ΣτΕ 390/2010 Οι διορθώσεις με διορθωτικό υγρό (blanco) ή με άλλο τρόπο (μουτζούρα) στις καταχωρίσεις στο ειδικο βιβλίο καταχώρησης νεοπροσλαμβανομένων
Παρασκευή, 02 Δεκέμβριος 2011 09:50
ΣτΕ 390/2010Οι διορθώσεις με διορθωτικό υγρό (blanco) ή με άλλο τρόπο (μουτζούρα) στις καταχωρίσεις στο ειδικο βιβλίο καταχώρησης νεοπροσλαμβανομένων, δεν συνιστούν παραβάσεις των κείμενων διατάξεων και δεν επισύρουν εις βάρος της εταιρείας πρόστιμο. Με τη σκέψη ότι από τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις δεν θεσμοθετείται απαγόρευση χρήσεως διορθωτικού υγρού για τη διόρθωση των λαθών που εμφιλοχωρούν κατά την καταχώριση στο ΕΒΚΝΠ των οριζομένων από τις διατάξεις αυτές στοιχείων των νεοπροσλαμβανομένων μισθωτών, ή της διορθώσεως λαθών με άλλο τρόπο, ούτε ορίζεται συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο πρέπει να γίνονται οι διορθώσεις αυτές, η δε επίκληση από το Ι.Κ.Α. σχετικής εγκυκλίου είναι αλυσιτελής, καθόσον οι εγκύκλιοι δεν έχουν ισχύ νόμου ούτε είναι εκτελεστές πράξεις και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύουν την κρίση του δικαστηρίου.
ΣτΕ 390/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Αναπληρωτής Πρόεδρος, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος, Ε. Δανδουλάκη, Δ. Σκαλτσούνης, Σ. Μαρκάτης, Σ. Χρυσικοπούλου, Σύμβουλοι, Κ. Κονιδιτσιώτου, Σ. Κτιστάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Κολιοπούλου.
Για να δικάσει την από 28 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση: του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), το οποίο παρέστη με την Αικ. Γρηγορίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ...................., που εδρεύει στην Αθήνα ................., η οποία παρέστη με το δικηγόρο ................................., που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 3971/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Σ. Κτιστάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται κατά νόμο (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998 - Α' 31) χωρίς καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η αναίρεση της 3971/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αντίθετες εφέσεις του αναιρεσείοντος Ιδρύματος και της αναιρεσίβλητης εταιρείας, απερρίφθη η έφεση του Ι.Κ.Α., έγινε δεκτή η έφεση της αναιρεσίβλητης εταιρείας και εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που δεν είχε γίνει δεκτή η προσφυγή της. Περαιτέρω, με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση το διοικητικό εφετείο έκανε δεκτή την προσφυγή της αναιρεσίβλητης και ακύρωσε την 267/Συν.52/25.9.2002 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Ασπροπύργου κατά το μέρος που αφορούσε σε 185 παραβάσεις για μη εμπρόθεσμη καταχώριση στο Ειδικό Βιβλίο Καταχωρίσεως Νεοπροσλαμβανόμενων εργαζομένων ισάριθμων μισθωτών. Με την τελευταία απόφαση της Τ.Δ.Ε. είχε απορριφθεί ένσταση της αναιρεσίβλητης εταιρείας κατά της 169/16.5.2002 Πράξης Επιβολής Προστίμου Ακαταχώριστων Εργαζομένων (Π.Ε.Π.Α.Ε.) του ιδίου Υποκαταστήματος.
3. Επειδή, με την 1625/2009 απόφασή του το Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην επταμελή του σύνθεση (άρθρο 14 παρ. 5 π.δ. 18/1989, Α΄ 8), ενώπιον της οποίας νομίμως ήδη εισάγεται.
4. Επειδή, στην παρ. 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) ορίζονται τα ακόλουθα: «Προς εξακρίβωσιν των εκάστοτε υπαγομένων εις την ασφάλισιν προσώπων, του αριθμού τούτων και των καταβλητέων εισφορών, οι εργοδότες υποχρεούνται: α) ... στ) (περίπτωση που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997, Α΄ 270, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 10 του ν. 3232/2004, Α΄ 48). Να καταχωρούν σε θεωρημένο και ειδικό προς τούτο έντυπο τους προσλαμβανόμενους μισθωτούς τους αμέσως μετά την πρόσληψη και πριν αυτοί αναλάβουν εργασία. ... Για τον κάθε μισθωτό που θα βρεθεί από τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. να απασχολείται και δεν είναι καταχωρημένος, κατά τα ανωτέρω, επιβάλλεται, με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Ι.Κ.Α., σε βάρος του εργοδότη του πρόστιμο. Πρόστιμο επιβάλλεται επίσης και στον εργοδότη που δεν επιδεικνύει στα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. το κατά τα ανωτέρω έντυπο καταχώρησης προσλαμβανόμενων μισθωτών. Τα πρόστιμα δεν μπορούν να ξεπερνούν κατ' άτομο το εικοσιπενταπλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης, όπως ισχύει κατά την ημερομηνία της επιβολής τους. Τα κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενα πρόστιμα αποτελούν έσοδα του Ι.Κ.Α. Με Κανονισμό θα ορισθούν τα όργανα και οι διαδικασίες επιβολής, βεβαίωσης, είσπραξης, αμφισβήτησης, διοικητικής επίλυσης ασφαλιστικής διαφοράς, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. ... Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά από πρόταση του Ι.Κ.Α. θα προσδιοριστεί το ύψος του προστίμου για κάθε παράβαση και για κάθε άτομο, το είδος του εντύπου καταχώρησης, η υπηρεσία, το όργανο και η διαδικασία εκτύπωσης, θεώρησης, χορήγησης, ελέγχου, τήρησης, ανάληψης της δαπάνης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά τη διαδικασία εφαρμογής της διάταξης αυτής. ... Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 1.4.1998». Κατ' εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως εκδόθηκε η Φ21/762/30.3.1998 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄ 313), με την οποία τροποποιήθηκαν διατάξεις του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. (απόφαση Υπουργού Εργασίας 55575/Ι.479/18.11.1965, Β΄ 816).
Ειδικότερα, στην παρ. 5 του άρθρου 26 του ίδιου Κανονισμού, παράγραφο που προστέθηκε με την παρ. 2 της παραπάνω υπουργικής αποφάσεως, ορίζονται τα ακόλουθα: «Αν ο εργοδότης παρέλειψε την καταχώριση των μισθωτών που έχει προσλάβει στο ειδικό έντυπο ή αρνείται την επίδειξή του στα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α., ο υπάλληλος του ελέγχου συντάσσει Πράξη Επιβολής Προστίμου Ακαταχώριστων Εργαζομένων (ΠΕΠΑΕ), που πρέπει να περιέχει τα ονοματεπώνυμα των μισθωτών, για τους οποίους επιβάλλεται το πρόστιμο, την ημερομηνία ελέγχου, την παράβαση για την οποία επιβάλλεται, το πρόστιμο και το οφειλόμενο ποσό ...». Εξ άλλου, στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 120 του ίδιου Κανονισμού Ασφαλίσεως, εδάφιο που προστέθηκε με την παρ. 4 της πιο πάνω υπουργικής αποφάσεως, προβλέπεται ότι: «Σε περίπτωση αμφισβήτησης του περιεχομένου της πράξης επιβολής προστίμου ακαταχώριστων μισθωτών, υποβάλλεται ένσταση στην Τοπική Διοικητική Επιτροπή (ΤΔΕ) του Υποκαταστήματος του τόπου απασχόλησης, ...». Περαιτέρω, κατ' εξουσιοδότηση της ίδιας διατάξεως (περ. στ΄ της παρ. 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951, όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997) εκδόθηκε και η Φ. 21/500/26.3.1998 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄ 313), στην οποία ορίζονται τα εξής: «1. Κάθε εργοδότης υποχρεούται να καταχωρεί σε ειδικό και θεωρημένο έντυπο τους μισθωτούς που προσλαμβάνει αμέσως μετά την πρόσληψη και πριν αυτοί αναλάβουν εργασία. Ο τύπος του ειδικού εντύπου θα έχει την μορφή γραμμογραφημένου βιβλίου ... και θα αποτελείται από ... διπλά αριθμημένα φύλλα. 2. (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο μόνο της Φ11321/5924/270/12.5.2004 αποφάσεως του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (ΦΕΚ Β΄ 772/25.5.2004) Ο εργοδότης με τη χρησιμοποίηση χημικού χαρτιού (καρμπόν) συμπληρώνει στα δύο φύλλα όλες τις παρακάτω ενδείξεις ... Το πρώτο φύλλο παραλαμβάνεται, κατά τον έλεγχο, από τα όργανα που τον διενήργησαν και το δεύτερο παραμένει στο στέλεχος. ... 4. Κάθε εργοδότης που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 και δεν καταχωρεί τους νεοπροσλαμβανόμενους μισθωτούς στο Ειδικό Βιβλίο ή δεν επιδεικνύει αυτό στα αρμόδια όργανα όταν του ζητηθεί υπόκειται σε πρόστιμο. Για τη μη επίδειξη του Βιβλίου, κατά τον έλεγχο, ο εργοδότης δεν μπορεί να αντιτάξει στα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. καμιά αιτιολογία για τη μη επιβολή του ...».
5. Επειδή, από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων - που σκοπό έχουν (βλ. την εισηγητική έκθεση του ν. 2556/1997) την προστασία των εργαζομένων, αλλά και των εργοδοτών από αβάσιμες καταγγελίες, καθώς και την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής - συνάγεται ότι οι εργοδότες, αμέσως μόλις προσλάβουν μισθωτούς και προτού οι τελευταίοι αναλάβουν εργασία, έχουν υποχρέωση να τους καταχωρίζουν στο προβλεπόμενο από τις διατάξεις αυτές ειδικό έντυπο. Αν οι εργοδότες παραβούν την υποχρέωσή τους αυτή, αν δηλαδή δεν καταχωρίσουν τους νεοπροσλαμβανόμενους μισθωτούς ή δεν τους καταχωρίσουν στο χρονικό σημείο που επιβάλλουν οι πιο πάνω διατάξεις, τους επιβάλλεται πρόστιμο, το ύψος του οποίου προβλέπεται στην κατ' εξουσιοδότηση του νόμου εκδοθείσα Φ. 21/500/1998 υπουργική απόφαση. Εν όψει του ως άνω σκοπού δημοσίου συμφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπουν οι παραπάνω διατάξεις, το πρόστιμο επιβάλλεται μόλις διαπιστωθούν οι πιο πάνω τυπικές παραβάσεις και ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του υπόχρεου εργοδότη. Περαιτέρω, με τις διατάξεις αυτές δεν προβλέπεται ειδικός τρόπος διορθώσεως των εσφαλμένων εγγραφών στο εν λόγω ειδικό έντυπο, συνακολούθως δε, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, δεν επιβάλλεται αντίστοιχη απαγόρευση διορθώσεως. Τούτο προβλέφθηκε για πρώτη φορά με το άρθρο 10 του μεταγενέστερου ν. 3234/2004, το οποίο δεν είναι εφαρμοστέο εν όψει του χρόνου κατά τον οποίο έπρεπε να γίνει η επίμαχη καταχώριση. Επομένως, δεν είναι νόμιμη η επιβολή προστίμου με μόνη τη διαπίστωση της υπάρξεως διορθώσεων στην καταχώριση μισθωτών στο ως άνω ειδικό έντυπο. Είναι άλλο το ζήτημα ότι είναι νόμιμη η επιβολή προστίμου σε περίπτωση κατά την οποία αποδειχθεί ότι η καταχώριση δεν έγινε πράγματι κατά το χρόνο που επιβάλλουν οι ως άνω διατάξεις, αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο (ΣτΕ 20, 21/2010, 7μ.). Μειοψήφησαν ο Αναπληρωτής Πρόεδρος Αθ. Ράντος και η Σύμβουλος Σ. Χρυσικοπούλου, στη γνώμη των οποίων προσχώρησε και η Πάρεδρος Στ. Κτιστάκη, οι οποίοι διατύπωσαν την άποψη ότι, κατά το γράμμα αλλά και την έννοια των διατάξεων αυτών απαγορεύεται οποιαδήποτε διόρθωση των εγγραφών του εντύπου με την χρήση διορθωτικού υγρού και η διόρθωση αυτή συνιστά πλημμελή καταχώριση, επαγόμενη την επιβολή του προστίμου. Τούτο, διότι ο τρόπος αυτός διορθώσεως αφ' ενός μεν είναι εντελώς ασύμβατος με τον προβλεπόμενο από το νόμο τρόπο τηρήσεως του εντύπου με διπλά αποχωριζόμενα φύλλα, στα οποία η καταχώριση των ενδείξεων γίνεται με την χρήση χημικού χάρτου αντιγραφής (καρμπόν), αφ' ετέρου δε, και προεχόντως, είναι ασύμβατος με τον σκοπό θεσπίσεως της τυπικής αυτής διαδικαστικής υποχρεώσεως των εργοδοτών, αφού επιτρέπει την ανεξέλεγκτη εγγραφή και διαγραφή τόσο των στοιχείων των νεοπροσλαμβανομένων εργαζομένων, όσο, κυρίως, και του χρόνου ενάρξεως και λύσεως της εργασιακής τους σχέσεως, με συνέπεια να μην είναι εφικτός ο έλεγχος τηρήσεως της ορθότητας των σχετικών εγγραφών, στον οποίο απέβλεψε ο νομοθέτης, προς τον σκοπό περιστολής του φαινομένου της εισφοροδιαφυγής. Δεν είναι δε νοητό η επιβολή του προστίμου να επαφίεται, στην περίπτωση αυτή, αποκλειστικώς στην κατ' άλλο τρόπο απόδειξη της, επιγενομένης του νομίμου χρονικού σημείου, καταχωρίσεως των εργαζομένων. Τούτο δε, διότι ο νομοθέτης, με τη θέσπιση της διαδικαστικής αυτής υποχρεώσεως, η παράβαση της οποίας είναι, όπως ομοφώνως ανωτέρω γίνεται δεκτό, τυπική, απέβλεψε ακριβώς, λόγω της μειωμένης ή μη επαρκούς, κατά την εκτίμησή του, αξιοπιστίας των λοιπών σχετικών τρόπων αποδείξεως, στην στοιχειοθέτηση της παραβάσεως χωρίς την ανάγκη προσφυγής σε άλλα στοιχεία αλλά με μόνη την διαπίστωση παραβάσεως περί τον τρόπο τηρήσεως του εντύπου, για την οποία, όταν διαπράττεται με τον ανωτέρω τρόπο (ανεξέλεγκτη χρήση διορθωτικού υγρού), ευλόγως, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, υπέθεσε ότι υποδηλώνει αντίστοιχη ουσιαστική παράβαση. Εξ άλλου, η επιγενόμενη θέσπιση της διατάξεως του άρθρου 10 του ν. 3232/2004 κατέστη αναγκαία για την άρση νομολογιακών συγκρούσεων και αμφισβητήσεων, ουδόλως δε σημαίνει ότι το πρώτον με αυτή θεσπίζεται η σχετική παράβαση.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενήργησαν στις 19.4.2002 υπάλληλοι του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Ασπροπύργου στο εργοστάσιο παρασκευής κρουασάν της αναιρεσίβλητης εταιρείας, στον Ασπρόπυργο Αττικής (......... .....), διαπιστώθηκε ότι η αναιρεσίβλητη, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 31.3.2002, είχε καταχωρίσει 256 μισθωτούς στα 3 ειδικά βιβλία καταχωρίσεως νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού (Ε.Β.Κ.Ν.Π.) κατά παράβαση του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2556/1997. Ειδικότερα, στην σχετικώς συνταγείσα έκθεση ελέγχου αναγραφόταν ότι: «διαπιστώθηκαν αλλοιώσεις στοιχείων στο ειδικό βιβλίο νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού και δη των ονοματεπωνύμων των ασφαλισμένων ή της ημερομηνίας πρόσληψής τους καθώς και της μη καταχώρισης σ' αυτό των προσλαμβανόμενων κατά απόλυτη ημερομηνία πρόσληψης (ανακολουθία εγγραφών)». Οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν, όπως συνάγεται από τα ως άνω τρία ειδικά βιβλία, που τηρούσε η αναιρεσίβλητη εταιρεία, και τις σημειώσεις σ' αυτά των ελεγκτών του Ι.Κ.Α. με κόκκινο στυλό - υποδηλωτικές του είδους των παραβάσεων - αναλύονταν: Α) σε 36 παραβάσεις που συνίσταντο σε διορθώσεις εγγραφής στο βιβλίο αυτό με διορθωτικό υγρό, Β) σε 16 παραβάσεις που συνίσταντο σε διορθώσεις εγγραφής στο βιβλίο αυτό χωρίς διορθωτικό υγρό (με μουτζούρα), Γ) σε 143 παραβάσεις που συνίσταντο σε καταχώριση στο ειδικό βιβλίο εργαζομένων χωρίς απόλυτη χρονολογική σειρά και, συνεπώς, επρόκειτο για μη καταχώριση των εργαζομένων αυτών αμέσως μετά την πρόσληψή τους, Δ) σε 43 παραβάσεις που συνίσταντο ταυτοχρόνως σε καταχώριση στο ειδικό αυτό βιβλίο χωρίς απόλυτη χρονολογική σειρά και σε διόρθωση της εγγραφής στο βιβλίο αυτό με διορθωτικό υγρό ή με άλλο τρόπο (με μουτζούρα), Ε) σε 18 παραβάσεις που συνίσταντο σε κενή σειρά στο ειδικό αυτό βιβλίο ύστερα από διόρθωση (σβήσιμο) της σειράς αυτής με χρήση διορθωτικού υγρού, έτσι ώστε στη σειρά αυτή του βιβλίου να μην υπάρχει καμία εγγραφή νεοπροσλαμβανόμενου εργαζομένου. Στις τελευταίες αυτές παραβάσεις σε 16 περιπτώσεις υπήρχε αύξων αριθμός στην οικεία σειρά του βιβλίου και σε 2 περιπτώσεις δεν υπήρχε αύξων αριθμός. Για τις πιο πάνω 256 παραβάσεις το Υποκατάστημα Ι.Κ.Α. Ασπροπύργου εξέδωσε εις βάρος της αναιρεσίβλητης εταιρείας την 169/16.5.2002 Πράξη Επιβολής Ακαταχώριστων Εργαζομένων (Π.Ε.Π.Α.Ε.), με την οποία επιβλήθηκαν εις βάρος της πρόστιμα που ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των 235.520 ευρώ (256 παραβάσεις ? 920 ευρώ για κάθε παράβαση). Ένσταση της αναιρεσίβλητης κατά της πράξης αυτής απερρίφθη με την 267/Συν.52/25.9.2002 απόφαση της ΤΔΕ του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Ασπροπύργου. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως η αναιρεσίβλητη εταιρεία άσκησε προσφυγή, προσκομίζοντας τις οικείες εμπρόθεσμες αναγγελίες προσλήψεως προς τον ΟΑΕΔ των ανωτέρω μισθωτών, οι οποίοι τις υπέγραφαν. Η προσφυγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή με την πρωτόδικη απόφαση, μεταρρυθμίσθηκε η απόφαση της ΤΔΕ και περιορίσθηκαν σε 185 οι παραβάσεις που καταλογίσθηκαν εις βάρος της αναιρεσίβλητης και το συνολικό ποσό των προστίμων σε 170.200 ευρώ (185 ? 920 ευρώ για κάθε παράβαση).
Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι από τις 143 περιπτώσεις καταχωρίσεων στο Ε.Β.Κ.Ν.Π. κατά μη απόλυτη χρονολογική σειρά η αναιρεσίβλητη υπέπεσε σε 142 παραβάσεις μη καταχωρίσεως ισάριθμων εργαζομένων αμέσως μετά την πρόσληψή τους, καθώς και σε 43 παραβάσεις που συνίσταντο σε μη εμπρόθεσμη καταχώριση προσλήψεων, με διόρθωση ταυτοχρόνως της καταχωρίσεως με διορθωτικό υγρό (BLANCO) ή μουτζούρα (συνολικά 185 παραβάσεις). Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε ακόμη δεκτό ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε υποπέσει σε παραβάσεις στις 52 περιπτώσεις καταχωρίσεως προσλήψεων που είχαν γίνει διορθώσεις με διορθωτικό υγρό [(BLANCO) - 36 περιπτώσεις], ή χωρίς τη χρήση τέτοιου υγρού αλλά με μουτζούρα (16 περιπτώσεις), στις 18 περιπτώσεις που είχε διαπιστωθεί η ύπαρξη κενών σειρών στο βιβλίο και επί πλέον σε μία περίπτωση μιας εργαζομένης, συνολικώς δε, σε 71 περιπτώσεις. Το αναιρεσείον Ίδρυμα και η αναιρεσίβλητη εταιρεία άσκησαν αντίθετες εφέσεις κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο, ερμηνεύοντας τις αναφερόμενες στην πέμπτη σκέψη διατάξεις, δέχθηκε ότι με το ν. 2556/1997 δεν μπορούσε να επιβληθεί πρόστιμο ακαταχώριστων εργαζομένων, αν από τα λοιπά τηρούμενα νόμιμα στοιχεία προέκυπτε ότι η ημερομηνία προσλήψεως των εργαζομένων ήταν η πραγματική και ότι ο εργοδότης τηρούσε τις λοιπές νόμιμες υποχρεώσεις του ως προς την ασφάλιση των εργαζομένων που απασχολούσε και τους ασφάλιζε κανονικά. Στην προκειμένη περίπτωση, το διοικητικό εφετείο έλαβε υπόψη του ότι α) από τον έλεγχο που διενεργήθηκε από το Ι.Κ.Α. διαπιστώθηκαν 185 (142+43) παραβάσεις της αναιρεσίβλητης μη εμπρόθεσμης καταχωρίσεως ισάριθμων νεοπροσληφθέντων μισθωτών στο ειδικό βιβλίο που τηρούσε, γιατί τους είχε καταχωρίσει χωρίς να τηρηθεί απόλυτη χρονολογική σειρά, β) από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προέκυπτε ούτε από τον επιτόπιο έλεγχο συναγόταν ούτε το Ι.Κ.Α. ισχυριζόταν ότι ι) οι ημερομηνίες προσλήψεως που αναγράφονταν στο ειδικό βιβλίο δεν ήταν οι πραγματικές, ενώ καθένας από τους εργαζόμενους αυτούς είχε υπογράψει στην οικεία στήλη του ειδικού βιβλίου στη σειρά που είχε καταχωρισθεί η πρόσληψή του, ενόψει και της οικείας αναγγελίας προσλήψεώς τους στον Ο.Α.Ε.Δ., επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό την ακρίβεια των στοιχείων που είχαν καταχωρισθεί σ' αυτές, μεταξύ δε των στοιχείων αυτών περιλαμβανόταν η ημερομηνία προσλήψεώς τους, ιι) η αναιρεσίβλητη δεν τηρούσε τις λοιπές νόμιμες υποχρεώσεις της ως εργοδότριας για την ασφάλιση των μισθωτών που απασχολούσε, ενώ από τις οικείες αναγγελίες προέκυπτε ότι είχε αναγγείλει στον Ο.Α.Ε.Δ. εμπροθέσμως την πρόσληψή τους και ιιι) δεν ασφάλιζε κανονικά τους μισθωτούς που απασχολούσε.
Με βάση τις σκέψεις αυτές, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι μη νομίμως επιβλήθηκαν εις βάρος της αναιρεσίβλητης τα ένδικα πρόστιμα για τις ως άνω 185 παραβάσεις της μη εμπρόθεσμης καταχωρίσεως ισάριθμων μισθωτών στο ειδικό βιβλίο, ανεξαρτήτως του ότι στις 43 από αυτές τις περιπτώσεις καταχωρίσεως είχαν διαπιστωθεί και οι ανωτέρω διορθώσεις, εφόσον οι διορθώσεις αυτές, σύμφωνα με όσα δέχθηκε το διοικητικό εφετείο, δεν αποτελούσαν παραβάσεις των εφαρμοστέων διατάξεων. Η κρίση αυτή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην πέμπτη σκέψη, δεν είναι ορθή. Τούτο δε, διότι η μη καταχώριση των νεοπροσλαμβανόμενων μισθωτών στο ειδικό προς τούτο έντυπο, καθώς και η μη καταχώρισή τους στο χρονικό σημείο που επιβάλλουν οι σχετικές διατάξεις (δηλαδή χωρίς απόλυτη χρονολογική σειρά), συνιστούν τυπικές παραβάσεις, το δε προβλεπόμενο από τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις πρόστιμο επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση που διαπιστώνεται η διάπραξη των τυπικών αυτών παραβάσεων. Συνεπώς, το δικάσαν διοικητικό εφετείο που έκρινε αντιθέτως, μη ορθώς εφάρμοσε τις σχετικές διατάξεις, σύμφωνα με τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως.
7. Επειδή, εξάλλου, το δικάσαν εφετείο επικύρωσε την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου καθ ό μέρος αφορούσε τις γενόμενες από την αναιρεσίβλητη εταιρεία διορθώσεις με διορθωτικό υγρό (blanco) ή με άλλο τρόπο (μουτζούρα) στις καταχωρίσεις των 52 από τους εργαζομένους, (36 συν 16 αντιστοίχως), με τη σκέψη ότι από τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις δεν θεσμοθετείται απαγόρευση χρήσεως διορθωτικού υγρού για τη διόρθωση των λαθών που εμφιλοχωρούν κατά την καταχώριση στο ΕΒΚΝΠ των οριζομένων από τις διατάξεις αυτές στοιχείων των νεοπροσλαμβανομένων μισθωτών, ή της διορθώσεως λαθών με άλλο τρόπο, ούτε ορίζεται συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο πρέπει να γίνονται οι διορθώσεις αυτές, η δε επίκληση από το Ι.Κ.Α. σχετικής εγκυκλίου είναι αλυσιτελής, καθόσον οι εγκύκλιοι δεν έχουν ισχύ νόμου ούτε είναι εκτελεστές πράξεις και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύουν την κρίση του δικαστηρίου.
Εξάλλου, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι, ανεξαρτήτως του ότι το Ι.Κ.Α. δεν ισχυρίζεται παραθέτοντας συγκεκριμένα στοιχεία - τα οποία προέκυψαν, επί παραδείγματι, από την αντιπαράθεση των σχετικών εγγραφών στις εργοδοτικές καταστάσεις και το ειδικό βιβλίο με τα αναγραφόμενα στις αναγγελίες προσλήψεων προς τον Ο.Α.Ε.Δ. - δεν προκύπτει ότι οι πραγματικές ημερομηνίες προσλήψεως των 52 εργαζομένων, στις καταχωρίσεις των οποίων έχουν γίνει διορθώσεις με διορθωτικό υγρό (blanco) ή με άλλο τρόπο (μουτζούρα), ήταν προγενέστερες των αναγραφόμενων στο ειδικό βιβλίο μετά τις γενόμενες διορθώσεις, ενώ καθένας από τους εν λόγω εργαζομένους έχει υπογράψει στην οικεία στήλη του βιβλίου, στη σειρά που έχει καταχωρισθεί η πρόσληψή του, καθώς και την οικεία αναγγελία προσλήψεώς του στον Ο.Α.Ε.Δ., επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό την ακρίβεια των στοιχείων που έχουν καταχωρισθεί σ' αυτές, μεταξύ των οποίων και η ημερομηνία προσλήψεώς του. Με τις σκέψεις αυτές, το διοικητικό εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι οι γενόμενες διορθώσεις με διορθωτικό υγρό (blanco) ή με άλλο τρόπο (μουτζούρα) δεν συνιστούν παραβάσεις των ανωτέρω διατάξεων και δεν επισύρουν εις βάρος της αναιρεσίβλητης εταιρείας το προβλεπόμενο από αυτές πρόστιμο. Η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου είναι ορθή, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην πέμπτη σκέψη, ανεξαρτήτως της νομιμότητας των επί μέρους αιτιολογιών της αποφάσεως. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, σύμφωνα με τον οποίο η χρήση χημικού διορθωτικού συνιστά πλημμελή καταχώριση, η οποία επισύρει πρόστιμο. Κατά τη γνώμη, όμως, της μειοψηφίας που παρατίθεται στην πέμπτη σκέψη, θα έπρεπε να γίνει δεκτός ο σχετικός προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως.
8. Επειδή, περαιτέρω, ως προς τις 18 διαπιστωθείσες με την επίμαχη ΠΕΠΑΕ παραβάσεις που αντιστοιχούν σε κενές σειρές του ειδικού βιβλίου, το δικάσαν εφετείο δέχθηκε ότι δεν συνέτρεχε η αποδοθείσα περίπτωση παραβάσεως των ανωτέρω διατάξεων, διότι με τις διατάξεις αυτές δεν προβλέπεται ρητώς η επιβολή προστίμου σε περίπτωση που έχουν αφεθεί κενές σειρές στο Ε.Β.Κ.Ν.Π. με αρίθμηση (α.α) ή χωρίς αρίθμηση, ενώ από αυτές προκύπτει ότι η βεβαίωση προβλεπόμενης από αυτές παραβάσεως πρέπει να συνδέεται με συγκεκριμένο νεοπροσλαμβανόμενο μισθωτό και, συνεπώς, δεν μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο σε περίπτωση κενής σειράς στο ειδικό βιβλίο, έστω και αν η σειρά παρέμεινε κενή μετά από διόρθωση με διορθωτικό υγρό, εφόσον δεν μπορεί να συνδεθεί με την πρόσληψη συγκεκριμένου μισθωτού. Κατά της κρίσεως αυτής προβάλλεται, ως λόγος αναιρέσεως, ότι η ύπαρξη κενής σειράς στο ειδικό βιβλίο αποτελεί παράβαση των ανωτέρω διατάξεων καθόσον, είτε αυτή φέρει αύξοντα αριθμό είτε όχι, υποκρύπτεται πρακτική που οδηγεί στην πλημμελή ή μη εμπρόθεσμη καταχώριση προσλήψεων από μια επιχείρηση. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι η ύπαρξη κενής σειράς στο ειδικό έντυπο, δηλαδή η διαπίστωση ασυνέχειας στην καταχώριση, παρέχει τη δυνατότητα στον εργοδότη να προσθέτει εκ των υστέρων εγγραφές σ' αυτό, κατά παράβαση της απορρέουσας από τις ανωτέρω διατάξεις, κατά τα προεκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη, υποχρεώσεως κάθε εργοδότη για εμπρόθεσμη καταχώριση των νεοπροσλαμβανόμενων μισθωτών στο ειδικό προς τούτο έντυπο, και συνιστά, επομένως, παράβαση, επισύρουσα το κατά νόμο πρόστιμο.
9. Επειδή, εν όψει των προεκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά το μέρος που αφορά τις 185 παραβάσεις της μη εμπρόθεσμης καταχωρίσεως ισάριθμων εργαζομένων στο ειδικό προς τούτο έντυπο καθώς και τις 18 παραβάσεις που αντιστοιχούν σε κενές σειρές του ειδικού αυτού εντύπου, να απορριφθεί δε ως προς τις λοιπές 53 παραβάσεις (36+16+1). Δεδομένου δε, ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, το Δικαστήριο πρέπει να την κρατήσει και να τη δικάσει κατ' ουσίαν. Για τους προεκτεθέντες δε στη σκέψη 6 και 8 λόγους πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, κατά το μέρος που αφορά τις 185 και τις 18 ως άνω παραβάσεις, να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και, ακολούθως, να απορριφθεί κατά το μέρος αυτό η προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας.
10. Επειδή, εν όψει της μερικής αποδοχής της κρινομένης αιτήσεως, πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Διά ταύτα
Απορρίπτει εν μέρει την κρινόμενη αίτηση, κατά το αιτιολογικό.
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση κατά τα λοιπά.
Αναιρεί εν μέρει την 3971/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ' ουσίαν.
Δέχεται εν μέρει την έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος και Εξαφανίζει εν μέρει την 15352/2004 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Δικάζον επί της προσφυγής της αναιρεσίβλητης εταιρείας την απορρίπτει κατά το ως άνω μέρος.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2009
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 1ης Φεβρουαρίου 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου