Στην επισήμανση πως δεν πρέπει να συγχέονται οι δόσεις του νόμου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό με τις 100 δόσεις ή τις 12 έως 24 δόσεις που ισχύουν για όλους, ανεξαρτήτως τους φορολογουμένους ανεξαρτήτως αν έχουν επιχειρηματική δραστηριότητα ή όχι προχώρησε η υφυπουργός Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου μιλώντας σήμερα σε ημερίδα της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
Η κ. Παπανάτσιου τόνισε πως κληρονομιά της κρίσης και της μεγάλης ύφεσης είναι η εκτίναξη των «κόκκινων δανείων» προς τις τράπεζες και των οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο, «βάρος» που όπως είπε βάζει φρένο στην ανάπτυξη του μέλλοντος.
Στη βάση αυτή ανέφερε πως ο εξωδικαστικός συμβιβασμός είναι μια διαδικασία που βασικός στόχο έχει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε μια επιχείρηση να συνεχίσει να λειτουργεί, εφόσον είναι βιώσιμη.
«Δεν είναι μια γενική διαδικασία «κουρέματος» ή ρύθμισης χρεών, και ακόμη περισσότερο δεν είναι και μια διαδικασία για να ευνοηθούν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές, δηλαδή αυτοί που μπορούν αλλά επιλέγουν να μην πληρώσουν τα χρέη τους προς τις τράπεζες ή το Δημόσιο. Συνεπώς υπάρχει αξιολόγηση της ικανότητας του οφειλέτη να πληρώσει με βάση τα εισοδήματα, την περιουσία του και άλλα οικονομικά χαρακτηριστικά. Και πάντα λαμβάνεται υπόψη το δημόσιο συμφέρον», τόνισε.
Η ίδια ξεκαθάρισε πως δεν πρέπει να συγχέονται οι δόσεις του νόμου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό με τις 100 δόσεις ή τις 12 έως 24 δόσεις που ισχύουν για όλους, ανεξαρτήτως άλλων κριτηρίων και ανεξαρτήτως αν έχουν επιχειρηματική δραστηριότητα ή όχι. «Το αίτημα που μεταφέρεται από τους συλλογικούς φορείς και τα μέσα ενημέρωσης για αύξηση αυτών των δόσεων αφορά ένα τελείως ξεχωριστό πρόβλημα. Και αυτό είναι ένα μεγάλο κοινωνικό ζήτημα, είναι ένα ζήτημα που μας απασχολεί και αναζητούμε λύση αλλά είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να δούμε σε επόμενη φάση. Θα πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί ή έστω να έχει προχωρήσει σε πολύ ώριμο στάδιο η διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού», είπε.
Η υφυπουργός Οικονομικών υποστήριξε πως ο ρυθμός αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών έχει περιοριστεί, ενώ από την άλλη πλευρά καταγράφεται σημαντική αύξηση των εισπράξεων έναντι ληξιπρόθεσμων οφειλών το 2015, το 2016 και το 2017 έναντι του 2014.
Επεσήμανε δε πως το 80% των οφειλετών (σχεδόν 3,2 εκατ. πολίτες) χρωστούν μικρά ή πολύ μικρά ποσά, δηλαδή μέχρι 2.000 ευρώ, ήτοι μόλις το 1% του συνόλου των οφειλών. Από αυτά τα 3,3 εκατ. οφειλέτες, τα 2,2 εκατ. χρωστούν λιγότερο και από 500 ευρώ ο καθένας. Από την άλλη πλευρά υπογράμμισε πως 29.000 φορολογούμενοι, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, χρωστούν 88 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν το 90% του συνόλου. Σε αυτά, βέβαια, περιλαμβάνονται και οφειλές που είναι πρακτικά ανείσπρακτες.
«Αυτή είναι η πραγματική εικόνα για την κατάσταση και πιστεύουμε ότι θα βελτιωθεί με τη ρύθμιση που γίνεται τόσο στο γενικό πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού, όσο και στην ειδική ρύθμιση που αφορά όσους έχουν οφειλές μόνο στο Δημόσιο ή μόνο στα ασφαλιστικά ταμεία», είπε η υπουργός και εξήγησε πώς έχει εκδοθεί υπουργική απόφαση που ρυθμίζει τους όρους με τους οποίους ρυθμίζονται οφειλές έως 50.000 ευρώ προς το Δημόσιο και πως το υπουργείο Εργασίας έχει εκδώσει την αντίστοιχη απόφαση για τα ασφαλιστικά ταμεία.
«Στο επόμενο διάστημα ευελπιστούμε να προχωρήσουμε στην έκδοση της υπουργικής απόφασης που θα ορίζει τη διαδικασία και τους όρους για τις οφειλές που ξεπερνούν τα 50.000 ευρώ. Προφανώς για την κατηγορία 50.000-250.000 ευρώ η υποβολή πρότασης ρύθμισης από το Δημόσιο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και κάποια συμπληρωματικά κριτήρια συγκριτικά με αυτά της κατηγορίας έως 50.000 ευρώ, ενώ για την κατηγορία άνω των 250.000 ευρώ εκτιμούμε ότι θα πρέπει να προσκομίζεται από τον οφειλέτη μια αξιολόγηση βιωσιμότητας και ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης», είπε η υφυπουργός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου