Κίνητρο προς τις τράπεζες για να χρηματοδοτήσουν μέσω του δεύτερου γύρου του Ταμείου Εγγυοδοσίας τις πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με βάση τον τζίρο και όχι τον αριθμό των εργαζομένων, όπως συνέβη στον πρώτο κύκλο, δίνει το ελληνικό δημόσιο, καλύπτοντας με υψηλότερο ποσοστό εγγύησης τη συγκεκριμένη κατηγορία του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων.

της Αναστασίας Παπαϊωάννου

Το ίδιο ισχύει και για την πρόσθετη χρηματοδότηση, ύψους 600 εκατ. ευρώ, που δίνεται μέσα από τον δεύτερο γύρο του ΤΕΠΙΧ ΙΙ, όπου το 70%-80% των επιπλέον πόρων κατευθύνονται στις μικρές επιχειρήσεις.

Για τις τράπεζες, η προθεσμία υποβολής ενδιαφέροντος για το Ταμείο Εγγυοδοσίας λήγει στις 12 Οκτωβρίου.

Η αλλαγή πλεύσης υπαγορεύθηκε από την ανάγκη να στηριχθούν πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις με τζίρο έως 100.000 ευρώ, οι οποίες δεν επιλέχθηκαν στον πρώτο γύρο, όπου ο προσδιορισμός του μεγέθους έγινε σε αυτή την κατηγορία με βάση των αριθμό των εργαζόμενων που απασχολεί μια επιχείρηση και όχι με βάση τον ετήσιο τζίρο.

Επίσης, μολονότι ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε ότι οι επιχειρήσεις που έλαβαν χρηματοδότηση από το ΤΕΠΙΧ ΙΙ (σ.σ. τον πρώτο γύρο) και από το Ταμείο Εγγυοδοσίας (σ.σ. τον πρώτο γύρο) δεν θα είχαν τη δυνατότητα να χρηματοδοτηθούν εκ νέου και στους επόμενους γύρους (σε μια προσπάθεια να μη χρηματοδοτούνται συνεχώς οι ίδιες επιχειρήσεις), το πλάνο άλλαξε και τα προγράμματα είναι ανοικτά για όλους.

Αγεφύρωτο χάσμα

Είναι ενδεικτικό ότι από τη χρηματοδότηση του ΤΕΠΙΧ ΙΙ και του πρώτου γύρου του Ταμείου Εγγυοδοσίας δόθηκαν 15.500 δάνεια, εκ των οποίων οι 14.500 διοχετεύθηκαν σε μικρές επιχειρήσεις με βάση το μέγεθος των εργαζομένων, δηλαδή απασχολούν έως 50 υπαλλήλους, αλλά παράλληλα έχουν υψηλό τζίρο. Το μέσο δάνειο που πήραν οι εν λόγω επιχειρήσεις, μάλιστα, ανέρχεται σε 250.000 ευρώ.

Ωστόσο πρόκειται, σύμφωνα με πηγές, για ισχυρές ως προς τον ετήσιο τζίρο εταιρείες -παρότι με προσωπικό ως 50 εργαζόμενους χαρακτηρίζονται «μικρές». Αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί έμφραγμα σε δεκάδες χιλιάδες άλλες πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δέχονται ισχυρό πλήγμα από την πανδημία και δεν μπόρεσαν να χρηματοδοτηθούν από τους πρώτους γύρους των δύο προγραμμάτων.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο αθροιστικός τζίρος των επιχειρήσεων που χρηματοδοτήθηκαν στους πρώτους γύρους του ΤΕΠΙΧ ΙΙ και του Ταμείου Εγγυοδοσίας διαμορφώνεται στα 110 δισ. ευρώ, δηλαδή αντιστοιχεί περίπου στο 60% του ΑΕΠ του 2019. Στον αντίποδα, τα δάνεια που πήραν οι επιχειρήσεις (μικρές, πολύ μικρές κ.λπ.) με ετήσιο τζίρο έως 100.000 ευρώ από τους πρώτους γύρους των δύο προγραμμάτων (ΤΕΠΙΧ ΙΙ και Ταμείο Εγγυοδοσίας) αντιστοιχούν σε μόλις 2.350 εγκρίσεις χρηματοδότησης, συνολικής αξίας μόλις 100 εκατ. ευρώ (μέσω δάνειο περίπου 42 χιλιάδες ευρώ).

Ταμείο Εγγυοδοσίας

Το δημόσιο εγγυάται το 80% του δανείου που χρηματοδοτείται μέσα από τις εγγυήσεις του Ταμείου Εγγυοδοσίας. Συνολικά οι κρατικές εγγυήσεις ανέρχονται στο συγκεκριμένο πρόγραμμα στα 2 δισ. ευρώ και παράγουν τραπεζικά δάνεια περίπου 7 δισ. ευρώ. Το ποσό του αρχικού κεφαλαίου του Δανείου δεν υπερβαίνει το ένα από τα παρακάτω, όποιο είναι μεγαλύτερο:

  1. Το διπλάσιο του ετήσιου μισθολογικού κόστους της Επιχείρησης για το 2019. (Στην περίπτωση Επιχειρήσεων που δημιουργήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2019, το ανώτατο δάνειο δεν πρέπει να υπερβαίνει το κατ’ εκτίμηση ετήσιο μισθολογικό κόστος για τα δύο πρώτα έτη λειτουργίας του) ή
  2. Το 25% του συνολικού κύκλου εργασιών της Επιχείρησης κατά το έτος 2019 ή
  3. Μετά από τεκμηρίωση και βάσει αιτιολόγησης και σχεδίου που καθορίζει τις ανάγκες ρευστότητας του δικαιούχου, το ποσό του δανείου μπορεί να αυξηθεί πέραν των ανωτέρω ορίων για να καλυφθούν οι ανάγκες ρευστότητας από την ημερομηνία χορήγησης του δανείου και για τους επόμενους 18 μήνες για τη Μικρομεσαία Επιχείρηση και τον αυτοαπασχολούμενο και για τους επόμενους 12 μήνες για Μεγάλη επιχείρηση.

Το ΤΕΠΙΧ ΙΙ

Το πρόγραμμα παρέχει δάνεια κεφαλαίου κίνησης, με 100% επιδοτούμενο επιτόκιο για δύο χρόνια, για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων που έχουν υποστεί αναστολή ή περιορισμό της λειτουργίας τους λόγω των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας Covid-19. Ως αποτέλεσμα της πλήρους επιδότησης επιτοκίου για δύο χρόνια, η επιχείρηση καταβάλλει μόνο το κεφάλαιο για 2 χρόνια ενώ για την υπόλοιπη διάρκεια του δανείου επιδοτείται το 40% του επιτοκίου.

Με τη λήξη των δύο ετών, οι τόκοι καταβάλλονται από την επιχείρηση και το επιτόκιο καθορίζεται από την τράπεζα σύμφωνα με την ισχύουσα πολιτική της και τους γενικούς όρους της δράσης.

πηγή: euro2day