Ελάχιστο εισόδημα από κεφάλαιο (πχ τόκους) και προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων
Τι ισχύει
Φορολογούμενος δεν απέκτησε εισοδήματα κατά το προηγούμενο έτος 2017, πλην ενός μικρού ποσού τόκων. Φιλοξενείται από τους γονείς του, ως προς την κύρια διαμονή του, ωστόσο έχει πλήρη κυριότητα σε κατοικία (διαμέρισμα) κατά ποσοστό 25%, στην επαρχία. Το διαμέρισμα αυτό, έχει επιφάνεια 80 τ.μ. και βοηθητικούς χώρους 40 τ.μ., ενώ δηλώνεται ότι ιδιοχρησιμοποιείται ως δευτερεύουσα κατοικία, τόσο από αυτόν, όσο και από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες. Παράλληλα, διαθέτει μικρό επιβατικό αυτοκίνητο αντικειμενικής δαπάνης 3.600 ευρώ. Από καταθετικό λογαριασμό στο όνομά του (κύριος λογαριασμού), προέκυψε εισόδημα (2017) από τόκους, 200 ευρώ, ενώ παρακρατήθηκε φόρος 30 ευρώ (αυτοτελής φορολόγηση).
Το τεκμαρτό εισόδημα του ως άνω φορολογούμενου προσδιορίζεται ως εξής:
- Ελάχιστη αντικειμενική δαπάνη του φορολογούμενου………………...3.000 ευρώ
- Ετήσια αντικειμενική δαπάνη επιβατικού αυτοκινήτου………………..3.600 ευρώ
- Ετήσια αντικειμενική δαπάνη ιδιοκατοικούμενης δευτερεύουσας
κατοικίας { [ (80 τ.μ. χ 40,00) + (40 τ.μ. χ 40,00) ] χ 50% } χ 25%............600 ευρώ
Σύνολο..........................................................................................................7.200 ευρώ
Στην παραπάνω περίπτωση, ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από κεφάλαιο (τόκοι) και το τεκμαρτό του εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ (7.200 < 9.500). Σύμφωνα με το άρθρο 34 του ΚΦΕ, η διαφορά που προκύπτει μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματος, η οποία προστίθεται στο φορολογητέο εισόδημα, προσδιορίζεται από την Φορολογική Διοίκηση κατά το ίδιο φορολογικό έτος και φορολογείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 (δηλαδή, από μισθωτή εργασία και συντάξεις): «εφόσον ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από μισθωτή εργασία ή/και συντάξεις ή εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή δεν υπάρχει εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχει εισόδημα μόνο από κεφάλαιο ή/και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό του εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ».
Συνεπώς, το συνολικό ετήσιο εισόδημά του προσδιορίζεται στο ποσό των 7.200 ευρώ, κατά τεκμαρτό τρόπο. Η διαφορά των 7.000 ευρώ (7.200,00 – 200,00) θα φορολογηθεί ως εισόδημα προερχόμενο από μισθωτή εργασία. Ωστόσο, για να τύχει της μηδενικής φορολόγησης (υπό την έννοια ότι θα έχει το πλεονέκτημα του «ιδιότυπου αφορολόγητου» του άρθρου 16), θα πρέπει να αναγράψει στον κωδικό 049 του πίνακα 7 της φορολογικής δήλωσης, το (ελάχιστο) ποσό των 700 ευρώ, το οποίο αντιπροσωπεύει δαπάνη αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών (7.000,00 χ 10%, άρθρο 16 του ΚΦΕ, παρ. 3α). Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή δεν καλύπτεται το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό των δαπανών, «τότε ο φόρος προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από την θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή 22%».
Άρα, αν δεν αναγραφεί ποσό αποδείξεων, η «ποινή» θα είναι: 700,00 χ 22% = 154,00 ευρώ.
Νίκος Σγουρινάκης
EPIXEIRISI.GR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου