Aρειος Πάγος 18/2013
Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως
Περίληψη
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της συμβάσεως εργασίας. Χαρακτηριστικό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως.
Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της συμβάσεως, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό, που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει, ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση (Ολ.ΑΠ 18/2006). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), "είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον ... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου".
Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως.
ΑΠ 18/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής" (ΕΠΙΨΥ), που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Σταθόπουλο.
Της αναιρεσίβλητης: Β. Π. του Ν., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Γαβαλά με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-6-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1084/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5633/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 9-2-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Βαρβάρα Κριτσωτάκη διάβασε την από 20-11-2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της συμβάσεως εργασίας. Χαρακτηριστικό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως.
Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της συμβάσεως, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό, που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει, ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση (Ολ.ΑΠ 18/2006). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), "είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον ... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου".
Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως.
Τέλος στο άρθρο 3 του Π.Δ. 180/2004 με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 του Π.Δ. 81/2003 ορίζονται τα εξής: "1. Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως: Αν δικαιολογείται από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του εργοδότη ή της επιχείρησης, ή από ειδικούς λόγους ή ανάγκες, εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από την οικεία σύμβαση, όπως η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, η εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η προσωρινή σώρευση εργασίας, ή η ορισμένη διάρκεια βρίσκεται σε συνάρτηση με εκπαίδευση ή κατάρτιση, ή γίνεται με σκοπό τη διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση ή γίνεται για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδέεται με συγκεκριμένο γεγονός ή αναφέρεται στον τομέα των επιχειρήσεων αεροπορικών μεταφορών και των επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών αεροδρομίου εδάφους και πτήσης. 2. Σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν την ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας πρέπει να αναφέρονται στη σχετική συμφωνία των μερών, η οποία συνάπτεται εγγράφως, ή να προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Αντίγραφο της συμφωνίας αυτής πρέπει να παραδίδεται στον εργαζόμενο αμελλητί μετά την έναρξη της προσφοράς της εργασίας του. Ο έγγραφος τύπος της ανωτέρω συμφωνίας δεν είναι απαραίτητος, όταν η ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας έχει εντελώς ευκαιριακό χαρακτήρα και δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δέκα (10) εργάσιμων ημερών. 3. Σε περίπτωση μη συνδρομής αντικειμενικού λόγου, όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος και εφόσον η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου υπερβαίνει συνολικά τα τρία (3) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Αν στο χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών ο αριθμός των ανανεώσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Το βάρος της ανταπόδειξης σε κάθε περίπτωση φέρει ο εργοδότης. 4. "Διαδοχικές" θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα πέντε (45) ημερών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι μη εργάσιμες ημέρες. Προκειμένου περί ομίλου επιχειρήσεων για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου στην έννοια του όρου "ίδιου εργοδότη" περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις του ομίλου. 5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε συμβάσεις ή ανανεώσεις συμβάσεων ή σχέσεις εργασίας που συνάπτονται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος διατάγματος".
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής: Η αναιρεσίβλητη προσελήφθη στις 1.7.1994 από το αναιρεσείον Ν.Π.Ι.Δ., με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ως γραμματέας για το χρονικό διάστημα από 1.7.1994 έως 31.10.1994, αντί μηνιαίων αποδοχών 118.525 δραχμών. Έκτοτε, καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων οι ακόλουθες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. 1. η από 1.11.1994 με διάρκεια από 1.11.1994 έως 30.4.1995, 2. η από 1.2.1995 με διάρκεια από 1.5.1995 έως 31.7.1995, 3. η από 1.8.1995 με διάρκεια από 1.8.1995 έως 31.1.1996, 4. η από 2.2.1996 με διάρκεια από 1.2.1996 έως 31.7.1996, 5. η από 2.7.1996 με διάρκεια από 1.8.1996 έως 31.12.1996, 6. η από 24.1.1997 με διάρκεια από 1.1.1997 έως 31.12.1997. Με την από 30.12.1997 επιστολή του, προς την αναιρεσίβλητη, το αναιρεσείον της ανακοίνωσε, ότι η τελευταία σύμβαση που θα έληγε στις 31.12.1997 παρατείνεται για 2 ακόμη μήνες, από 1.1.1998 έως 28.2.1998, με μηνιαίες αποδοχές 198.000 δραχμές μικτά. Εν συνεχεία καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, οι ακόλουθες συμβάσεις, επίσης ορισμένου χρόνου: α) η από 27.4.1998 με διάρκεια από 1.3.1998 έως 31.12.1998, β) η από 27.1.1999 με διάρκεια από 4.1.1999 έως 31.12.1999, γ) η από 17.1.2000 με διάρκεια από 1.1.2000 έως 31.12.2000, δ) η από 3.4.2001 με διάρκεια από 1.1.2001 έως 31.12.2001, ε) η από 5.5.2002 με διάρκεια από 1.1.2002 έως 31.12.2003, στ) η από 28.1.2004 με διάρκεια από 1.1.2004 έως 31.3.2004, ζ) η από 1.4.2004 με διάρκεια από 1.4.2004 έως 31.12.2004, η) η από 18.1.2005 με διάρκεια από 1.1.2005 έως 31.12.2005, θ) η από 13.2.2006 με διάρκεια από 1.1.2006 έως 31.12.2006, ι) η από 1.2.2007 με διάρκεια από 1.1.2007 έως 31.12.2007. Με την από 29.12.2007 συστημένη επιστολή του, προς την αναιρεσίβλητη, η οποία παρελήφθη από αυτήν στις 2.1.2008, το αναιρεσείον της ανακοίνωσε ότι η τελευταία μεταξύ τους σύμβαση, που έληγε στις 31.12.2007 δεν πρόκειται να ανανεωθεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι η αναιρεσίβλητη κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος ΝΠΙΔ, παρέχουσα την εργασία της σ' αυτό συνεχώς επί 13,5 έτη, ως γραμματέας ανεξάρτητα από το πρόγραμμα αυτού, στο οποίο κάθε φορά απασχολείτο. Ειδικότερα, τα 13,5 έτη της εργασίας της στο αναιρεσείον, απασχολήθηκε στα ακόλουθα προγράμματά του: α) πρόγραμμα ΗΟΡΙΖΟΝ ΙΙ Δήμου Αγίου Δημητρίου, β) πρόγραμμα του Δήμου Αθηναίων, γ) πρόγραμμα "ΘΗΣΕΑΣ" του Δήμου Καλλιθέας, δ) πρόγραμμα "Ψυχιατρική Νοσηρότητα", ε) πρόγραμμα "Παρατηρητήριο Ναρκωτικών" και στ) πρόγραμμα "ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ". Η τελευταία από 1.2.2007, μεταξύ των διαδίκων, σύμβαση εργασίας καταρτίστηκε μετά τη θέση σε ισχύ του Π.Δ. 180/2004, υπαγομένης της ένδικης διαφοράς στις ρυθμίσεις του. Με τα άνω δεδομένα το Δικαστήριο κρίνει, ότι η έννομη σχέση, που συνέδεε την αναιρεσίβλητη με το αναιρεσείον, ήταν αυτή της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και η προαναφερθείσα από 29.12.2007 επιστολή της Διοίκησης του τελευταίου ισοδυναμεί με καταγγελία αυτής της σύμβασης αορίστου χρόνου, με αποτέλεσμα η αναιρεσίβλητη να δικαιούται τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, η οποία, βάσει των ετών εργασίας της στο εναγόμενο (13 έτη συμπληρωμένα) και των μηνιαίων αποδοχών της, ύψους 1.467,34 ευρώ, ανέρχεται σε 15.407 ευρώ. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κρίνοντας επί εφέσεως που είχε ασκήσει η αναιρεσίβλητη κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη, αφού εξαφάνισε την απόφαση αυτή έκρινε ως νόμιμη και κατ' ουσίαν βάσιμη την αγωγή και επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη το παραπάνω ποσό ως αποζημίωση απολύσεως. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά ερμήνευσε τις ως άνω διατάξεις, περιέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, αφού με βάση τα παραπάνω που ανελέγκτως δέχτηκε, ότι δηλαδή η αναιρεσίβλητη παρείχε τις υπηρεσίες της συνεχώς επί 13,5 έτη στο αναιρεσείον καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού ανεξάρτητα από το εκάστοτε ερευνητικό πρόγραμμα, ορθώς έκρινε ότι η ένδικη σύμβαση εργασίας φέρει το χαρακτήρα αυτής της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Επομένως, οι, πρώτος και δεύτερος, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Επειδή, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο, είτε έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είτε δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, νοούνται δε ως "πράγματα" οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης εφόσον είχαν προταθεί παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επαναφέρθηκαν νομίμως στο Εφετείο με λόγο έφεσης. Με βάση τα παραπάνω δεν ιδρύει τον λόγο αυτόν αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισμό εκπρόθεσμο, αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή, ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισμό, δηλαδή σε ισχυρισμό που δεν καταλήγει στην επίκληση έννομης συνέπειας και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε στα πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη μορφή λόγου έφεσης, ούτε στα νομικά επιχειρήματά τους που σε αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι μιας έννομης συνέπειας, αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουόμενου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου.
Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι η σύμβαση εργασίας της αναιρεσίβλητης ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου γιατί δεν έλαβε υπόψη τους επαναφέρθεντες νομίμως από το αναιρεσείον με τις προτάσεις του ενώπιόν του ισχυρισμούς, που είχε προτείνει πρωτοδίκως, σύμφωνα με τους οποίους το ίδιο (αναιρεσείον) ως Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο απασχολείται αποκλειστικά με χρηματοδοτούμενα προγράμματα, οι εργαζόμενοι δε σ' αυτά, όπως η αναιρεσίβλητη, προσλαμβάνονται ως έκτακτοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναρτώνται ως εκ τούτου με την ύπαρξη του προγράμματος και λήγουν με τη λήξη αυτού σύμφωνα με το άρθρο 5 του ΠΔ 81/2003. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος αφού τα ως άνω περιστατικά δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως.
Επειδή, από τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη απόδειξης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρέωσης του δικαστηρίου της ουσίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' του Κ.Πολ.Δ. λόγο αναίρεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως από την ως άνω διάταξη προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο κατέληξε στο πιο πάνω αποδεικτικό πόρισμα γιατί δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα τα οποία το αναιρεσείον προσκόμισε και επικαλέστηκε νομίμως. Ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη: (α) Το με αριθμό πρωτοκόλλου ΓΕΟ 2-16/3/94 έγγραφο του Γραφείου για το πρόβλημα της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με θέμα "Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Ναρκωτικά". (β) Το με αριθμό πρωτοκόλλου ΓΕΟ οικ. 51/29.1.1998 έγγραφο του Γραφείου για το πρόβλημα της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας "Περί λειτουργίας Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα ναρκωτικά και την τοξικομανία. (γ) Το Φ.Ε.Κ. Β' 291/24.3.1998, όπου, υπό στοιχείο (8), δημοσιεύτηκε η πιο πάνω κοινή υπουργική απόφαση. (δ) Το με αριθμό πρωτοκόλλου ΥSγ/94/Οικ/ 27.3.2001 έγγραφο του Γ' Τμήματος της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, με την απόφαση της Υφυπουργού Υγείας και Πρόνοιας για την "Ανανέωση ανάθεσης λειτουργίας του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία (Ε.Κ.ΤΕ.Π.Ν.) στο ΕΠΙΨΥ για τα έτη 2001 - 2003". (ε) Το με αριθμό πρωτοκόλλου Δ.ΥΓ6/Γ.Π. οικ.1Ο3483/21.10.2003 έγγραφο του Τμήματος Εξαρτησιογόνων Ουσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, με την απόφαση της Υφυπουργού Υγείας και Πρόνοιας για την "Ανανέωση ανάθεσης λειτουργίας του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία (Ε.Κ.ΤΕ.Π.Ν.) στο Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ.) για τα έτη 2004 - 2006". (στ) Το με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΥΓ6/88800 έγγραφο του Αυτοτελούς Τμήματος Εξαρτησιογόνων Ουσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την απόφαση του Υφυπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για την "Ανανέωση ανάθεσης λειτουργίας του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ.) για τα έτη 2007 - 2009". (ζ) Η από 4.2.2004 συμφωνία μεταξύ του Οργανισμού κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) και του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ), για την τριετία 2001 - 2003. (η) Η από 28.3.2001 συμφωνία μεταξύ του Οργανισμού κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) και του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ), για την τριετία 2004 -2006. (θ) Η από 31.8.2007 συμφωνία μεταξύ του Οργανισμού κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) και του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ), για την τριετία 2007 - 2009. (ι) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 2443/ 13.6.2006 έγγραφο του υπεύθυνου λογιστηρίου του ΕΠΙΨΥ προς το Γενικό Διευθυντή του ΟΚΑΝΑ. (ια) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 3251/30.8.2006 έγγραφο του υπεύθυνου λογιστηρίου του ΕΠΙΨΥ προς τον Πρόεδρο του ΟΚΑΝΑ. (ιβ) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 34/5.1.2007 έγγραφο του Αναπληρωτή Διευθυντή του ΕΠΙΨΥ προς το Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Υγείας. (ιγ) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 35/5.1.2007 έγγραφο του Αναπληρωτή Διευθυντή του ΕΠΙΨΥ προς την υπεύθυνη του Γραφείου Ναρκωτικών της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. (ιδ) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 1038/l3.3.2007 έγγραφο του Αναπληρωτή Διευθυντή του ΕΠΙΨΥ προς τη Γενική Διευθύντρια της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. (ιε) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 2078/ 13.6.2007 έγγραφο του Αναπληρωτή Διευθυντή του ΕΠΙΨΥ προς τον Πρόεδρο του ΟΚΑΝΑ. (ιστ) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 256/18.1.2008 έγγραφο του Προέδρου και των μελών του Δ.Σ. του ΕΠΙΨΥ προς τον Πρόεδρο του ΟΚΑΝΑ. (ιζ) Το από 26.5.1999 χρηματικό ένταλμα του ΕΠΙΨΥ, για πληρωμή ποσού 3.332.703 δραχμών για τις αποδοχές του προσωπικού του επίμαχου προγράμματος για το Μάιο του έτους 1999 και επισυναπτόμενα σε αυτό το από 26.5.1999 αντίγραφο δελτίου ανάληψης από το ... λογαριασμό της Γενικής Τράπεζας, η από 26.5.1999 εξουσιοδότηση σε υπάλληλο του ΕΠΙΨΥ να προβεί στην πιο πάνω μεταφορά και η συνημμένη σε αυτήν κατάστασή του προς πληρωμή προσωπικού και η από 27.5.1999 απόδειξη πληρωμής της αντιδίκου για το Μάιο του έτους 1999. (ιη) Το από 30.9.2004 χρηματικό ένταλμα του ΕΠΙΨΥ, για πληρωμή ποσού 21.656,62 ευρώ για τις αποδοχές του προσωπικού του επίμαχου προγράμματος για το Σεπτέμβριο του έτους 2004 και επισυναπτόμενα σε αυτό η από 30.9.2004 εξουσιοδότηση για μεταφορά του πιο πάνω ποσού από το ... λογαριασμό της Γενικής Τράπεζας και η συνημμένη σε αυτήν κατάστασή του προς πληρωμή προσωπικού, το από 30.9.2004 αντίγραφο δελτίου κατάθεσης ποσού 1.303,69 ευρώ σε λογαριασμό της αντιδίκου στη Γενική Τράπεζα και η από 30.9.2004 αντίστοιχη απόδειξη πληρωμής της αντιδίκου για το Σεπτέμβριο του έτους 2004. Όμως, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο για τη θεμελίωση του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη όλα τα νομίμως προσκομισθέντα και επικληθέντα από τους διαδίκους έγγραφα μεταξύ των οποίων και δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι λήφθηκαν υπόψη και τα παραπάνω. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο ως άνω λόγος αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-2-2012 αίτηση του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία "Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ.)" για αναίρεση της 5633/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. ΚαιΚαταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2012. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως
Περίληψη
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της συμβάσεως εργασίας. Χαρακτηριστικό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως.
Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της συμβάσεως, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό, που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει, ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση (Ολ.ΑΠ 18/2006). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), "είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον ... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου".
Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως.
ΑΠ 18/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής" (ΕΠΙΨΥ), που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Σταθόπουλο.
Της αναιρεσίβλητης: Β. Π. του Ν., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Γαβαλά με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-6-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1084/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5633/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 9-2-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Βαρβάρα Κριτσωτάκη διάβασε την από 20-11-2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της συμβάσεως εργασίας. Χαρακτηριστικό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως.
Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της συμβάσεως, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό, που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει, ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση (Ολ.ΑΠ 18/2006). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), "είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον ... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου".
Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως.
Τέλος στο άρθρο 3 του Π.Δ. 180/2004 με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 του Π.Δ. 81/2003 ορίζονται τα εξής: "1. Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως: Αν δικαιολογείται από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του εργοδότη ή της επιχείρησης, ή από ειδικούς λόγους ή ανάγκες, εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από την οικεία σύμβαση, όπως η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, η εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η προσωρινή σώρευση εργασίας, ή η ορισμένη διάρκεια βρίσκεται σε συνάρτηση με εκπαίδευση ή κατάρτιση, ή γίνεται με σκοπό τη διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση ή γίνεται για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδέεται με συγκεκριμένο γεγονός ή αναφέρεται στον τομέα των επιχειρήσεων αεροπορικών μεταφορών και των επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών αεροδρομίου εδάφους και πτήσης. 2. Σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν την ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας πρέπει να αναφέρονται στη σχετική συμφωνία των μερών, η οποία συνάπτεται εγγράφως, ή να προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Αντίγραφο της συμφωνίας αυτής πρέπει να παραδίδεται στον εργαζόμενο αμελλητί μετά την έναρξη της προσφοράς της εργασίας του. Ο έγγραφος τύπος της ανωτέρω συμφωνίας δεν είναι απαραίτητος, όταν η ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας έχει εντελώς ευκαιριακό χαρακτήρα και δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δέκα (10) εργάσιμων ημερών. 3. Σε περίπτωση μη συνδρομής αντικειμενικού λόγου, όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος και εφόσον η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου υπερβαίνει συνολικά τα τρία (3) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Αν στο χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών ο αριθμός των ανανεώσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Το βάρος της ανταπόδειξης σε κάθε περίπτωση φέρει ο εργοδότης. 4. "Διαδοχικές" θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα πέντε (45) ημερών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι μη εργάσιμες ημέρες. Προκειμένου περί ομίλου επιχειρήσεων για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου στην έννοια του όρου "ίδιου εργοδότη" περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις του ομίλου. 5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε συμβάσεις ή ανανεώσεις συμβάσεων ή σχέσεις εργασίας που συνάπτονται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος διατάγματος".
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής: Η αναιρεσίβλητη προσελήφθη στις 1.7.1994 από το αναιρεσείον Ν.Π.Ι.Δ., με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ως γραμματέας για το χρονικό διάστημα από 1.7.1994 έως 31.10.1994, αντί μηνιαίων αποδοχών 118.525 δραχμών. Έκτοτε, καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων οι ακόλουθες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. 1. η από 1.11.1994 με διάρκεια από 1.11.1994 έως 30.4.1995, 2. η από 1.2.1995 με διάρκεια από 1.5.1995 έως 31.7.1995, 3. η από 1.8.1995 με διάρκεια από 1.8.1995 έως 31.1.1996, 4. η από 2.2.1996 με διάρκεια από 1.2.1996 έως 31.7.1996, 5. η από 2.7.1996 με διάρκεια από 1.8.1996 έως 31.12.1996, 6. η από 24.1.1997 με διάρκεια από 1.1.1997 έως 31.12.1997. Με την από 30.12.1997 επιστολή του, προς την αναιρεσίβλητη, το αναιρεσείον της ανακοίνωσε, ότι η τελευταία σύμβαση που θα έληγε στις 31.12.1997 παρατείνεται για 2 ακόμη μήνες, από 1.1.1998 έως 28.2.1998, με μηνιαίες αποδοχές 198.000 δραχμές μικτά. Εν συνεχεία καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, οι ακόλουθες συμβάσεις, επίσης ορισμένου χρόνου: α) η από 27.4.1998 με διάρκεια από 1.3.1998 έως 31.12.1998, β) η από 27.1.1999 με διάρκεια από 4.1.1999 έως 31.12.1999, γ) η από 17.1.2000 με διάρκεια από 1.1.2000 έως 31.12.2000, δ) η από 3.4.2001 με διάρκεια από 1.1.2001 έως 31.12.2001, ε) η από 5.5.2002 με διάρκεια από 1.1.2002 έως 31.12.2003, στ) η από 28.1.2004 με διάρκεια από 1.1.2004 έως 31.3.2004, ζ) η από 1.4.2004 με διάρκεια από 1.4.2004 έως 31.12.2004, η) η από 18.1.2005 με διάρκεια από 1.1.2005 έως 31.12.2005, θ) η από 13.2.2006 με διάρκεια από 1.1.2006 έως 31.12.2006, ι) η από 1.2.2007 με διάρκεια από 1.1.2007 έως 31.12.2007. Με την από 29.12.2007 συστημένη επιστολή του, προς την αναιρεσίβλητη, η οποία παρελήφθη από αυτήν στις 2.1.2008, το αναιρεσείον της ανακοίνωσε ότι η τελευταία μεταξύ τους σύμβαση, που έληγε στις 31.12.2007 δεν πρόκειται να ανανεωθεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι η αναιρεσίβλητη κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος ΝΠΙΔ, παρέχουσα την εργασία της σ' αυτό συνεχώς επί 13,5 έτη, ως γραμματέας ανεξάρτητα από το πρόγραμμα αυτού, στο οποίο κάθε φορά απασχολείτο. Ειδικότερα, τα 13,5 έτη της εργασίας της στο αναιρεσείον, απασχολήθηκε στα ακόλουθα προγράμματά του: α) πρόγραμμα ΗΟΡΙΖΟΝ ΙΙ Δήμου Αγίου Δημητρίου, β) πρόγραμμα του Δήμου Αθηναίων, γ) πρόγραμμα "ΘΗΣΕΑΣ" του Δήμου Καλλιθέας, δ) πρόγραμμα "Ψυχιατρική Νοσηρότητα", ε) πρόγραμμα "Παρατηρητήριο Ναρκωτικών" και στ) πρόγραμμα "ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ". Η τελευταία από 1.2.2007, μεταξύ των διαδίκων, σύμβαση εργασίας καταρτίστηκε μετά τη θέση σε ισχύ του Π.Δ. 180/2004, υπαγομένης της ένδικης διαφοράς στις ρυθμίσεις του. Με τα άνω δεδομένα το Δικαστήριο κρίνει, ότι η έννομη σχέση, που συνέδεε την αναιρεσίβλητη με το αναιρεσείον, ήταν αυτή της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και η προαναφερθείσα από 29.12.2007 επιστολή της Διοίκησης του τελευταίου ισοδυναμεί με καταγγελία αυτής της σύμβασης αορίστου χρόνου, με αποτέλεσμα η αναιρεσίβλητη να δικαιούται τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, η οποία, βάσει των ετών εργασίας της στο εναγόμενο (13 έτη συμπληρωμένα) και των μηνιαίων αποδοχών της, ύψους 1.467,34 ευρώ, ανέρχεται σε 15.407 ευρώ. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κρίνοντας επί εφέσεως που είχε ασκήσει η αναιρεσίβλητη κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη, αφού εξαφάνισε την απόφαση αυτή έκρινε ως νόμιμη και κατ' ουσίαν βάσιμη την αγωγή και επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη το παραπάνω ποσό ως αποζημίωση απολύσεως. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά ερμήνευσε τις ως άνω διατάξεις, περιέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, αφού με βάση τα παραπάνω που ανελέγκτως δέχτηκε, ότι δηλαδή η αναιρεσίβλητη παρείχε τις υπηρεσίες της συνεχώς επί 13,5 έτη στο αναιρεσείον καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού ανεξάρτητα από το εκάστοτε ερευνητικό πρόγραμμα, ορθώς έκρινε ότι η ένδικη σύμβαση εργασίας φέρει το χαρακτήρα αυτής της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Επομένως, οι, πρώτος και δεύτερος, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Επειδή, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο, είτε έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είτε δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, νοούνται δε ως "πράγματα" οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης εφόσον είχαν προταθεί παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επαναφέρθηκαν νομίμως στο Εφετείο με λόγο έφεσης. Με βάση τα παραπάνω δεν ιδρύει τον λόγο αυτόν αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισμό εκπρόθεσμο, αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή, ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισμό, δηλαδή σε ισχυρισμό που δεν καταλήγει στην επίκληση έννομης συνέπειας και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε στα πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη μορφή λόγου έφεσης, ούτε στα νομικά επιχειρήματά τους που σε αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι μιας έννομης συνέπειας, αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουόμενου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου.
Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι η σύμβαση εργασίας της αναιρεσίβλητης ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου γιατί δεν έλαβε υπόψη τους επαναφέρθεντες νομίμως από το αναιρεσείον με τις προτάσεις του ενώπιόν του ισχυρισμούς, που είχε προτείνει πρωτοδίκως, σύμφωνα με τους οποίους το ίδιο (αναιρεσείον) ως Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο απασχολείται αποκλειστικά με χρηματοδοτούμενα προγράμματα, οι εργαζόμενοι δε σ' αυτά, όπως η αναιρεσίβλητη, προσλαμβάνονται ως έκτακτοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναρτώνται ως εκ τούτου με την ύπαρξη του προγράμματος και λήγουν με τη λήξη αυτού σύμφωνα με το άρθρο 5 του ΠΔ 81/2003. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος αφού τα ως άνω περιστατικά δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως.
Επειδή, από τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη απόδειξης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρέωσης του δικαστηρίου της ουσίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' του Κ.Πολ.Δ. λόγο αναίρεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως από την ως άνω διάταξη προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο κατέληξε στο πιο πάνω αποδεικτικό πόρισμα γιατί δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα τα οποία το αναιρεσείον προσκόμισε και επικαλέστηκε νομίμως. Ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη: (α) Το με αριθμό πρωτοκόλλου ΓΕΟ 2-16/3/94 έγγραφο του Γραφείου για το πρόβλημα της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με θέμα "Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Ναρκωτικά". (β) Το με αριθμό πρωτοκόλλου ΓΕΟ οικ. 51/29.1.1998 έγγραφο του Γραφείου για το πρόβλημα της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας "Περί λειτουργίας Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα ναρκωτικά και την τοξικομανία. (γ) Το Φ.Ε.Κ. Β' 291/24.3.1998, όπου, υπό στοιχείο (8), δημοσιεύτηκε η πιο πάνω κοινή υπουργική απόφαση. (δ) Το με αριθμό πρωτοκόλλου ΥSγ/94/Οικ/ 27.3.2001 έγγραφο του Γ' Τμήματος της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, με την απόφαση της Υφυπουργού Υγείας και Πρόνοιας για την "Ανανέωση ανάθεσης λειτουργίας του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία (Ε.Κ.ΤΕ.Π.Ν.) στο ΕΠΙΨΥ για τα έτη 2001 - 2003". (ε) Το με αριθμό πρωτοκόλλου Δ.ΥΓ6/Γ.Π. οικ.1Ο3483/21.10.2003 έγγραφο του Τμήματος Εξαρτησιογόνων Ουσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, με την απόφαση της Υφυπουργού Υγείας και Πρόνοιας για την "Ανανέωση ανάθεσης λειτουργίας του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία (Ε.Κ.ΤΕ.Π.Ν.) στο Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ.) για τα έτη 2004 - 2006". (στ) Το με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΥΓ6/88800 έγγραφο του Αυτοτελούς Τμήματος Εξαρτησιογόνων Ουσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την απόφαση του Υφυπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για την "Ανανέωση ανάθεσης λειτουργίας του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ.) για τα έτη 2007 - 2009". (ζ) Η από 4.2.2004 συμφωνία μεταξύ του Οργανισμού κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) και του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ), για την τριετία 2001 - 2003. (η) Η από 28.3.2001 συμφωνία μεταξύ του Οργανισμού κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) και του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ), για την τριετία 2004 -2006. (θ) Η από 31.8.2007 συμφωνία μεταξύ του Οργανισμού κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) και του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ), για την τριετία 2007 - 2009. (ι) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 2443/ 13.6.2006 έγγραφο του υπεύθυνου λογιστηρίου του ΕΠΙΨΥ προς το Γενικό Διευθυντή του ΟΚΑΝΑ. (ια) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 3251/30.8.2006 έγγραφο του υπεύθυνου λογιστηρίου του ΕΠΙΨΥ προς τον Πρόεδρο του ΟΚΑΝΑ. (ιβ) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 34/5.1.2007 έγγραφο του Αναπληρωτή Διευθυντή του ΕΠΙΨΥ προς το Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Υγείας. (ιγ) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 35/5.1.2007 έγγραφο του Αναπληρωτή Διευθυντή του ΕΠΙΨΥ προς την υπεύθυνη του Γραφείου Ναρκωτικών της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. (ιδ) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 1038/l3.3.2007 έγγραφο του Αναπληρωτή Διευθυντή του ΕΠΙΨΥ προς τη Γενική Διευθύντρια της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. (ιε) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 2078/ 13.6.2007 έγγραφο του Αναπληρωτή Διευθυντή του ΕΠΙΨΥ προς τον Πρόεδρο του ΟΚΑΝΑ. (ιστ) Το με αριθμό πρωτοκόλλου 256/18.1.2008 έγγραφο του Προέδρου και των μελών του Δ.Σ. του ΕΠΙΨΥ προς τον Πρόεδρο του ΟΚΑΝΑ. (ιζ) Το από 26.5.1999 χρηματικό ένταλμα του ΕΠΙΨΥ, για πληρωμή ποσού 3.332.703 δραχμών για τις αποδοχές του προσωπικού του επίμαχου προγράμματος για το Μάιο του έτους 1999 και επισυναπτόμενα σε αυτό το από 26.5.1999 αντίγραφο δελτίου ανάληψης από το ... λογαριασμό της Γενικής Τράπεζας, η από 26.5.1999 εξουσιοδότηση σε υπάλληλο του ΕΠΙΨΥ να προβεί στην πιο πάνω μεταφορά και η συνημμένη σε αυτήν κατάστασή του προς πληρωμή προσωπικού και η από 27.5.1999 απόδειξη πληρωμής της αντιδίκου για το Μάιο του έτους 1999. (ιη) Το από 30.9.2004 χρηματικό ένταλμα του ΕΠΙΨΥ, για πληρωμή ποσού 21.656,62 ευρώ για τις αποδοχές του προσωπικού του επίμαχου προγράμματος για το Σεπτέμβριο του έτους 2004 και επισυναπτόμενα σε αυτό η από 30.9.2004 εξουσιοδότηση για μεταφορά του πιο πάνω ποσού από το ... λογαριασμό της Γενικής Τράπεζας και η συνημμένη σε αυτήν κατάστασή του προς πληρωμή προσωπικού, το από 30.9.2004 αντίγραφο δελτίου κατάθεσης ποσού 1.303,69 ευρώ σε λογαριασμό της αντιδίκου στη Γενική Τράπεζα και η από 30.9.2004 αντίστοιχη απόδειξη πληρωμής της αντιδίκου για το Σεπτέμβριο του έτους 2004. Όμως, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο για τη θεμελίωση του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη όλα τα νομίμως προσκομισθέντα και επικληθέντα από τους διαδίκους έγγραφα μεταξύ των οποίων και δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι λήφθηκαν υπόψη και τα παραπάνω. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο ως άνω λόγος αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-2-2012 αίτηση του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία "Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ.)" για αναίρεση της 5633/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. ΚαιΚαταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2012. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου