Τον τελευταίο καιρό, φαίνεται να αυξάνονται οι φωνές όσων τάσσονται υπέρ της εισαγωγής ενός κεφαλαιοποιητικού μοντέλου στις συντάξεις. Η συζήτηση τροφοδοτείται περαιτέρω από δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, που προαναγγέλλουν αλλαγές στο σύστημα των επικουρικών, ως μία αναγκαία και δίκαιη παρέμβαση στο ασφαλιστικό.
Η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο μοντέλων είναι κατ’ αρχήν απλή: οι εργαζόμενοι στο υφιστάμενο μοντέλο [διανεμητικό] καταβάλλουν εισφορές μέσω των οποίων πληρώνονται οι συντάξεις των ήδη συνταξιούχων και με τον τρόπο αυτό, θα πληρωθούν στο μέλλον οι συντάξεις και των ιδίων. Αντιθέτως, στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, οι εισφορές του κάθε εργαζόμενου κατευθύνονται προς μία ατομική ασφαλιστική μερίδα, η οποία εν συνεχεία επενδύεται παραγωγικά και το αποτέλεσμα της επένδυσης μαζί με το κεφάλαιο αποδίδεται στο τέλος του εργασιακού βίου είτε εφάπαξ είτε μέσω μηνιαίων καταβολών.
Είναι αλήθεια, ότι η βασική σκέψη πίσω από ένα κεφαλαιοποιητικό μοντέλο είναι ελκυστική, ιδιαίτερα για εκείνους που καταβάλλουν υψηλές εισφορές: αποταμιεύω και στο τέλος της εργασιακής μου ζωής θα εισπράξω το αποτέλεσμα της αποταμίευσής μου. Η σκέψη αυτή φαίνεται κατ’ αρχήν να απαντά στην έλλειψη ανταποδοτικότητας μεταξύ εισφορών και παροχών, ενώ περαιτέρω υποστηρίζεται ότι θα ενδυναμώσει την αίσθηση της ατομικής αποταμίευσης και θα παράσχει κίνητρο για καταβολή όσο το δυνατόν περισσότερων και υψηλότερων εισφορών. Η εικόνα συμπληρώνεται από έναν υψηλό δείκτη απογοήτευσης των ασφαλισμένων, αναφορικά με το ύψος των παροχών, που αναμένουν να λάβουν, μετά το τέλος του εργασιακού τους βίου, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα των συντάξεων.
Η διαμόρφωση, ωστόσο, ορθής αντίληψης εκκινεί από την κατανόηση των δύο συστημάτων, τα οποία παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στην ίδια την δομική τους αντίληψη.
Κατ’ αρχήν, σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα, το ύψος των παροχών, που θα λάβει ο κάθε ασφαλισμένος στο τέλος του εργασιακού του βίου, καθορίζεται από τρεις παραμέτρους:
1. τη διάρκεια του εργασιακού βίου,
2. το ύψος των εισφορών και
3. την απόδοση των κεφαλαίων. Εν ολίγοις, ενώ στο υφιστάμενο διανεμητικό μοντέλο, παράμετροι καθορισμού των συνταξιοδοτικών παροχών είναι το ύψος των εισφορών και η διάρκεια του ασφαλιστικού βίου, σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα ένας νέος και μάλιστα εξαιρετικά αστάθμητος παράγοντας, εισέρχεται στην εξίσωση: η απόδοση των επενδύσεων. Εάν, συνεπώς, οι επενδύσεις του σωρευμένου κεφαλαίου του ασφαλιστικού φορέα είναι επικερδείς, τότε αντιστοίχως θετικά εξελίσσονται και οι παροχές, που καταβάλλονται σε κάθε δικαιούχο. Εάν, ωστόσο, οι επενδύσεις έχουν χαμηλές ή και αρνητικές αποδόσεις, τότε ο ασφαλισμένος επωμίζεται τους κινδύνους, που γεννά η έκθεση στις αγορές. Η παροχή δυνατότητας επιλογής, αναφορικά με το μέγεθος του ρίσκου που θέλει να αναλάβειο κάθε ασφαλισμένος κατά την διαχείριση της ατομικής του αποταμίευσης, δεν απαντά κατά την άποψη μου ικανοποιητικά στο πρόβλημα, καθώς επενδύσεις χαμηλού ρίσκου έχουν χαμηλές αποδόσεις και άρα συνεπάγονται χαμηλό επίπεδο παροχών στο μέλλον, ενώ επενδύσεις υψηλού κινδύνου, ενέχουν σημαντικό ρίσκο, που μπορεί να πλήξει το κεφάλαιο του κάθε ασφαλισμένου. Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: φτωχοποίηση του συνταξιούχου και με όρους κοινωνικής προστασίας, αποτυχία του ιδίου του συστήματος.
Θα αντέτεινε, εύλογα, κανείς, ότι ούτως ή άλλως και στο υφιστάμενο διανεμητικό σύστημα, δεν υπάρχει καμία εγγύηση αναφορικά με το ύψος των συντάξεων, που μπορούν εύκολα να περικοπούν, όπως έχει πολλές φορές γίνει και μάλιστα στο πρόσφατο παρελθόν. Ωστόσο, δεν μπορεί να μην ληφθεί υπόψη, ότι στα κεφαλαιοποιητικά μοντέλα, το «ρίσκο» αποτελεί δομικό στοιχείο του οικοδομήματος. Η επιτυχία είναι θέμα τύχης και οικονομικής συγκυρίας, το κέρδος και η ζημιά καθορίζονται με τους όρους του άγνωστου,για τους περισσότερους ασφαλισμένους,περιβάλλοντος της οικονομίας των αγορών. Αντίθετα, στα διανεμητικά συστήματα, κάθε μείωση των παροχών εκκινεί μεν από μία Κυβερνητική απόφαση, η οποία ωστόσο, πρέπει, σύμφωνα και με την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας,να συνοδεύεται από επιστημονική τεκμηρίωση, αναφορικά με την αναγκαιότητα των παρεμβάσεων, στην κατεύθυνση και της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, με διασφάλιση παράλληλα ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των συνταξιούχων. Εν ολίγοις, η ευημερία των συνταξιούχων συναρτάται άμεσα με την ευημερία του κοινωνικού συνόλου εν γένει, αφού κράτη με σθεναρή οικονομία μπορούν να χρηματοδοτούν υψηλές συνταξιοδοτικές παροχές.
Επιπροσθέτως, στο υφιστάμενο κοινωνικοασφαλιστικό μοντέλο, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος κατοχυρώνει ευθέως την υποχρέωση του Κράτους να μεριμνά για την χρηματοδότηση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και την κάλυψη των ελλειμμάτων τους, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και επειδή πολύς λόγος γίνεται και για τα ελλείμματα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία αποδίδονται κατά καιρούς σε διάφορους παράγοντες, όπως η καταβολή υψηλών συντάξεων, η πρόωρη συνταξιοδότηση, οι χαριστικές συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, φρονώ, ότι στον δημόσιο διάλογο συχνά παραβλέπουμε τη σοβαρότερη αιτία:η υφιστάμενη σχέση μεταξύ συνταξιούχων και εργαζομένωνκαι η παράλληλη αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οδηγεί αναπόδραστα στην ύπαρξη ελλειμμάτων, σε κάθε ώριμο ασφαλιστικό σύστημα.
Ας πούμε, λοιπόν, σε ένα παιδαριώδες παράδειγμα, ότι δημιουργούμε, από μηδενική βάση, έναν ασφαλιστικό φορέα, που καλείται να ασφαλίσει 100.000 ασφαλισμένους, οι οποίοι θα πληρώνουν μηνιαίες εισφορές ύψους 100 ευρώ για 40 χρόνια, πριν λάβουν τη σύνταξή τους. Είναι προφανές, ότι ο φορέας μας, στα πρώτα 40 χρόνια της λειτουργίας του θα έχει μόνο έσοδα, αφού δεν καλείται να καταβάλει καμία σύνταξη, με αποτέλεσμα να σωρεύσει το ιλιγγιώδες ποσό των 4.800.000.000 ευρώ, το οποίο μάλιστα, μέσω παραγωγικών επενδύσεων,ενδεχομένως και να έχει διπλασιάσει [9.600.000.000 ευρώ]. Από τα χρήματα αυτά, θα πρέπει να αφαιρεθούν τα λειτουργικά έξοδα διαχείρισης του ίδιου του φορέα, ας πούμε υποθετικά το ταπεινό ποσό των 100.000.000 ευρώ. Έτσι, ο φορέας μας θα βρεθεί με ένα αποθεματικό ύψους 9,5 δις ευρώ κατά τον χρόνο που θα κληθεί,πλέον,να καταβάλλει συντάξεις. Εάν η μηνιαία σύνταξη του κάθε ασφαλισμένου ανέρχεται στο ποσό των 1.000 ευρώ, τότε η μηνιαία συνταξιοδοτική δαπάνη αγγίζει τα 100.000.000 ευρώ. Με βάση τα κεφάλαια, που σωρεύτηκαν επί σαράντα χρόνια μπορούν να καταβληθούν συντάξεις για 95 μήνες, ήτοι 7,9 χρόνια. Εάν το ποσό των συντάξεων μειωθεί δραστικά και πάλι διασφαλίζεται η καταβολή τους, μόνο για κάποια χρόνια ακόμα.
Τη στιγμή, λοιπόν, που ξεκινάει η καταβολή συντάξεων, αυτομάτως ερχόμαστε ενώπιον του προβλήματος της χρηματοδότησης. Γιατί στην πραγματικότητα, πίσω από κάθε φορέα κοινωνικής ασφάλισης κρύβεται μία άρρητη αλήθεια: οι σωρευμένες εισφορές των ασφαλισμένων, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν την καταβολή μίας αξιοπρεπούς συντάξεως. Και εδώ εισέρχεται πλέον το Κράτος, το οποίο μέσω της χρηματοδότησης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του να επιστρέψει τις εισφορές, που έχουν καταβληθεί από τους ασφαλισμένους, όπως εσφαλμένα πολλές φορές υποστηρίζεται, αλλά την υποχρέωση του να μεριμνήσει για την διατήρηση ενός επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης των συνταξιούχων. Βέβαια, αυτό δεν αναιρεί εκείνο που συχνά λέγεται, ότι οι συντάξεις είναι «δικά μας λεφτά», όχι όμως γιατί πληρώθηκαν εισφορές αλλά γιατί η χρηματοδότηση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης περνάει μέσα από τους φόρους που καλούμαστε να καταβάλλουμε όλοι. Και εάν κάτι με εντυπωσιάζει, είναι ότι ενώ δεν διανοούμαστε να σκεφτούμε, ότι το κράτος μπορεί να μην χρηματοδοτεί τη δημόσια υγεία ή τη δημόσια παιδεία, αγόμαστε με μεγάλη ευκολία στην αντίληψη, ότι το Κράτος μπορεί να απέχει από την χρηματοδότηση των συντάξεων.
Επιστρέφοντας στον ελλειμματικό, μετά από σαράντα χρόνια, φορέα του παραδείγματος μας, τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά, εάν κάθε χρόνο εισέρχονταν σε αυτόν ένας σημαντικός αριθμός νέων ασφαλισμένων που θα κατέβαλαν εισφορές, χρηματοδοτώντας το σύστημα. Και πάλι, ωστόσο, κατά πάσα πιθανότητα, ο κρατικός προϋπολογισμός θα έπρεπε να συνεχίσει να χρηματοδοτεί, με μικρότερα ποσά ενδεχομένως, τον φορέα μας για να επιβιώσει μακροπρόθεσμα.
Εάν ο φορέας του παραδείγματος μας λειτουργούσε με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, τότε οι εισφορές των ασφαλισμένων του θα σωρεύονταν στον ατομικό λογαριασμό καθενός εξ αυτών, θα επενδύονταν κατά το διάστημα των 40 ετών και εν συνεχεία το ποσό, που θα είχε διαμορφωθεί θα επιστρέφονταν στον ασφαλισμένο, κατά τη στιγμή της συνταξιοδότησής τουείτε εφάπαξ είτε, συνηθέστερα,με τη μορφή μηνιαίων καταβολών. Με βάση το παράδειγμά μας, κάθε ασφαλισμένος θα είχε αποταμιεύσει στη διάρκεια των 40 ετών, το συνολικό ποσό των 48.000 ευρώ από τις εισφορές του. Ακόμα και εάν αυτές είχαν διπλασιαστεί, μέσω επωφελών επενδύσεων και πάλι θα επαρκούσαν να του καταβάλλουν σύνταξη ύψους 1.000 ευρώ για 8 χρόνια. Εάν το Κράτος εγγυηθεί, ότι θα συνεχίσει να καταβάλλει σύνταξη στους δικαιούχους και μετά την εξάντληση της ασφαλιστικής τους μερίδας, πρόβλημα δεν υπάρχει. Μια τέτοια εγγύηση, ωστόσο, δεν φαίνεται στον ορίζοντα, καθώς η συζήτηση για αλλαγή του μοντέλου χρηματοδότησης εκκινεί από τη βασική παραδοχή της μείωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, που καλείται να καταβάλει το Κράτος.
Βεβαίως, προς το παρόν το θέμα, που ανοίγει περιορίζεται μόνο στις επικουρικές συντάξεις. Εύχομαι και ελπίζω, ότι δεν θα βρεθούμε ενώπιον μίας αντίστοιχης συζήτησης, αναφορικά με τις κύριες συντάξεις και πάνω απ’ όλα εύχομαι, μέσα από τον κοινωνικό διάλογο να επικρατήσει, τελικώς, η λογική του «εμείς» εις βάρος της λογικής του «εγώ», η οποία μέχρι σήμερα ουδέποτε εξελίχθηκε υπέρ του κοινωνικού συνόλου εν γένει.
Η Μαρία-Μαγδαληνή Τσίπρα είναι δικηγόρος – εργατολόγος. Ειδικεύεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Ως νομικός σύμβουλος της ΑΔΕΔΥ, έχει αντιπροσωπεύσει πολλάκις την Ομοσπονδία των Δημοσίων Υπαλλήλων στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια και στους Διεθνείς Οργανισμούς.
Δείτε όλα τα άρθρα της Μαρίας-Μαγδαληνής Τσίπρα στο fpress.gr ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου