Στα «σαγόνια» των τεκμηρίων: Φόρος 1.079 ευρώ σε εισόδημα 1.530! Η παγίδα της Εφορίας για χιλιάδες ανυποψίαστους φορολογούμενους
17:42, 27 Φεβρουαρίου 2019
Στα «σαγόνια» των τεκμηρίων έπεσε ασκούμενος δικηγόρος, καθώς αναγκάστηκε να πληρώσει φόρο εισοδήματος ύψους 1.079,60 ευρώ, όταν το ετήσιο εισόδημά του ήταν μόλις 1.530,05 ευρώ.
Η παγίδα των τεκμηρίων την οποία δεν απέφυγε, υπάρχει για όλους τους φορολογούμενους, οι οποίοι δεν καλύπτουν και δεν δικαιολογούν το ύψος των τεκμαρτών δαπανών με το οποίο βαρύνονται.
Ο συγκεκριμένος φορολογούμενος, μετά το σοκ που υπέστη, προσέφυγε στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, αλλά έχασε και καλείται τώρα να πληρώσει τον φόρο εισοδήματος, ο οποίος ανέρχεται στο 71% επί του εισοδήματος που απέκτησε!.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος φορολογούμενος, δεν είχε άλλο τεκμήριο ούτε αυτοκινήτου ούτε σκάφους, ούτε ακίνητο κ.λπ. παρά μόνο την ελάχιστη τεκμαρτή δαπάνη, την οποία δεν κάλυψε.
Το στοιχείο αυτό έχει ευρύτερη σημασία για όλους τους φορολογούμενους, οι οποίοι μπορεί να πέσουν μέσα στην ίδια παγίδα και στο πλαίσιο αυτό οφείλουν να προσέχουν ιδιαίτερα ενόψει της έναρξης υποβολής των φορολογικών δηλώσεων του 2019.
Η υπόθεση
Αναλυτικότερα, ο ασκούμενος δικηγόρος υπέβαλε εμπρόθεσμα τη φορολογική του το 2018, για τα εισοδήματα που απέκτησε το 2017, το ύψος των οποίων ήταν 1.530,05 ευρώ.
Η δήλωσή του εκκαθαρίστηκε και του καταλογίστηκε φόρος εισοδήματος ύψους 1.079,06 ευρώ(!) και φυσικά σοκαρίστηκε.
Τον Σεπτέμβριο του 2018 υπέβαλε ενδικοφανή προσφυγή στη ΔΕΔ, με την οποία ζητεί να ακυρωθεί το εκκαθαριστικό σημείωμα και να απαλλαγεί από κάθε φόρο εισοδήματος για το έτος 2017, ισχυριζόμενος ότι:
Η δραστηριότητα του ως δικηγόρος κατά το έτος 2017 είναι περιορισμένη έως και μηδενική λόγω της προετοιμασίας του για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών λειτουργών και
φιλοξενείται από τους γονείς του στην οικία τους στην Αττικής.
Ο χαρακτήρας του φορολογικού τεκμηρίου ως μαχητού είναι απαραίτητος όρος της συνταγματικότητας αυτού με βάση την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η επιβολή φόρου με συντελεστή 26% από το πρώτο ευρώ καθιστά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 2§1, 4§5, 5§1 και 25§1 του Συντάγματος και αντίκειται στην αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, στην αρχή της φορολογικής ισότητας και στην αρχή της διασφάλισης ενός ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών.
Η φορολόγηση του εισοδήματος του ως ελεύθερου επαγγελματία, δικηγόρου, με συντελεστή 26% για το σύνολο του (τεκμαρτού μάλιστα) εισοδήματός του (από το πρώτο ευρώ), ήτοι η κατάργηση κάθε ελάχιστου αφορολόγητου ορίου εισοδήματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη και την αρχή της αναλογικότητας.
Η επιβολή σε εκείνον φόρου εισοδήματος με την εφαρμογή τεκμηρίου διαβίωσης καθιστά παραβίαση του δικαιώματός του στην περιούσια κατά άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ε.Σ.Δ.Α..
Η ετυμηγορία της ΔΕΔ
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών απάντησε ότι ο φορολογούμενος που υπόκειται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων υποβάλλεται σε εναλλακτική ελάχιστη φορολογία όταν το τεκμαρτό εισόδημα του είναι υψηλότερο από το συνολικό εισόδημα του. Σε αυτή την περίπτωση στο φορολογητέο εισόδημα προστίθεται η διαφορά μεταξύ του τεκμαρτού και πραγματικού εισοδήματος και αυτή φορολογείται, ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα δηλαδή με 26% από το πρώτο ευρώ.
Εξηγεί, ότι το τεκμαρτό εισόδημα υπολογίζεται με βάση τις δαπάνες διαβίωσης του φορολογούμενου και των εξαρτώμενων μελών του. Η ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη του φορολογούμενου ορίζεται σε 3.000 ευρώ προκειμένου για τον άγαμο και σε 5.000 ευρώ για τους συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση, εφόσον δηλώνεται πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα.
Διευκρινίζει επίσης ότι το ετήσιο συνολικό ποσό της αντικειμενικής δαπάνης, μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από την πραγματική δαπάνη του φορολογουμένου και των εξαρτώμενων μελών που τον βαρύνουν, εφόσον αυτό αποδεικνύεται από τον υπόχρεο με βάση πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία.
Τέτοια περιστατικά συντρέχουν ιδίως στο πρόσωπο των υπόχρεων, οι οποίοι:
συγκατοικούν με συγγενείς πρώτου βαθμού και έχουν μειωμένες δαπάνες διαβίωσης, λόγω αποδεδειγμένης συμβολής στις δαπάνες αυτές των συγγενών τους με την προϋπόθεση ότι οι τελευταίοι αυτοί έχουν εισόδημα από εμφανείς πηγές,
προσκομίζουν στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι για λόγους ανώτερης βίας πραγματοποίησαν δαπάνη μικρότερη από την αντικειμενική.
Στις πιο πάνω α` και ε` περιπτώσεις, η διαφορά μεταξύ της αντικειμενικής δαπάνης και της πραγματικής δαπάνης λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής αντικειμενικής δαπάνης του γονέα ή του τέκνου που συμβάλλει στις δαπάνες διαβίωσης του υπόχρεου.
Αν πρόκειται για τους γονείς, η διαφορά αντικειμενικής δαπάνης καταλογίζεται σε εκείνον που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα. Για την επίμαχη περίπτωση η ΔΕΔ διευκρινίζει ότι με την εκκαθάριση της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, προσδιορίσθηκε για τον προσφεύγοντα συνολικό εισόδημα ποσού 1.530,05 ευρώ, προστιθέμενη διαφορά αντικειμενικών δαπανών ποσού 1.469,95 ευρώ και συνολικό φορολογητέο εισόδημα ποσού 3.000,00 ευρώ (η ελάχιστη αντικειμενική δαπάνη).
Επίσης παρατηρεί ότι:
Ο προσφεύγων κατά την υποβολή της δήλωσης δεν διατύπωσε την επιφύλαξη του υποβάλλοντας μαζί με την δήλωση του τα αναγκαία δικαιολογητικά για την απόδειξη των ισχυρισμών του για τη μείωση της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης.
Διαπιστώθηκε επίσης, ενώ ο προσφεύγων είχε δηλώσει ότι φιλοξενείται με τους γονείς του, εντούτοις από τη δήλωση των γονέων του, προέκυψε ότι εκείνοι δήλωσαν κύρια κατοικία σε άλλη περιοχή (επαρχία) και συνεπώς δεν μπορεί να του αναγνωριστεί η ιδιότητα του «φιλοξενούμενου».
Στο πλαίσιο όλων αυτών, φορολογήθηκε με βάση την ετήσια ατομική αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης, ύψους 3.000 ευρώ, και του καταλογίστηκε φόρος ύψους 1.079,60 ευρώ, παρά το γεγονός ότι το εισόδημά του ήταν μόλις 1.530,05 ευρώ.
17:42, 27 Φεβρουαρίου 2019
Στα «σαγόνια» των τεκμηρίων έπεσε ασκούμενος δικηγόρος, καθώς αναγκάστηκε να πληρώσει φόρο εισοδήματος ύψους 1.079,60 ευρώ, όταν το ετήσιο εισόδημά του ήταν μόλις 1.530,05 ευρώ.
Η παγίδα των τεκμηρίων την οποία δεν απέφυγε, υπάρχει για όλους τους φορολογούμενους, οι οποίοι δεν καλύπτουν και δεν δικαιολογούν το ύψος των τεκμαρτών δαπανών με το οποίο βαρύνονται.
Ο συγκεκριμένος φορολογούμενος, μετά το σοκ που υπέστη, προσέφυγε στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, αλλά έχασε και καλείται τώρα να πληρώσει τον φόρο εισοδήματος, ο οποίος ανέρχεται στο 71% επί του εισοδήματος που απέκτησε!.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος φορολογούμενος, δεν είχε άλλο τεκμήριο ούτε αυτοκινήτου ούτε σκάφους, ούτε ακίνητο κ.λπ. παρά μόνο την ελάχιστη τεκμαρτή δαπάνη, την οποία δεν κάλυψε.
Το στοιχείο αυτό έχει ευρύτερη σημασία για όλους τους φορολογούμενους, οι οποίοι μπορεί να πέσουν μέσα στην ίδια παγίδα και στο πλαίσιο αυτό οφείλουν να προσέχουν ιδιαίτερα ενόψει της έναρξης υποβολής των φορολογικών δηλώσεων του 2019.
Η υπόθεση
Αναλυτικότερα, ο ασκούμενος δικηγόρος υπέβαλε εμπρόθεσμα τη φορολογική του το 2018, για τα εισοδήματα που απέκτησε το 2017, το ύψος των οποίων ήταν 1.530,05 ευρώ.
Η δήλωσή του εκκαθαρίστηκε και του καταλογίστηκε φόρος εισοδήματος ύψους 1.079,06 ευρώ(!) και φυσικά σοκαρίστηκε.
Τον Σεπτέμβριο του 2018 υπέβαλε ενδικοφανή προσφυγή στη ΔΕΔ, με την οποία ζητεί να ακυρωθεί το εκκαθαριστικό σημείωμα και να απαλλαγεί από κάθε φόρο εισοδήματος για το έτος 2017, ισχυριζόμενος ότι:
Η δραστηριότητα του ως δικηγόρος κατά το έτος 2017 είναι περιορισμένη έως και μηδενική λόγω της προετοιμασίας του για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών λειτουργών και
φιλοξενείται από τους γονείς του στην οικία τους στην Αττικής.
Ο χαρακτήρας του φορολογικού τεκμηρίου ως μαχητού είναι απαραίτητος όρος της συνταγματικότητας αυτού με βάση την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η επιβολή φόρου με συντελεστή 26% από το πρώτο ευρώ καθιστά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 2§1, 4§5, 5§1 και 25§1 του Συντάγματος και αντίκειται στην αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, στην αρχή της φορολογικής ισότητας και στην αρχή της διασφάλισης ενός ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών.
Η φορολόγηση του εισοδήματος του ως ελεύθερου επαγγελματία, δικηγόρου, με συντελεστή 26% για το σύνολο του (τεκμαρτού μάλιστα) εισοδήματός του (από το πρώτο ευρώ), ήτοι η κατάργηση κάθε ελάχιστου αφορολόγητου ορίου εισοδήματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη και την αρχή της αναλογικότητας.
Η επιβολή σε εκείνον φόρου εισοδήματος με την εφαρμογή τεκμηρίου διαβίωσης καθιστά παραβίαση του δικαιώματός του στην περιούσια κατά άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ε.Σ.Δ.Α..
Η ετυμηγορία της ΔΕΔ
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών απάντησε ότι ο φορολογούμενος που υπόκειται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων υποβάλλεται σε εναλλακτική ελάχιστη φορολογία όταν το τεκμαρτό εισόδημα του είναι υψηλότερο από το συνολικό εισόδημα του. Σε αυτή την περίπτωση στο φορολογητέο εισόδημα προστίθεται η διαφορά μεταξύ του τεκμαρτού και πραγματικού εισοδήματος και αυτή φορολογείται, ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα δηλαδή με 26% από το πρώτο ευρώ.
Εξηγεί, ότι το τεκμαρτό εισόδημα υπολογίζεται με βάση τις δαπάνες διαβίωσης του φορολογούμενου και των εξαρτώμενων μελών του. Η ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη του φορολογούμενου ορίζεται σε 3.000 ευρώ προκειμένου για τον άγαμο και σε 5.000 ευρώ για τους συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση, εφόσον δηλώνεται πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα.
Διευκρινίζει επίσης ότι το ετήσιο συνολικό ποσό της αντικειμενικής δαπάνης, μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από την πραγματική δαπάνη του φορολογουμένου και των εξαρτώμενων μελών που τον βαρύνουν, εφόσον αυτό αποδεικνύεται από τον υπόχρεο με βάση πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία.
Τέτοια περιστατικά συντρέχουν ιδίως στο πρόσωπο των υπόχρεων, οι οποίοι:
συγκατοικούν με συγγενείς πρώτου βαθμού και έχουν μειωμένες δαπάνες διαβίωσης, λόγω αποδεδειγμένης συμβολής στις δαπάνες αυτές των συγγενών τους με την προϋπόθεση ότι οι τελευταίοι αυτοί έχουν εισόδημα από εμφανείς πηγές,
προσκομίζουν στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι για λόγους ανώτερης βίας πραγματοποίησαν δαπάνη μικρότερη από την αντικειμενική.
Στις πιο πάνω α` και ε` περιπτώσεις, η διαφορά μεταξύ της αντικειμενικής δαπάνης και της πραγματικής δαπάνης λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής αντικειμενικής δαπάνης του γονέα ή του τέκνου που συμβάλλει στις δαπάνες διαβίωσης του υπόχρεου.
Αν πρόκειται για τους γονείς, η διαφορά αντικειμενικής δαπάνης καταλογίζεται σε εκείνον που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα. Για την επίμαχη περίπτωση η ΔΕΔ διευκρινίζει ότι με την εκκαθάριση της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, προσδιορίσθηκε για τον προσφεύγοντα συνολικό εισόδημα ποσού 1.530,05 ευρώ, προστιθέμενη διαφορά αντικειμενικών δαπανών ποσού 1.469,95 ευρώ και συνολικό φορολογητέο εισόδημα ποσού 3.000,00 ευρώ (η ελάχιστη αντικειμενική δαπάνη).
Επίσης παρατηρεί ότι:
Ο προσφεύγων κατά την υποβολή της δήλωσης δεν διατύπωσε την επιφύλαξη του υποβάλλοντας μαζί με την δήλωση του τα αναγκαία δικαιολογητικά για την απόδειξη των ισχυρισμών του για τη μείωση της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης.
Διαπιστώθηκε επίσης, ενώ ο προσφεύγων είχε δηλώσει ότι φιλοξενείται με τους γονείς του, εντούτοις από τη δήλωση των γονέων του, προέκυψε ότι εκείνοι δήλωσαν κύρια κατοικία σε άλλη περιοχή (επαρχία) και συνεπώς δεν μπορεί να του αναγνωριστεί η ιδιότητα του «φιλοξενούμενου».
Στο πλαίσιο όλων αυτών, φορολογήθηκε με βάση την ετήσια ατομική αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης, ύψους 3.000 ευρώ, και του καταλογίστηκε φόρος ύψους 1.079,60 ευρώ, παρά το γεγονός ότι το εισόδημά του ήταν μόλις 1.530,05 ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου