Τρίτη 2 Απριλίου 2013

ΣτΕ 35/2013 Συνταγματική η ρύθμιση που προβλέπει ως μόνο λόγο αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης επί φορολογικών & τελωνειακών υποθέσεων την πρόδηλη βασιμότητα του ενδίκου μέσου


ΣτΕ 35/2013
Συνταγματική η ρύθμιση που προβλέπει ως μόνο λόγο αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης επί φορολογικών & τελωνειακών υποθέσεων την πρόδηλη βασιμότητα του ενδίκου μέσου

Κατά το άρθρο 74 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α' 151) οι  οριστικές αποφάσεις των πρωτοβάθμιων διοικητικών δικαστηρίων αποτελούν τίτλο βεβαιώσεως  του φόρου που προκύπτει βάσει αυτών, με αποτέλεσμα, επί απορρίψεως της προσφυγής του  φορολογουμένου, να είναι αμέσως καταβλητέο το σύνολο του φόρου.

Εξάλλου, όπως αναφέρεται  στην εισηγητική έκθεση του ν. 3900/2010, οι ρυθμίσεις που εισάγονται με το νόμο αυτόν, για τις  φορολογικές κυρίως και για τις τελωνειακές διαφορές, οι οποίες αποκλίνουν από τις γενικές  ρυθμίσεις που αφορούν τις λοιπές διαφορές που ρυθμίζει ο νόμος αυτός, μεταξύ των οποίων και η  ρύθμιση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 38 αυτού περί αποκλεισμού της πρόκλησης  αναπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης ως λόγου παροχής προσωρινής δικαστικής  προστασίας, ερείδονται, στην ανάγκη "αποθάρρυνσης της άσκησης ένδικων μέσων με μόνο σκοπό  την καθυστέρηση στην εκπλήρωση νόμιμων υποχρεώσεων, ιδίως εκείνων που αφορούν την  καταβολή φόρων" (σελ. 1), "με άξονα την οικονομία της δίκης και την αποφυγή παρελκύσεων και  άσκοπης παράτασης εκκρεμοτήτων, σε διαφορές που από τη φύση τους προσφέρονται ιδιαίτερα  σε τέτοιες καθυστερήσεις" (σελ. 6) και αποσκοπούν στον "συγκερασμό της ανάγκης άμβλυνσης  των δυσμενών για το Δημόσιο συνεπειών από τη διατήρηση επί μακρό χρονικό διάστημα  δικαστικών εκκρεμοτήτων στις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις, με το σεβασμό του  δικαιώματος του διοικούμενου για παροχή δικαστικής προστασίας" (σελ. 6) και στην προσαρμογή  "στις ιδιαιτερότητες των διαφορών αυτών της βασικής στάθμισης μεταξύ αποτελεσματικότητας  της δικαστικής προστασίας και προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος" (σελ. 8)».

Ενόψει των  ανωτέρω, η ρύθμιση του άρθρου 38 του ν. 3900/2010 που προβλέπει, προκειμένου περί  φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, ως λόγο αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης  δικαστικής απόφασης, μόνο την πρόδηλη βασιμότητα του ενδίκου μέσου, δεν παραβιάζει τα άρθρα  20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του  Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή αναφέρεται σε υποθέσεις για τις οποίες έχει  ήδη εξενεχθεί δικαστική κρίση με την πρωτόδικη απόφαση, η οποία συνιστά κατά το νόμο τίτλο  εισπράξεως του ποσού του φόρου, τέλους ή προστίμου που κρίθηκε δικαστικώς οφειλόμενο, το  γεγονός δε ότι έχει προηγηθεί δικαστική απόφαση για το κύριο αντικείμενο της διαφοράς επιτρέπει  τον περιορισμό της προσωρινής δικαστικής προστασίας σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκου μέσου,  ενόψει των ανωτέρω σκοπών που υπηρετεί η επίμαχη ρύθμιση και αναφέρονται στην  επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων του πολίτη (άρθρο 4  παρ. 5 του Συντάγματος).


ΣτΕ 35/2013


Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας                
(άρθρο 52 του π.δ/τος 18/1989, όπως ισχύει)
 Συνεδρίασε σε συμβούλιο στις 31 Οκτωβρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος,  Πρόεδρος, Νικ. Ρόζος, Μ. Καραμανώφ, Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι. Γραμματέας η Μ.  Παπασαράντη.

 Για να αποφασίσει σχετικά με την από 20 Ιουλίου 2011 αίτηση:

 της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «........», που εδρεύει στην Αθήνα (.......),

 κατά του Υπουργού Οικονομικών.

 Η πιο πάνω αίτηση συζητείται στην Επιτροπή Αναστολών της Ολομελείας μετά την 321/2011  απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2  του ν. 3900/2010, υποβλήθηκε προς το Συμβούλιο της Επικρατείας το προδικαστικό ερώτημα αν  η διάταξη του άρθρου 209Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που προστέθηκε με το άρθρο 38  του ν. 3900/2010, αντιβαίνει στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ.

 Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ' αριθμ.  18135/2010 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 Κατά τη συνεδρίαση της η Επιτροπή άκουσε τον εισηγητή, Σύμβουλο Γ. Τσιμέκα.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο


 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών,  ζητείται να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ' αριθμ. 18135/2010 οριστικής απόφασης του Τριμελούς  Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της αιτούσας κατά της  υπ' αριθμ. 109/2001 πράξης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς, με την οποία επιβλήθηκαν σε  βάρος της φόρος δωρεάς ύψους 81.959.433 δραχμών και πρόσθετος φόρος ύψους 34.422.962  δραχμών (ήτοι εν συνόλω 116.382.395 δρχ.). Κατά της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης η  αιτούσα έχει ασκήσει έφεση ενώπιον του ανωτέρω Διοικητικού Εφετείου.

 2. Επειδή, επί της αιτήσεως αναστολής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 321/2011 απόφαση του Διοικητικού  Εφετείου Αθηνών σε συμβούλιο, με την οποία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν.  3900/2010, υποβλήθηκε προς το Συμβούλιο της Επικρατείας το προδικαστικό ερώτημα αν η  διάταξη του άρθρου 209Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που προστέθηκε με το άρθρο 38  του ν. 3900/2010, αντιβαίνει στα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ.

3. Επειδή, κατόπιν αυτού, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την από 20.4.2012  πράξη του, εισήγαγε την κρινόμενη αίτηση στην Επιτροπή Αναστολών της Ολομελείας, σύμφωνα  με τις διατάξεις του άρθρου 52 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 (Α' 8), όπως το άρθρο αυτό  αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 του ν. 2721/1999 (Α’ 112) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 10  του ν. 3900/2010.

4. Επειδή, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α' 97) Κώδικας Διοικητικής  Δικονομίας περιλαμβάνει στο Κεφάλαιο Β' (άρθρα 206 - 209Α) του 16ου Τμήματος αυτού, ρυθμίσεις  σχετικά με την αναστολή εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων. Ειδικότερα, στο άρθρο 206 του εν  λόγω Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του ν. 3659/2008 (Α' 77) ορίζονται τα  εξής: «Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν συνεπάγεται κατά  νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου  που άσκησε το ένδικο μέσο, να ανασταλεί, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου,  εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της απόφασης   αυτής». Στο δε άρθρο 208 του ίδιου Κώδικα, όπως  αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ως άνω ν. 3659/2008, ορίζονται τα ακόλουθα:
«1. Η  αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης  απόφασης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε  περίπτωση ευδοκίμησης του ενδίκου μέσου. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί αν, κατά τη  στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος,  κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του  αιτούντος. 2. Αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο μέσο είναι προδήλως βάσιμο, μπορεί να δεχθεί  την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της  προσβαλλόμενης απόφασης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Η αίτηση  αναστολής μπορεί να απορριφθεί ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς  επανορθώσιμης βλάβης, αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο μέσο είναι προδήλως απαράδεκτο ή  προδήλως αβάσιμο. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη  απόφαση έχει ήδη εκτελεσθεί».

5. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 209Α του ως άνω Κώδικα, που προστέθηκε, μετά το άρθρο 209,  με το άρθρο 38 του ν. 3900/2010 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής  δίκης ...» (Α' 213) και ισχύει από 1.1.2011, σύμφωνα με το άρθρο 70 του τελευταίου αυτού νόμου,  ορίζονται τα εξής: «Ειδικώς στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, στις οποίες η  προθεσμία ή η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης  της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο, να  ανασταλεί με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση  της απόφασης αυτής, μόνο αν το ένδικο μέσο κρίνεται ως προδήλως βάσιμο. Η χορήγηση  αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ήδη εκτελεσθεί. Κατά  τα λοιπά ισχύουν όσα αναφέρονται στα άρθρα 206, 207 και 209 του παρόντος». Η ανωτέρω  ρύθμιση του άρθρου 209Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας συνδέεται με τη ρύθμιση του  άρθρου 22 του ν. 3900/2010, με την οποία προστέθηκε στο άρθρο 93 του εν λόγω Κώδικα περί  δικαιώματος άσκησης έφεσης, παράγραφος 3 ως εξής: «3. Προκειμένου για χρηματικού  αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι  την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό 50% του  οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού, ή τέλους εν γένει,  εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209Α. Το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται  από την αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή, η οποία συντάσσει ατελώς, μετά από αίτηση του  εκκαλούντος, ειδικό σημείωμα, με το οποίο βεβαιώνεται και η καταβολή του».

6. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «καθένας έχει δικαίωμα  στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις  του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι  ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται να εξασφαλίζει στους πολίτες την δυνατότητα έννομης  προστασίας από τα δικαστήρια, η προστασία δε αυτή, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, δεν  αφορά μόνο την οριστική επίλυση της ένδικης διαφοράς, δηλαδή την έκδοση οριστικής  αποφάσεως επί του κυρίου ενδίκου βοηθήματος, αλλά περιλαμβάνει και την προσωρινή δικαστική  προστασία. Κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως επιτρέπεται μεν στον κοινό νομοθέτη η θέσπιση  προϋποθέσεων για την παροχή της εν λόγω προστασίας από τα δικαστήρια, οι προϋποθέσεις όμως  αυτές πρέπει, για να είναι σύμφωνες με την ως άνω συνταγματική διάταξη, αφ' ενός μεν να  συνάπτονται και να είναι ανάλογες με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη  αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, αφ' ετέρου δε να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα,  πέραν των οποίων θα συνεπήγοντο την κατάλυση του, κατά την εν λόγω διάταξη, δικαιώματος  δικαστικής προστασίας. Εξ άλλου, η συνταγματική αυτή διάταξη δεν κατοχυρώνει μεν την ύπαρξη  και δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, όμως, όταν αυτή προβλέπεται νομοθετικώς, διέπει και την  άσκηση ενδίκου μέσου ενώπιον δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (Σ.τ.Ε. Ολομ. 1619/2012,  ΣτΕ 3470/2007, ΣτΕ 647/2004 κ.ά.).

7. Επειδή, τέλος, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και  των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 53/1974  (Α' 256), ορίζει στο άρθρο 6 παρ. 1, μεταξύ άλλων, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η  υπόθεση του δικασθεί δίκαια από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει  επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του «αστικής φύσεως» και στο άρθρο 13 ότι κάθε  πρόσωπο, του οποίου παραβιάσθηκαν τα αναγνωριζόμενα στη Σύμβαση δικαιώματα και  ελευθερίες, έχει δικαίωμα «πραγματικής» (αποτελεσματικής) προσφυγής (effective remedy)  ενώπιον εθνικής αρχής, με τις διατάξεις δε αυτές κατοχυρώνεται και το δικαίωμα παροχής  προσωρινής έννομης προστασίας.

 8. Επειδή, κατ' άρθρο 74 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α' 151) οι  οριστικές αποφάσεις των πρωτοβάθμιων διοικητικών δικαστηρίων αποτελούν τίτλο βεβαιώσεως  του φόρου που προκύπτει βάσει αυτών, με αποτέλεσμα, επί απορρίψεως της προσφυγής του  φορολογουμένου, να είναι αμέσως καταβλητέο το σύνολο του φόρου. Εξάλλου, όπως αναφέρεται  στην εισηγητική έκθεση του ν. 3900/2010, οι ρυθμίσεις που εισάγονται με το νόμο αυτόν, για τις  φορολογικές κυρίως και για τις τελωνειακές διαφορές, οι οποίες αποκλίνουν από τις γενικές  ρυθμίσεις που αφορούν τις λοιπές διαφορές που ρυθμίζει ο νόμος αυτός, μεταξύ των οποίων και η  ρύθμιση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 38 αυτού περί αποκλεισμού της πρόκλησης  αναπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης ως λόγου παροχής προσωρινής δικαστικής  προστασίας, ερείδονται, στην ανάγκη "αποθάρρυνσης της άσκησης ένδικων μέσων με μόνο σκοπό  την καθυστέρηση στην εκπλήρωση νόμιμων υποχρεώσεων, ιδίως εκείνων που αφορούν την  καταβολή φόρων" (σελ. 1), "με άξονα την οικονομία της δίκης και την αποφυγή παρελκύσεων και  άσκοπης παράτασης εκκρεμοτήτων, σε διαφορές που από τη φύση τους προσφέρονται ιδιαίτερα  σε τέτοιες καθυστερήσεις" (σελ. 6) και αποσκοπούν στον "συγκερασμό της ανάγκης άμβλυνσης  των δυσμενών για το Δημόσιο συνεπειών από τη διατήρηση επί μακρό χρονικό διάστημα  δικαστικών εκκρεμοτήτων στις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις, με το σεβασμό του  δικαιώματος του διοικούμενου για παροχή δικαστικής προστασίας" (σελ. 6) και στην προσαρμογή  "στις ιδιαιτερότητες των διαφορών αυτών της βασικής στάθμισης μεταξύ αποτελεσματικότητας  της δικαστικής προστασίας και προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος" (σελ. 8)». Ενόψει των  ανωτέρω, η ρύθμιση του άρθρου 38 του ν. 3900/2010 που προβλέπει, προκειμένου περί  φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, ως λόγο αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης  δικαστικής απόφασης, μόνο την πρόδηλη βασιμότητα του ενδίκου μέσου, δεν παραβιάζει τα άρθρα  20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του  Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή αναφέρεται σε υποθέσεις για τις οποίες έχει  ήδη εξενεχθεί δικαστική κρίση με την πρωτόδικη απόφαση, η οποία συνιστά κατά το νόμο τίτλο  εισπράξεως του ποσού του φόρου, τέλους ή προστίμου που κρίθηκε δικαστικώς οφειλόμενο, το  γεγονός δε ότι έχει προηγηθεί δικαστική απόφαση για το κύριο αντικείμενο της διαφοράς επιτρέπει  τον περιορισμό της προσωρινής δικαστικής προστασίας σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκου μέσου,  ενόψει των ανωτέρω σκοπών που υπηρετεί η επίμαχη ρύθμιση και αναφέρονται στην  επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων του πολίτη (άρθρο 4  παρ. 5 του Συντάγματος). Ο περιορισμός αυτός, ο οποίος συνίσταται στη μη πρόβλεψη ως λόγου  αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πρωτόδικης δικαστικής απόφασης και της  ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης που επέρχεται τυχόν από αυτήν, δεν  εξικνείται, πάντως, έως του σημείου πλήρους κατάλυσης του δικαιώματος χορήγησης προσωρινής  δικαστικής προστασίας και, επομένως, είναι συνταγματικά ανεκτός, δεδομένου μάλιστα και ότι η  πρόδηλη βασιμότητα του ασκηθέντος ενδίκου μέσου, που θεσπίζεται ως λόγος αναστολής,  σχετίζεται ευθέως με το αντικείμενο της δίκης. Κατόπιν αυτών, η επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται  ως μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους από τον νόμο σκοπούς δημοσίου  συμφέροντος, οι δε ισχυρισμοί της αιτούσας περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας και  των ανωτέρω συνταγματικής και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων, είναι αβάσιμοι και  απορριπτέοι (πρβλ. 1619/2012 Ολομ.).

9. Επειδή, μετά την κατά τ' ανωτέρω επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας των  διατάξεων του άρθρου 209Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η κρινόμενη αίτηση αναστολής  πρέπει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40  παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α' 51), να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση στο Διοικητικό Εφετείο  Αθηνών.

 Διά ταύτα
 Επιλύει το ως άνω ζήτημα, κατά το σκεπτικό.
 Παραπέμπει την κρινόμενη αίτηση αναστολής στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κατά το σκεπτικό.
 Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2012 και εκδόθηκε στις 5  Φεβρουαρίου 2013.
 Ο Πρόεδρος                                               Η Γραμματέας
 Κ. Μενουδάκος                                         Μ. Παπασαράντη

Δεν υπάρχουν σχόλια: