Τι φέρνει ο «νόμος Βρούτση» για συντάξεις και εισφορές
Ειδική ομάδα στο υπ. Εργασίας εξετάζει τις αλλαγές στο νόμο Κατρούγκαλου. Βάση των εξεταζόμενων παρεμβάσεων είναι η απόφαση του ΣτΕ. Σενάρια επαναφοράς των ασφαλιστικών κλάσεων για τις εισφορές μη μισθωτών.
Νέο ασφαλιστικό σχέδιο νόμου, με σημαντικές δομικές και παραμετρικές αλλαγές που θα έρθουν να αντικαταστήσουν μια σειρά από διατάξεις που περιλαμβάνονται στον γνωστό νόμο Κατρούγκαλου, ετοιμάζεται πυρετωδώς στο υπουργείο Εργασίας. Ήδη έχουν συσταθεί σχετικές ομάδες εργασίας που επεξεργάζονται αφενός τις αποφάσεις του ΣτΕ οι οποίες επιβάλλουν αλλαγές στη μεταρρύθμιση του 2016, αφετέρου τις κυβερνητικές προθέσεις για παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα.
Οι αλλαγές αφορούν τις εισφορές των μη μισθωτών, τον υπολογισμό των παλαιών και κυρίως των νέων (μετά το 2016) συντάξεων κύριας ασφάλισης, αλλά και το σύνολο των επικουρικών. Στο επίκεντρο βρίσκονται και τα αναδρομικά που διεκδικούν 2,5 εκατ. συνταξιούχοι, χωρίς ακόμη να έχει αποσαφηνιστεί από επίσημα κυβερνητικά χείλη ποια περίοδο αφορούν.
Επανέρχονται οι ασφαλιστικές κλάσεις
Στο θέμα των εισφορών, το υπουργείο Εργασίας εξετάζει σοβαρά την αποσύνδεση του υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών 1,4 εκατ. ελεύθερων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών από το δηλωθέν φορολογητέο εισόδημα. Μεταξύ των σεναρίων που «μετράει» η ειδική επιτροπή που έχει ήδη συσταθεί στο υπουργείο είναι η δημιουργία δύο ή τριών ασφαλιστικών κλάσεων, στη λογική που ίσχυε πριν από το νόμο Κατρούγκαλου, ενώ δεν αποκλείεται να υπάρχει και μία προαιρετική κλάση. Αυτό καθίσταται πλέον αναγκαίο, μετά και την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ η κυβέρνηση και κυρίως ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης εξαρχής είχαν εκφράσει την άποψη ότι το ισχύον σύστημα όχι μόνο είναι άδικο αλλά πριμοδοτεί και την εισφοροδιαφυγή, μέσω της φοροδιαφυγής.
Έτσι, στο τραπέζι βρίσκονται σενάρια για την πλήρη αποσύνδεση του ασφαλιστέου από το φορολογητέο εισόδημα και κυρίως για την κατάργηση της διάταξης που προβλέπει τον υπολογισμό των εισφορών ως ποσοστού επί του εισοδήματος. Σε αυτό συνηγορεί και η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου που έκρινε αντισυνταγματική την καταβολή εισφορών από τους μη μισθωτούς, στο 20% του εισοδήματός τους για κύρια σύνταξη.
Στα υπό εξέταση σενάρια συγκαταλέγεται και αυτό που θέλει τη δημιουργία κλιμακούμενων βαθμίδων-κλάσεων. Η πρώτη βαθμίδα θα είναι λίγο υψηλότερη από το σημερινό κατώτατο όριο των εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και αγρότες, ήτοι τα 185,18 ευρώ τον μήνα (26,95% επί του κατώτατου μισθού των 650 ευρώ + 10 ευρώ τον μήνα για τον λογαριασμό ανεργίας). Αντίστοιχα θα διαμορφωθούν και οι επόμενες δύο κλίμακες, ενώ δεν αποκλείεται τελικά η τρίτη να είναι προαιρετική. Και αυτό γιατί έχει διαπιστωθεί ότι οι συντάξεις των μη μισθωτών που καταβάλλουν την κατώτατη εισφορά για πολλά χρόνια είναι πάρα πολύ χαμηλές.
Ο χρόνος πιέζει για τις αλλαγές, καθώς μετά και την έκδοση της απόφασης του ΣτΕ υπάρχουν φόβοι ότι ακόμη και οι μη μισθωτοί που κατέβαλλαν εισφορές, πλέον θα σταματήσουν έως τη νομοθέτηση του νέου συστήματος.
Περιουσία και αναλογιστική μελέτη τα «κλειδιά» για τις επικουρικές
Ένα δύσκολο σταυρόλεξο, με δημοσιονομικές και πολιτικο-κοινωνικές προεκτάσεις, καλείται να λύσει η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να κρίνει αντισυνταγματικές τις διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου, όχι μόνο για τον επανυπολογισμό των επικουρικών συντάξεων αλλά και για τις περικοπές που επιβλήθηκαν το καλοκαίρι του 2016 σε 260.000 συνταξιούχους του ΕΤΕΑΕΠ.
Με δεδομένη την κυβερνητική δέσμευση ότι δεν θα υπάρξει καμία περικοπή συντάξεων, στο υπουργείο Εργασίας αναζητούν λύσεις θεραπείας των αντισυνταγματικών διατάξεων με τη μικρότερη δημοσιονομική επιβάρυνση, καθώς μια πιθανή επαναφορά των συντάξεων στα προ νόμου Κατρούγκαλου επίπεδα οδηγεί σε αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Καθοριστική για τις όποιες αποφάσεις θεωρείται η εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης, η οποία θα καταδείξει την πραγματική εικόνα στα οικονομικά του Ενιαίου υπερ-επικουρικού (ΕΤΕΑΕΠ). Μετά το πραγματικό έλλειμμα ύψους 646 εκατ. ευρώ που παρουσίασε το ταμείο το 2016 (το έτος έκλεισε με ταμειακό έλλειμμα ύψους 101 εκατ. ευρώ, λόγω εκποίησης περιουσίας ύψους 545 εκατ. ευρώ), το Ταμείο τα τρία τελευταία χρόνια που ισχύουν οι αντισυνταγματικές περικοπές παρουσιάζει πλεόνασμα (87 εκατ. ευρώ το 2017, 17 εκατ. ευρώ το 2018 και 109 εκατ. ευρώ για το 2019). Παρουσιάζει δε και σημαντική περιουσία, ύψους 2,572 δισ. ευρώ, αυξημένη κατά 23% σε σχέση με το 2015. Περιουσία, μάλιστα, που ενώ προήλθε από διαφορετικά Ταμεία, πλέον θεωρείται ενιαία, για το σύνολο των ασφαλισμένων που δικαιούνται επικουρική σύνταξη.
Η πραγματοποίηση της αναλογιστικής μελέτης θεωρείται αναγκαία καθώς το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικό τον τρόπο υπολογισμού ή επανυπολογισμού των νέων και των ήδη καταβαλλόμενων επικουρικών, λόγω της έλλειψης αντίστοιχης αναλογιστικής μελέτης. Έκρινε βέβαια αντισυνταγματικές και τις μειώσεις που επιβλήθηκαν σε 260.000 συνταξιούχους το καλοκαίρι του 2016, επειδή το άθροισμα του εισοδήματός τους από συντάξεις (κύριες και επικουρικές) ήταν πάνω από 1.300 ευρώ.
Το ΣτΕ έκρινε πως δεν μπορεί το ύψος της κύριας σύνταξης να καθορίζει τη μείωση στην επικουρική σύνταξη, ξηλώνοντας τις μειώσεις. Οι οποίες από την ημέρα που η απόφαση του ΣτΕ καθαρογραφεί και μετά, πιθανότατα με τις συντάξεις Νοεμβρίου, θα πρέπει να καταργηθούν και να επανέλθει το ύψος των συντάξεων στα προ Ιουλίου 2016 επίπεδα. Το κόστος για το ΕΤΕΑΕΠ εκτιμάται σε 25 εκατ. ευρώ τον μήνα.
Σανίδα σωτηρίας θεωρείται η περιουσία του ταμείου, καθώς ο νόμος Κατρούγκαλου καταργώντας τη διάταξη περί «ρήτρας μηδενικού ελλείμματος» που απαγόρευε στο ΕΤΕΑΕΠ να παρουσιάζει έλλειμμα, επιτρέπει χρήση των αποθεματικών του υπερ-επικουρικού για την κάλυψη ελλειμμάτων που προκύπτουν αναπόφευκτα, λόγω κρίσης.
Μεταξύ των σεναρίων που εξετάζει επίσης η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και η αρμόδια ομάδα που έχει δημιουργηθεί προκειμένου να καταρτίσει το απαιτούμενο ασφαλιστικό σχέδιο νόμου το γρηγορότερο δυνατό -εντός του 2019- είναι η αποσύνδεση των μειωμένων επικουρικών από το ύψος των κύριων συντάξεων. Η δυσκολία στην «άσκηση» έγκειται στην προσπάθεια να διορθωθούν οι αδικίες του νόμου Κατρούγκαλου που οδήγησαν τους δικαστές να κρίνουν τις σχετικές διατάξεις ως αντισυνταγματικές, χωρίς να μειωθούν άλλες επικουρικές συντάξεις.
Και νέες κύριες συντάξεις
Στον σχεδιασμό του υπουργείου Εργασίας, βάσει και των αποφάσεων του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, βρίσκεται και ο νέος τρόπος υπολογισμού για τις συντάξεις. Οι αλλαγές αφορούν κατά κύριο λόγο τα ποσοστά αναπλήρωσης βάσει των οποίων υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη, για αιτήσεις που έχουν κατατεθεί από τις 13 Μαΐου 2016 και μετά, καθώς κρίθηκαν άδικα και κατά συνέπεια αντισυνταγματικά. Αφορούν βέβαια και τον επανυπολογισμό των παλαιών συντάξεων, που έγινε με βάση τα συγκεκριμένα ποσοστά.
Στο υπουργείο Εργασίας σχεδιάζεται νέος επανυπολογισμός των παλαιών συντάξεων με αφετηρία τον Οκτώβρη αλλά και καινούριος υπολογισμός των νέων συντάξεων, με αυξήσεις για όσους έχουν πολλά έτη ασφάλισης ή έχουν καταβάλει αυξημένες εισφορές. Η αύξηση της ανταποδοτικής σύνταξης εκτιμάται πως θα δημιουργήσει κίνητρα για παραμονή στην εργασία ή -κυρίως- για ασφάλιση όλων των ετών εργασίας, καθώς βάσει του σχεδιασμού προωθείται αύξηση για όσους έχουν περισσότερα από 25-30 έτη ασφάλισης, µε υψηλές συντάξιμες αποδοχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου