Ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση προ της λήξεως αυτής, εάν ο μισθωτής αθετήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, κυρίως εάν ο τελευταίος περιέλθει σε υπερημερία ως προς την καταβολή του μισθώματος. Με την καταγγελία λύεται η χρηματοδοτική μίσθωση και ο εκμισθωτής δικαιούται να αναζητήσει το πράγμα από το μισθωτή είτε με διεκδικητική αγωγή (άρθρο 1094 ΑΚ) είτε με αγωγή αποβολής από τη νομή (άρθρα 984, 987 και 998 ΑΚ – αντιποίηση) είτε με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 733 – 734 ΚΕΙολΔ). Επίσης, μπορεί να αιτηθεί την έκδοση διαταγής πληρωμής.

του Δρ. Ευάγγελου Μαργαρίτη

Στους όρους της συμβάσεως περιλαμβάνεται συνήθως και η πρόβλεψη ότι σε περίπτωση έκτακτης καταγγελίας της συμβάσεως, λόγω π.χ. υπερημερίας του μισθωτή, όλα τα μισθώματα καθίστανται ληξιπρόθεσμα και απαιτητά ώστε να καλύπτεται το σύνολο των εξόδων και τα κέρδη της εταιρίας.

Τυχόν όρος στη σύμ­βαση χρηματοδοτικής μισθώσεως ότι σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως λόγω καθυστερήσεως περί την καταβολή ληξιπροθέσμων μισθωμάτων (ή λόγω παραβάσεως κάποιας άλλης σημαντικής συμβατικής υποχρεώσεως) ο εκμισθωτής δύναται να απαιτήσει επιπλέον, δηλαδή σωρευτικώς, εκτός από τα οφειλόμενα ληξιπρόθεσμα μισθώματα και την απόδοση – επιστροφή του πράγματος, και τα μελλοντικά μη εισέτι ληξιπρόθεσμα μισθώματα, είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτός και έγκυρος, κρίνεται όμως ως συνομολογηθείσα ποινική ρήτρα, η οποία, εάν τυγχάνει δυσαναλόγως μεγάλη υπόκειται σε μείωση από το Δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως του οφειλέτου, στο προσήκον μέτρο, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ (ΑΠ 1439/2012 ΕφΑΔ 2013, 136, ΑΠ 605/2010 ΕλλΔνη 52, 139, ΕφΑΘ 2324/2009 ΕλλΔνη 53, 1396, ΕφΑΘ 5636/2003 ΕλλΔνη 45, 265, ΕφΑΘ 4747/2002 ΕλλΔνη 44, 567), ενώ δεν αποκλείεται η εν λόγω αξίωση να κριθεί ως καταχρηστική, εάν ο οφειλέτης επικαλεσθεί και αποδείξει περιστατικά, στοιχειοθετούντα κατάχρηση δικαιώματος κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, στη διαμόρφωση της κρίσης του για το χαρακτήρα της ποινής ως δυσανάλογα μεγάλης και στη συνέχεια για το μέτρο που πρέπει να μειωθεί, λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά που συντρέχουν κατά περίπτωση, ιδίως δε το μέγεθος της ποινής, σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή, που έπληγησαν από την αθέτηση της συμβάσεως, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, το βαθμό του πταίσματος του και την ενδεχόμενη ωφέλεια του από την μη εκπλήρωση της παροχής (βλ. ΑΠ 201/2007 Νόμος) καθώς και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή και τα απώτερα ακόμη επιβλαβή γενικώς αποτελέσματα, τα οποία είχε γι` αυτόν η μη εκπλήρωσή η μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής, όχι δε απλώς τη μη επέλευση σ` αυτόν ζημίας ή το μέγεθος αυτής, αφού, κατά το άρθρο 405 ΑΚ η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανεστής δεν υπέστη ζημία.

Εκ τούτων προκύπτει, ότι ο ζητών τη μείωση της ποινής ως υπέρμετρης πρέπει να επικαλεσθεί στην αίτηση του ορισμένα περιστατικά, εξαιτίας των οποίων παρίσταται υπέρμετρη η ποινή, και, σε περίπτωση αμφισβητήσεώς τους, να αποδείξει αυτά, μη αρκούντος μόνο του περιστατικού, ότι η ζημία του δανειστή είναι μικρότερη της συμφωνημένης ποινής.

πηγή: lawspot.gr