Σε αυτό το εξαιρετικά ρευστό περιβάλλον προέχει η διάσωση των επιχειρήσεων και η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε μεταβολή που αυξάνει το κόστος λειτουργίας μπορεί να αποβεί καθοριστική τόσο για την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων όσο και για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.
EΣEE
Στην παρούσα συγκυρία, τα μέτρα στήριξης της οικονομίας λόγω της πανδημίας λειτούργησαν ανακουφιστικά αλλά θα αποσυρθούν σύντομα, με αποτέλεσμα να συνειδητοποιηθούν πληρέστερα οι καταστροφικές επιπτώσεις του covid-19. Η αναπόφευκτη μείωση/απόσυρση των μέτρων καθώς η οικονομία θα επιστρέφει σταδιακά στην κανονικότητα είναι πολύ πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην επιχειρηματικότητα και κατά συνέπεια στην αγορά εργασίας. Αν επιβεβαιωθεί το απευκταίο σενάριο και πολλές ΜμΕ καταστούν μη βιώσιμες, τότε θα διογκωθούν οι ανοδικές πιέσεις στην ανεργία, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη πως μόνο οι “micro” επιχειρήσεις απασχολούν το 54% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Επιπρόσθετα, σημειώνεται πως οι θέσεις εργασίας που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό αφορούν κυρίως νέους εργαζομένους και ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Επίσης, πολλές από τις θέσεις εργασίας που τέθηκαν σε ανατολή λόγω covid-19 αφορούσαν κλάδους και επιχειρήσεις με υψηλή συμμετοχή αμειβόμενων με κατώτατο μισθό, γεγονός που σημαίνει πως μια ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου στην παρούσα συγκυρία θα ασκούσε περαιτέρω πιέσεις σε ήδη σκληρά δοκιμαζόμενους κλάδους, με αρνητικά αποτελέσματα και στην απασχόληση.
Συνακόλουθα, η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό κατά την τρέχουσα συγκυρία συνδέεται άρρηκτα με τον ισχυρό αντίκτυπο της πανδημίας στην οικονομία και στην επιχειρηματικότητα. Σε αυτό λοιπόν το ρευστό και γεμάτο προκλήσεις οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, η πρόθεση για ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού μοιάζει να μη λαμβάνει υπόψη της την ίδια την πραγματικότητα.
ΣΕΤΕ
Στην τρέχουσα περίοδο θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι όποια πολιτική συμβάλλει στην επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και επομένως στον περιορισμό του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ και του ρυθμού μείωσης της ανεργίας, θα λειτουργήσει εις βάρος των εργαζομένων και των ανέργων.
Μια αύξηση του κατώτατου μισθού, ιδιαίτερα στις σημερινή συγκυρία που έχει δημιουργήσει η πανδημία, είναι εξαιρετικά πιθανό να επιφέρει είτε τη μείωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ και του ρυθμού μείωσης της ανεργίας, είτε και την περαιτέρω διόγκωση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και πιθανότατα της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, με αποδοχές πολύ χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό και με σημαντικές αρνητικές δημοσιονομικές επιπτώσεις αλλά και δημιουργία καταστάσεων αθέμιτου ανταγωνισμού. Στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία και τις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία του Covid-19 δεν ενδείκνυται μια αύξηση του κατώτατου μισθού το 2021.
Από την άλλη πλευρά, οι καλές προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας το 2021 και ακόμη περισσότερο το 2022 δικαιολογούν απολύτως την πολιτική της διατήρησης του κατώτατου μισθού κατά το τρέχον έτος στα σημερινά επίπεδα, παρά τη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και την επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας το 2020.
ΣΒΕ
Ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να παραμείνει και την επόμενη χρονιά στο ύψος των 650 ευρώ, αλλά να συνοδεύεται απαραίτητα από φορολογικές ελαφρύνσεις των χαμηλόμισθων και να εξεταστούν πιθανά άλλα μέτρα τα οποία θα βελτιώνουν το εισόδημά τους.
ΓΣΕΕ (ΙΝΕ)
Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, το 60% του διάμεσου μισθού είναι 783 ευρώ, ενώ με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ είναι 809 ευρώ. Συνεπώς στην πρώτη περίπτωση ο τρέχων κατώτατος ονομαστικός μισθός πρέπει να αυξηθεί μηνιαίως κατά 133 ευρώ, ενώ στη δεύτερη κατά 159 ευρώ. Για το 2021, η πρότασή μας είναι ο κατώτατος μισθός να ανέλθει στα 751 ευρώ και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου