Τρίτη 21 Μαΐου 2019

O Έλληνας δανειολήπτης πριν και μετά την κρίση «Στοίχημα» η αλλαγή κουλτούρας για τράπεζες και καταναλωτές

O Έλληνας δανειολήπτης πριν και μετά την κρίση

«Στοίχημα» η αλλαγή κουλτούρας για τράπεζες και καταναλωτές
Τρίτη, 21 Μαΐου 2019 11:46
Shutterstock
A- A A+
Από την έντυπη έκδοση 
Της Ειρήνης Σακελλάρη
esak@naftemporiki.gr 
Μια νέα γενιά δανειοληπτών χωρίς τα βάρη και τη νοοτροπία της προηγούμενης έχει αρχίσει να οδηγείται στις τράπεζες, επιζητώντας με καινούργιες «σταθερές» δάνεια. Στη μία πλευρά του «ισοζυγίου» βρίσκονται ιδιώτες, μικροί επιχειρηματίες, καταναλωτές με συνήθειες που σε τίποτα δεν θυμίζουν το πρόσφατο παρελθόν, και στην άλλη οι τράπεζες, που επιθυμούν να χορηγήσουν, καθώς αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσουν κερδοφορία. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ιδιώτη δανειολήπτη.
Είναι νέος και ξεκινάει τώρα τη ζωή του, επομένως λαμβάνει το δάνειο κυρίως για αναπτυξιακό σκοπό και όχι για να εξοφλήσει χρέη του παρελθόντος. Ηλικιακά κινείται μεταξύ 28 και 40 ετών. Αυτή η γενιά ιδιωτών υποκαθιστά μια άλλη, φορτωμένη με διακοποδάνεια ή δάνεια για την εξόφληση χρεών. Ανήκει στους έχοντες εργασία, τα οικογενειακά εισοδήματά του αγγίζουν περί τις 2.000 ευρώ μέσο όρο και ξεκινάει τώρα τη ζωή του. Συχνά διαθέτει αποταμιεύσεις που είτε «κληρονόμησε» είτε πέτυχε με εργασία του μέσα στην κρίση και σταθμίζει απολύτως τι κάνει και πώς το κάνει. Γνωρίζει πως υπάρχει διαρκής αβεβαιότητα στις δουλειές και για τον λόγο αυτόν δεν αναλαμβάνει ευθύνες μεγαλύτερες από εκείνες που μπορεί να διεκπεραιώσει. Σε τούτο συντελούν και η παιδεία και η εκπαίδευση. Σε αντίθεση με το παρελθόν, οι περισσότεροι νέοι δανειολήπτες είναι μορφωμένοι τόσο όσο χρειάζεται για να κατανοούν πλήρως τις ευθύνες που αναλαμβάνουν όταν παίρνουν ένα δάνειο.
Στεγαστικά δάνεια
Οι δανειολήπτες που επιθυμούν να καλύψουν ανάγκες στέγασης συμμετέχουν στην αγορά ακινήτου κατά 40% έως 50% οι ίδιοι. Τα σπίτια που αγοράζουν δεν είναι πια μεζονέτες, ούτε εξοχικά, αλλά διαμερίσματα και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις μέσα στον αστικό ιστό. Τα στεγαστικά δάνεια σημείωσαν αύξηση κατά 40% περίπου το 2018 έναντι του 2016. Η δόση που αναλαμβάνουν δεν ξεπερνά το 1/3 του συνολικού μηνιαίου εισοδήματός τους. Τα τελευταία δύο έτη παρουσιάζεται αυξημένη κινητικότητα στην αγορά ακινήτων με άνοδο στις αγοραπωλησίες (2017 έναντι 2016: 15,3%, και 2016 έναντι 2015: 11%).   Παρατηρείται αύξηση τιμών ακινήτων κατά 1,7% το 2018 έναντι του 2017 πανελλαδικά και 2,4% στην Αττική. Συγχρόνως παρατηρείται αύξηση ενοικίων κατά 8,4% το 2018 έναντι 2017 και ακόμη αύξηση των αποδόσεων των ακινήτων από 68,3% σε 72,5% μεταξύ 2016 και 2018. Η νέα τάση εκμετάλλευσης κατοικιών μέσω Airbnb δημιουργεί ευκαιρίες για χορήγηση στεγαστικών δανείων για την απόκτηση ή και την επισκευή κατοικιών. Πελάτες τραπεζών με αποταμιεύσεις φαίνεται να επιθυμούν να επενδύσουν σε κάποιο ακίνητο σε συνδυασμό με κάποιο δανεισμό. Επιπλέον, πελάτες που μέχρι σήμερα αγόραζαν μόνο με μετρητά, αλλά λόγω των κοινωνικών συνθηκών επιθυμούν να μη διαθέσουν το σύνολο των αποταμιεύσεών τους σε επενδύσεις ακινήτων, επιλέγουν με αυξητικό ρυθμό τον δανεισμό. Όλα τα παραπάνω μπορούν να δικαιολογήσουν επαρκώς και σε μεγάλο βαθμό γιατί οι χορηγήσεις στεγαστικών δανείων παρουσιάζουν και θα συνεχίσουν να παρουσιάζουν αύξουσα πορεία. Προς την ίδια κατεύθυνση συντελούν τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων και το γεγονός πως παραδοσιακά τα ακίνητα αποτελούν ένα ασφαλές καταφύγιο.
Επιχειρηματικά δάνεια
Τα επιχειρηματικά δάνεια αφορούν μικρομεσαίους επιχειρηματίες και λαμβάνονται για λόγους ανάπτυξης εργασιών.
Η σαφής βελτίωση των οικονομικών συνθηκών, που αποτυπώνεται στην αύξηση του ΑΕΠ, στη βελτίωση των δεικτών καταναλωτικής εμπιστοσύνης, στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και στο αυξημένο ποσοστό διενέργειας μεσομακροπρόθεσμων αγορών από τα νοικοκυριά, δημιουργεί θετικές προοπτικές για την ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Κυρίως αφορούν επιχειρηματίες στον τουρισμό, στον πρωτογενή τομέα, στη μεταποίηση και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως και στις νέες τεχνολογίες. Ταυτόχρονα, σημαντική παράμετρος ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας είναι η ενεργοποίηση και απορρόφηση πληθώρας ευρωπαϊκών προγραμμάτων σημαντικού προϋπολογισμού. 
Κατά το 2018 ανακοινώθηκαν και βγήκαν αποφάσεις υπαγωγής μέσω ΤΕΠΙΧ Ι (ενδιάμεσο) δράσεις προϋπολογισμού 384 εκατ. ευρώ, μέσω COSME 500 εκατ. ευρώ και ΕΣΠΑ 700 εκατ. ευρώ. Κατά το 2019 έχουμε την έναρξη του ΤΕΠΙΧ ΙΙ με προϋπολογισμό 915 εκατ., συνέχιση του προγράμματος COSME και συνέχιση του ΕΣΠΑ με επιπλέον προϋπολογισμό 860 εκατ. Σημειώνεται ότι ειδικά για το ΕΣΠΑ ο συνολικός προϋπολογισμός περιόδου 2016-2019 ανέρχεται σε 2,64 δισ. Οι 6 στις 10 πιστώσεις που χορηγούνται εντάσσονται σε αυτά τα προγράμματα.
Καταναλωτικά δάνεια
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι καταναλωτές μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα καταναλωτικά δάνεια ως μέσο για να καλύψουν τις ανάγκες τους αντί να ξοδέψουν τις αποταμιεύσεις τους, τις οποίες δύσκολα πλέον μπορούν να αντικαταστήσουν.
Επισημαίνεται μια αλλαγή νοοτροπίας και τα περισσότερα καταναλωτικά δάνεια αφορούν την αγορά αυτοκινήτου.
Με δεδομένο πως ο χρόνος αντικατάστασης ενός αυτοκινήτου είναι 14 έτη, έχει αρχίσει να ωριμάζει ο χρόνος αυτός για πολλούς υποψήφιους δανειολήπτες.
Τι λένε τα στοιχεία:
Ενώ υπήρχε μείωση πωλήσεων κατά 46% στον κλάδο από το 2010 ως το 2015, σημειώνεται αύξηση κατά 31% από το 2015 στο 2018. 
Το α’ τρίμηνο του 2019 υπάρχει μια άνοδος των χορηγούμενων δανείων κατά 26% έναντι του τελευταίου τριμήνου του 2018.
Τα καταναλωτικά δάνεια, στα οποία δεν περιλαμβάνονται οι κάρτες, φέρουν πλέον εγγυήσεις προσωπικές του δανειολήπτη και δεν λαμβάνονται χωρίς τέτοιες. 
Είναι περιορισμένα και εξυπηρετούν κυρίως κεφαλαιουχικά αγαθά.
Έρευνα ΓΣΕΕ: Ποιους οφειλέτες γονάτισε η οικονομική κρίση
Άνεργοι ήταν οι οφειλέτες - δανειολήπτες σε ποσοστό 35,07% κατά την υποβολή αίτησής τους για να ενταχθούν στο νόμο Κατσέλη σύμφωνα με τα στοιχεία μελέτης της Ένωσης Καταναλωτών της ΓΣΕΕ, οι οποίοι είχαν συνολικές οφειλές ύψους 21.637.406,95 ευρώ και ακολουθούν οι ιδιωτικοί υπάλληλοι (27,38%) με οφειλές ύψους 16.890.776,16 ευρώ. Επίσης, επαγγελματικά και επιχειρηματικά δάνεια συνολικού ύψους 86.297.29 ευρώ έχουν λάβει στην πλειονότητά τους οι -κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης- άνεργοι, ενώ η μέση αξία των πιστωτικών καρτών που είχαν στην κατοχή τους οι οφειλέτες ανέρχεται σε 3.608 ευρώ, των καταναλωτικών δανείων που έλαβαν σε 704 ευρώ και των στεγαστικών δανείων σε 62.404 ευρώ. Η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας της ΓΣΕΕ, στο πλαίσιο της απολογιστικής της δράσης των 10 ετών λειτουργίας της, πραγματοποίησε μελέτη για τη Διαχείριση της Υπερχρέωσης Φυσικών Προσώπων. Το σύνολο των οφειλών μη εξυπηρετούμενων δανείων των οφειλετών που υπέβαλαν αίτηση στον Νόμο με την υποστήριξη της ΕΕΚΕ ανέρχεται στα 62.000.000 ευρώ. Η μελέτη βασίστηκε σε στοιχεία καταναλωτών-οφειλετών που προσέφυγαν στην EEKE με σκοπό τη διευθέτηση των οφειλών τους κατά το χρονικό διάστημα 2009-2019. Για την εξαγωγή των στατιστικών αποτελεσμάτων, χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα στοιχεία των οφειλετών εκείνων που κινήθηκαν υποβάλλοντας αίτηση υπαγωγής στις δικαστικές ρυθμίσεις του νόμου 3869/2010 (νόμος Κατσέλη).
Τα βασικά σημεία της μελέτης
Το προφίλ των δανειοληπτών Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων: 
  • Το μεγαλύτερο ποσοστό των οφειλετών που αντιμετώπισαν προβλήματα αποπληρωμής δανείων βρίσκεται σε παραγωγική -υπό οικονομικούς όρους- ηλικία (το 61,72% έχει ηλικία 40-59 ετών).
  • Στην πλειοψηφία τους οι οφειλέτες με προβλήματα υπερχρέωσης είναι μισθωτοί σε ποσοστό 38,36%, άνεργοι σε ποσοστό 35,84% και συνταξιούχοι σε ποσοστό 17,38%, γεγονός που καταδεικνύει την οικονομική δυσπραγία που προκάλεσαν οι αλλεπάλληλες περικοπές.
  • Το 71,20% των οφειλετών είναι ιδιοκτήτες μίας κύριας κατοικίας χωρίς κανένα απολύτως επιπλέον περιουσιακό στοιχείο. Μόλις το 15,92% των οφειλετών διαθέτει και άλλα περιουσιακά στοιχεία πλην της κύριας κατοικίας, με συνηθέστερα τα αγροτεμάχια.
  • Το 73,85% των δανειοληπτών είναι ιδιοκτήτες κύριας κατοικίας που η αντικειμενική αξία δεν ξεπερνά τις 100.000 ευρώ. Μόλις το 2,49% έχει κύρια κατοικία που ξεπερνά σε αξία τις 250.000 ευρώ.
  • Το μέσο ετήσιο εισόδημα των οφειλετών το 2008, στις απαρχές της κρίσης και όταν οι συνέπειες δεν ήταν ακόμα ιδιαίτερα αισθητές, ήταν 28.418 ευρώ. Κατά το έτος 2017 παρατηρείται το χαμηλότερο μέσο ετήσιο εισόδημα, το οποίο αγγίζει μόλις τις 7.956 ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 20.462 ευρώ μέσα σε 10 έτη. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορεί κανείς να κάνει λόγο για «φτωχοποίηση» του πληθυσμού της χώρας.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: