Η διαδικασία χορήγησης της ετήσιας κανονικής άδειας των μισθωτών, εδραιώθηκε με την νομοθετική ρύθμιση του Ν.3302/04 . Με τον νόμο αυτό υπήρξε ριζική αλλαγή στις ασάφειες που είχαν δημιουργηθεί τα προηγούμενα έτη με την σωρεία των νομοθετικών ρυθμίσεων που είχαν ψηφιστεί.
Στην εργατική νομοθεσία και βάση του άρθρ.7 του ΠΔ 88/1999 προβλεπόταν ότι, στους εργαζόμενους μετά από συνεχή απασχόληση τουλάχιστον (12)μηνών παρέχεται ετήσια κανονική άδεια μετ’ αποδοχών τεσσάρων εβδομάδων τουλάχιστον, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Η ελάχιστη περίοδο ετήσιας κανονικής άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης. Τα διαστήματα αποχής των μισθωτών από την εργασία τους λόγω βραχείας σχετικώς διάρκειας ασθένειας, καθώς και τα διαστήματα στράτευσης, απεργίας ή ανωτέρας βίας, όπως αυτά καθορίζονται από τις ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, θεωρούνται ως χρόνος απασχόλησης και δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας που δικαιούται ο εργαζόμενος.
Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν.3302/04 στη λειτουργία των επιχειρήσεων έτσι ώστε να χορηγούν τις άδειες στου μισθωτούς, είναι οι εξής :
• Με το άρθρο 1 αντικαθίσταται η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν.539/1945, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρ.2 του Ν.1346/1983 και αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρ.13 του Ν.3227/2004 και επαναφέρεται το «ημερολογιακό έτος» ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων. Προβλέπεται ότι οι μισθωτοί οι οποίοι συνδέονται με μία επιχείρηση με σύμβαση εξαρτημένης σχέσης απασχόλησης ορισμένου η αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές από την έναρξη απασχόλησης τους στην συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση (Η αναλογία της χορηγούμενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιμων ημερών, επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχή απασχόληση).
• Με το άρθρο 1 αντικαθίσταται η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν.539/1945, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρ.2 του Ν.1346/1983 και αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρ.13 του Ν.3227/2004 και επαναφέρεται το «ημερολογιακό έτος» ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων. Προβλέπεται ότι οι μισθωτοί οι οποίοι συνδέονται με μία επιχείρηση με σύμβαση εξαρτημένης σχέσης απασχόλησης ορισμένου η αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές από την έναρξη απασχόλησης τους στην συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση (Η αναλογία της χορηγούμενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιμων ημερών, επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχή απασχόληση).
• Παρ.1β του Α.Ν.539/1945, καθιερώνεται για το πρώτο ημερολογιακό έτος, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί μέχρι την 31η ∆εκεμβρίου αναλογία – ποσοστό, των ημερών αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, βάσει του χρονικού διαστήματος απασχόλησης στο συγκεκριμένο έτος.
• Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό έτος, στον οικείο εργοδότη.
• Για το τρίτο ημερολογιακό έτος και εφεξής και εάν συνεχίσει να απασχολείται ο μισθωτός με σύμβαση εξαρτημένης σχέσης εργασίας, θα λαμβάνει κανονικά ολόκληρη την άδεια του, οποτεδήποτε μέσα στο έτος που αντιστοιχεί σε αυτόν ανάλογα με την σύμβαση εργασίας του και τον χρόνο προϋπηρεσίας που έχει διανύσει έως τότε.
• Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρ.3 του Ν.∆.3755/1957, καθώς και τη σχετική νομολογία, σε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%.
• Η διάταξη του άρ.1 του Ν.3302/2004, όπως και αυτή του άρ. 6 του Ν.3144/2003, αναφέρει ρητώς ότι η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, διέπονται και από τις λοιπές οικείες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, εξασφαλίζεται η συνέχεια της ισχύος των κειμένων διατάξεων που αφορούν το μηχανισμό και τον τρόπο χορήγησης της άδειας και του επιδόματος αδείας.
• Στις ημέρες κανονικής αδείας υπολογίζονται μόνον οι εργάσιμες, δεν συμπεριλαμβάνονται δηλαδή οι Κυριακές, οι αργίες και οι ημέρες ασθενείας που μπορεί να εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα της αδείας (η ημέρα του Σαββάτου δεν υπολογίζεται ως ημέρα αδείας στους μισθωτούς που εργάζονται με 5μερη απασχόληση).
• Με τον Ν.3304/2004 η ετήσια κανονική άδεια του μισθωτού, εκτός από τις διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Πολλά ζητήματα δημιουργούνται σχετικά με την τμηματική χορήγηση της αδείας κατά τα πρώτα δύο έτη εργασίας του μισθωτού. Ο αριθμός των ημερών αδείας είναι 20 για έναν που εργάζεται με 5μερη σύμβαση εργασίας η εδώ υπολογίζεται η αναλογία που είναι 20/12=1,666 ανά μήνα και αυτό το ποσό στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα. Εάν απασχολείται ο εργαζόμενος με σύμβαση 6μερης απασχόλησης τότε υπολογίζεται 24/12=2 το μήνα.
ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ-ΕΡΓΟΔΟΤΗ
Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια ( άρ.1, παρ.3 του Ν.1346/1983). Αποτέλεσμα αυτού και εφ’ όσον κατά το χρονικό σημείο της λύσεως της σχέσης εργασίας δεν έχει εξαντληθεί το δικαίωμα της άδειας, στα πλαίσια της διάταξης του άρ.1 του Ν.3302/2004, προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις:
α. Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος (εντός του οποίου προσελήφθη) ο μισθωτός δικαιούται να λάβει αποδοχές αδείας ίσες με 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης. Επίσης, δικαιούται 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας, (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
β. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης και άλλα 2 ημερομίσθια ανά μήνα ως επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
γ. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους αδείας και επιδόματος αδείας, που αντιπροσωπεύουν αυτές που θα δικαιούνται ο μισθωτός εάν ελάμβανε την άδειά του κατά το χρονικό διάστημα της λύσης της σχέσης εργασίας.
Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια ( άρ.1, παρ.3 του Ν.1346/1983). Αποτέλεσμα αυτού και εφ’ όσον κατά το χρονικό σημείο της λύσεως της σχέσης εργασίας δεν έχει εξαντληθεί το δικαίωμα της άδειας, στα πλαίσια της διάταξης του άρ.1 του Ν.3302/2004, προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις:
α. Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος (εντός του οποίου προσελήφθη) ο μισθωτός δικαιούται να λάβει αποδοχές αδείας ίσες με 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης. Επίσης, δικαιούται 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας, (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
β. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης και άλλα 2 ημερομίσθια ανά μήνα ως επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
γ. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους αδείας και επιδόματος αδείας, που αντιπροσωπεύουν αυτές που θα δικαιούνται ο μισθωτός εάν ελάμβανε την άδειά του κατά το χρονικό διάστημα της λύσης της σχέσης εργασίας.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Εργαζόμενος ο οποίος προσελήφθη 01/02/2020, δικαιούται μέχρι την 31/12/2020, 20/12 επί 11 μήνες ως άδεια, καθώς και ανάλογο επίδομα αδείας (στο παράδειγμά μας πλήρες απασχόλησης).
Εάν στο ίδιο παράδειγμα η σχέση εργασίας λυθεί το 8ο μήνα και ο μισθωτός έχει λάβει μέρος αδείας μέχρι τον 6ο μήνα, δικαιούται να λάβει την αναλογία από τον 7ο έως τον 8ο, ως εκ τούτου 2 μήνες επί 2 = 4 ημερομίσθια ως άδεια και τα υπολειπόμενα ημερομίσθια ως επίδομα αδείας μέχρι τη συμπλήρωση μισού μηνιαίου μισθού.
Εργαζόμενος ο οποίος προσελήφθη 01/02/2020, δικαιούται μέχρι την 31/12/2020, 20/12 επί 11 μήνες ως άδεια, καθώς και ανάλογο επίδομα αδείας (στο παράδειγμά μας πλήρες απασχόλησης).
Εάν στο ίδιο παράδειγμα η σχέση εργασίας λυθεί το 8ο μήνα και ο μισθωτός έχει λάβει μέρος αδείας μέχρι τον 6ο μήνα, δικαιούται να λάβει την αναλογία από τον 7ο έως τον 8ο, ως εκ τούτου 2 μήνες επί 2 = 4 ημερομίσθια ως άδεια και τα υπολειπόμενα ημερομίσθια ως επίδομα αδείας μέχρι τη συμπλήρωση μισού μηνιαίου μισθού.
ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Κατά τον χρόνο τον οποίο θα λάβει ο μισθωτός την κανονική του άδεια διακανονίζεται σε κοινή συμφωνία με τον εργοδότη του.
Από την πλευρά του, ο εργοδότης οφείλει να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από την ημερομηνία που έχει υποβληθεί από την πλευρά του μισθωτού το σχετικό αίτημα . Το αίτημα χορήγησης για την λήψη κανονικής άδειας μπορεί να πραγματοποιηθεί και με ηλεκτρονικό μέσω ( πχ e-mail ). Η άδεια πρέπει να χορηγηθεί πριν την λήξη του ημερολογιακού έτους και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν αιτηθεί καθόλου άδεια.
Σε περίπτωση που δεν του χορηγηθεί στον εργαζόμενο κανονική άδεια εντός του ημερολογιακού έτους και την αποκλειστική ευθύνη έχει ο εργοδότης, τότε οφείλει στον μισθωτό αποζημίωση με προσαύξηση 100% των αποδοχών αδεία βάση του Ν.Δ3755/57..
Η άδεια χορηγείται αυτούσια και κατά τον κανόνα ολόκληρη, με εξαίρεση τα δύο πρώτα έτη εργασίας η οποία χορηγείται κατ’ αναλογία η σε περίπτωση βάση του αρ.6 του Ν.3846/2010 που επιτρέπει κατ’ εξαίρεση την κατάτμηση του χρόνου αδείας και η επιλογή της εφαρμογής επαφίεται τόσο στον εργοδότη όσο και στο εργαζόμενο.
Κατά τον χρόνο τον οποίο θα λάβει ο μισθωτός την κανονική του άδεια διακανονίζεται σε κοινή συμφωνία με τον εργοδότη του.
Από την πλευρά του, ο εργοδότης οφείλει να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από την ημερομηνία που έχει υποβληθεί από την πλευρά του μισθωτού το σχετικό αίτημα . Το αίτημα χορήγησης για την λήψη κανονικής άδειας μπορεί να πραγματοποιηθεί και με ηλεκτρονικό μέσω ( πχ e-mail ). Η άδεια πρέπει να χορηγηθεί πριν την λήξη του ημερολογιακού έτους και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν αιτηθεί καθόλου άδεια.
Σε περίπτωση που δεν του χορηγηθεί στον εργαζόμενο κανονική άδεια εντός του ημερολογιακού έτους και την αποκλειστική ευθύνη έχει ο εργοδότης, τότε οφείλει στον μισθωτό αποζημίωση με προσαύξηση 100% των αποδοχών αδεία βάση του Ν.Δ3755/57..
Η άδεια χορηγείται αυτούσια και κατά τον κανόνα ολόκληρη, με εξαίρεση τα δύο πρώτα έτη εργασίας η οποία χορηγείται κατ’ αναλογία η σε περίπτωση βάση του αρ.6 του Ν.3846/2010 που επιτρέπει κατ’ εξαίρεση την κατάτμηση του χρόνου αδείας και η επιλογή της εφαρμογής επαφίεται τόσο στον εργοδότη όσο και στο εργαζόμενο.
ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ
Όσον αφορά στο επίδομα αδείας όπως είναι ευρέως γνωστό, κάθε εργαζόμενος μαζί με την άδεια δικαιούται αποδοχές αδείας καθώς και επίδομα αδείας (άρ.3, παρ.16 Ν.4504/1966). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί επακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας-είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δε δύναται να υπερβεί για όσους μεν αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο ή ποσοστά, τα 13 ημερομίσθια.
Όσον αφορά στο επίδομα αδείας όπως είναι ευρέως γνωστό, κάθε εργαζόμενος μαζί με την άδεια δικαιούται αποδοχές αδείας καθώς και επίδομα αδείας (άρ.3, παρ.16 Ν.4504/1966). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί επακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας-είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δε δύναται να υπερβεί για όσους μεν αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο ή ποσοστά, τα 13 ημερομίσθια.
Ως εκ τούτου, οι μισθωτοί οι οποίοι λαμβάνουν τμήμα ή ολόκληρη την άδεια, δικαιούνται και ανάλογες αποδοχές επιδόματος αδείας τόσο για το πρώτο και δεύτερο ημερολογιακό έτος, όσο και για τα επόμενα έτη.
ΒΙΒΛΙΟ ΑΔΕΙΩΝ – ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΣΕΠΕ
Σύμφωνα με τον Ν.3762/09 άρθρο 6, κάθε εργοδότης που απασχολεί προσωπικό στην επιχείρηση του έχει την υποχρέωση να τηρεί ειδικό βιβλίο είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή μηχανογραφημένων σελίδων .Το βιβλίο αυτό πρέπει να φέρει τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη ότι αποτελεί το βιβλίο αδειών και στο εσωτερικό του να περιέχει τις εξής αναλυτικές πληροφορίες :
i. Αύξων αριθμό στις γραμμές
ii. Ονοματεπώνυμο μισθωτών
iii. Ειδικότητα
iv. Ημερομηνία πρόσληψης
v. Δικαιούμενο αριθμό ημερών αδείας έτους
vi. Ημερομηνία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας
vii. Αποδοχές αδείας
viii. Επίδομα αδείας
ix. Παρατηρήσεις
x. Υπογραφή μισθωτού
Το βιβλίο αδειών πρέπει να φυλάσσεται από τον εργοδότη επί μία πενταετία και να είναι στην διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας που ασκούν έλεγχο και εποπτεία της εφαρμογής στην νομοθεσία.
Το βιβλίο αδειών ΔΕΝ θεωρείται από την οικεία επιθεώρηση εργασίας, και βάση του Ν.4254/2014 στο αρ.1 υποπ. ΙΑ5, προβλέπει την υποχρέωση κάθε εργοδότη να γνωστοποιεί με το ηλεκτρονικό έντυπο στο ηλεκτρονικό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ του Υπουργείου Εργασίας εντός του μηνός Ιανουαρίου κάθε έτους τα στοιχεία της κανονικής αδείας των εργαζομένων κάθε επιχείρησης για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.
Σύμφωνα με τον Ν.3762/09 άρθρο 6, κάθε εργοδότης που απασχολεί προσωπικό στην επιχείρηση του έχει την υποχρέωση να τηρεί ειδικό βιβλίο είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή μηχανογραφημένων σελίδων .Το βιβλίο αυτό πρέπει να φέρει τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη ότι αποτελεί το βιβλίο αδειών και στο εσωτερικό του να περιέχει τις εξής αναλυτικές πληροφορίες :
i. Αύξων αριθμό στις γραμμές
ii. Ονοματεπώνυμο μισθωτών
iii. Ειδικότητα
iv. Ημερομηνία πρόσληψης
v. Δικαιούμενο αριθμό ημερών αδείας έτους
vi. Ημερομηνία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας
vii. Αποδοχές αδείας
viii. Επίδομα αδείας
ix. Παρατηρήσεις
x. Υπογραφή μισθωτού
Το βιβλίο αδειών πρέπει να φυλάσσεται από τον εργοδότη επί μία πενταετία και να είναι στην διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας που ασκούν έλεγχο και εποπτεία της εφαρμογής στην νομοθεσία.
Το βιβλίο αδειών ΔΕΝ θεωρείται από την οικεία επιθεώρηση εργασίας, και βάση του Ν.4254/2014 στο αρ.1 υποπ. ΙΑ5, προβλέπει την υποχρέωση κάθε εργοδότη να γνωστοποιεί με το ηλεκτρονικό έντυπο στο ηλεκτρονικό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ του Υπουργείου Εργασίας εντός του μηνός Ιανουαρίου κάθε έτους τα στοιχεία της κανονικής αδείας των εργαζομένων κάθε επιχείρησης για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.
Σε περιπτώσεις μη τήρησης επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα κυρώσεις εις βάρος του εργοδότη σύμφωνα με το αρθρ. 24 του Ν.3996/11 και όπως τροποποιήθηκε από την ΥΑ 60201/Δ7.1422/2019 άρθρο 2 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι κατατάσσοντας την συγκεκριμένη παράβαση ως ΧΑΜΗΛΗ, με διοικητικό πρόστιμο από 300 έως 2000 ευρώ (ΠΛΗΜΜΕΛΗΣ ΤΗΡΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΤΗΣΙΩΝ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΑΔΕΙΩΝ, αρθ. 4 παρ. 3 του Α.Ν. 539/45 (ΦΕΚ 229 Α’), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθ. 6 του Ν. 3762/2009 (ΦΕΚ 75 Α’) και όπως αντικαταστάθηκε με την περ. 2 της υποπαρ. ΙΑ5 του Ν. 4254/14 (ΦΕΚ 85 Α’).
Νάζος Α. Αθανάσιος – Οικονομολόγος
MSc in Accounting and Auditing
Λογιστικό Γραφείο – Φαρδυκάμπου 2 – Γρεβενά
MSc in Accounting and Auditing
Λογιστικό Γραφείο – Φαρδυκάμπου 2 – Γρεβενά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου